Οι βρετανικές και ιταλικές τράπεζες αναμένεται να ωφεληθούν περισσότερο από τις επιτοκιακές αυξήσεις της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, σύμφωνα με έκθεση της S&P Global, ενώ αντιθέτως, οι λιγότερο ευνοημένες θα είναι οι γαλλικές και οι ολλανδικές. Στο άλλο άκρο, οι ελβετικές και σουηδικές αναμένεται να πληγούν.
Ο οίκος S&P Global εξετάζει πώς θα συμπεριφερθούν 85 από τις μεγαλύτερες ευρωπαϊκές τράπεζες, με συνολικό υπό διαχείριση ενεργητικό αξίας 31 τρισεκατομμυρίων ευρώ, ενόσω η ΕΚΤ, η Τράπεζα της Αγγλίας και η Κεντρική Τράπεζα της Ελβετίας θα αυξάνουν το κόστος δανεισμού.
Προβλέπεται ότι επιτοκιακές αυξήσεις της τάξεως του 2% θα μπορούσαν να αυξήσουν τα ετήσια «καθαρά» έντοκα κέρδη των τραπεζών κατά μέσο όρο 18% συγκριτικά με πέρυσι.
Τα τραπεζικά συστήματα των Μεγάλης Βρετανίας και Ιταλίας αναμένεται να ωφεληθούν τα μέγιστα, με τα κέρδη τους να αυξάνονται πάνω από 25%.
Για τις τράπεζες των Ισπανίας, Γερμανίας, Δανίας και Αυστρίας, το όφελος κυμαίνεται μεταξύ 10% και 16%, ενώ στη Γαλλία και την Ολλανδία σε λιγότερο από 10%.
Αντίθετα, οι αυστηρότεροι κανόνες κεφαλαίου σε Ελβετία και Σουηδία σημαίνουν ότι οι Τράπεζές τους θα έχουν πτώση των καθαρών έντοκων κερδών τους κατά 29% και 5% αντίστοιχα.
«Βεβαίως, ο βαθμός επιρροής θα εξαρτηθεί από δύο βασικούς παράγοντες. Σε ποιο βαθμό και πόσο γρήγορα θα αυξηθούν τα επιτόκια και η δυναμική του δανεισμού, σε ένα περιβάλλον επιβραδυνόμενης οικονομίας», επισημάνθηκε στην έκθεση της S&P.
Η τρέχουσα κατάσταση με τον υψηλό πληθωρισμό, θα μπορούσε επίσης να οδηγήσει σε αύξηση του λειτουργικού κόστους και άλλες πιστωτικές επιβαρύνσεις για τις Τράπεζες.
Αυξήσεις, όμως, παρουσιάζουν και οι μισθοί των τραπεζιτών. Στις Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής, όπου ο πληθωρισμός άρχισε να αυξάνεται νωρίτερα απ’ ό,τι στην Ευρώπη, οι μη έντοκες δαπάνες τραπεζών αυξήθηκαν 7.2% στο πρώτο τρίμηνο του 2022, σε σύγκριση με την αντίστοιχη περυσινή περίοδο.