Tο Squid Game,  παρουσιάζει  πού μπορεί να φτάσει ο άνθρωπος όταν δεν έχει επιλογές. Όταν τίθεται αντιμέτωπος με το «ο θάνατος σου, η ζωή μου» -ακόμα και αν δεν είναι απαραίτητα, αυτή η πραγματικότητα.

Οι Κορεάτες δεν περνούν καλά και έχουν αποφασίσει να μην το κρατούν μέσα τους, αλλά να το βγάζουν προς τα έξω. Σύμφωνοι, αυτή είναι πάντα η αρχή για να λύσεις το όποιο πρόβλημα. Μόνο που όσο προσπαθούν να λύσουν τα θέματα τους, τα καθρεφτίζουν στον υπόλοιπο κόσμο που περνούσε υπέροχα, ζώντας σε μια πλάνη: αυτή που θέλει να είμαστε πολιτισμένοι, να έχουμε ενσυναίσθηση, αίσθημα δικαίου και να αναγνωρίζουμε στους άλλους ό,τι αναγνωρίζουμε στην πάρτη μας. Όλα αυτά καταρρέουν σαν πύργος από τραπουλόχαρτα, από το πρώτο επεισόδιο του Squid Game, όταν τελειώνει κάθε αμφιβολία για το αν Κορεάτες δημιουργοί “κατέχουν” έναν αριστοτεχνικό τρόπο να γεννούν προβληματισμούς από αυτούς που διαλύουν τη ψυχούλα των απανταχού φαν τους.

Η σειρά «Squid Game» είναι από τα μέσα του Σεπτέμβρη – από τότε που έπεσε δηλαδή – πρώτη στο τοπ10 της πλατφόρμας του Netflix παγκοσμίως!

Ένα παιδικό παιχνίδι για μεγάλους

Τι είναι το «Squid Game»; Ένα παιδικό παιχνίδι είναι, όπως τα δικά μας τα «στρατιωτάκια αμίλητα αγέλαστα» (ποιος τα θυμάται) ή το «κουτσό»… Τα παιδικά παιχνίδια δηλαδή της γειτονιάς πριν μας κυριεύσουν τα «call of duty» και τα «fortnite»!


Και πώς έχει το πράγμα: Από έναν κεντρικό εγκέφαλο επιλέγονται παίκτες που βρίσκονται στο χείλος του γκρεμού οικονομικά, που χρωστάνε ακόμα και τη ζωή τους, που ζουν σαν παράσιτα – να τα τα παράσιτα πάλι – για να λάβουν μέρος σε ένα παιχνίδι ζωής ή θανάτου με ένα οικονομικό έπαθλο της τάξης δισεκατομμυρίων.

Ο ήρωας της σειράς (δεν έχει σημασία το όνομά του, ούτε που θα το θυμάστε μόλις τελειώσει και το τελευταίο επεισόδιο…) ζει με την άρρωστη μητέρα του, έχει πίσω του μια κόρη που κατοικεί με την ξαναπαντρεμένη πρώην σύζυγό του, έχει πάθος με τα τυχερά παιχνίδια και η τύχη τον έχει συνδεδεμένο με τον Κιμ Γιονγκ Ουν… Κι όταν όλα είναι μαύρα και θεοσκότεινα έρχεται ένας καλοντυμένος κύριος και του προτείνει να μπει στο… τούνελ όπου υπάρχει ένα φως. Και μπαίνει. Και το φως δεν είναι ακριβώς φως, είναι ένας προβολέας που σε τυφλώνει με εκατομμύρια χαρτονομίσματα, αλλά που σε καίει κιόλας. Το παιχνίδι, ανελέητο: έχασες πεθαίνεις, κέρδισες, συνεχίζεις.

Θεός το χρήμα!

Εκεί ο πρωταγωνιστής βρίσκει τον παιδικό του φίλο, έναν γέροντα καρκινοπαθή, μια όμορφη σκυθρωπή κοπέλα, έναν μαφιόζο, έναν πακιστανό μετανάστη, μια μισότρελη κι όλοι μαζί συνθέτουν το πολύχρωμο «εικονοστοιχείο» του σεναρίου.

Και το παιχνίδι αρχίζει: Σκληρό μα δίκαιο! Στην αρχή, όταν ο θάνατος φανεί πως είναι ο δυνατός αντίπαλος, κάποιοι αντιδρούν. Ψηφίζουν να φύγουν. Όμως… πολλά τα λεφτά Gi-Hun!

Και το θέαμα αρχίζει. Κι εκεί βλέπεις χαρακτήρες που είχες δει (και στα δικά σου) στα δύσκολα να μεταλλάσσονται. Οι σώφρονες να γίνονται στυγεροί, οι καλοί καλύτεροι, οι σκληροί σκληρότεροι και οι τίποτα, τίποτα να παραμένουν!
Ψυχολογικό το όλο στόρι με ένα βασικό άξονα: «Πολλά και ανόσια περί το των πολλών νόμισμα γέγονε», Πλάτωνας… μουστάκια και αν πας και στον Μαρκές ακόμα καλύτερα: «Τα χρήματα είναι τα περιττώματα του διαβόλου»! Κι εκεί ανάμεσα στα περιττώματα του διαβόλου αναζητείς λίγο τον εαυτό σου, τον αλλοτριωμένο φίλο σου, ψάχνεις να δεις που έχει φθάσει το ύψος της δόσης της Diners και αν έχει καλώς λες «ούφφφ» κι αν όχι ψάχνεις κι εσύ τον καλοντυμένο κύριο να σε ρίξει στα «χρυσά περιττώματα».

Έτσι έχει η ιστορία. Η ουσία όμως είναι άλλη: Οι Κορεάτες ξέρουν να φτιάχνουν (και) σειρές να σε γοητεύουν! Τα «Παράσιτα» τρέλαναν το Χόλιγουντ και το «Squid Game» το παγκόσμιο κοινό του Netflix.
Η βία κυριαρχεί, το ψυχολογικό βάρος ασήκωτο, η αγωνία σε κάνει να λες: ακόμα ένα επεισόδιο. Και φθάνεις στο 9ο και τελευταίο και όταν καταλαβαίνεις ότι δεν έχει παρακάτω, στενοχωριέσαι… Εδώ λοιπόν είναι το βαρόμετρο της επιτυχίας: όταν τελειώσει μια σειρά να την συζητάς και να την σκέφτεσαι για μέρες. Οι Κορεάτες πέτυχαν! Με μια αλληγορία δείχνουν την ωμή πραγματικότητα της εποχής μας: Όλα στο βωμό του χρήματος και τα πιο πολλά για το εύκολο χρήμα. Σιγά μην δουλέψουμε; Εμένα έναν έξυπνο δεν μπορούν να συντηρήσουν τόσα κορόιδα; Κι εκεί μπαίνεις στο παιχνίδι, το δίχως αύριο!