Μετά από ένα καλοκαίρι όπου ο ρυθμός ρυθμίσεων δανείων επιβραδύνθηκε αισθητά, οι εταιρείες διαχείρισης απαιτήσεων (servicers) μπαίνουν δυναμικά στο φθινόπωρο, επιταχύνοντας τις προσπάθειες ώστε να πιάσουν τους ετήσιους στόχους τους.
Τα δεδομένα του Αυγούστου έδειξαν σημαντική πτώση τόσο σε επίπεδο ποσών όσο και αριθμού οφειλετών, με τις ρυθμίσεις να περιορίζονται στα €190,22 εκατ. για 3.144 οφειλέτες, από €383,31 εκατ. τον Ιούλιο και €514,37 εκατ. τον Ιούνιο.
Οι «Big 4» του κλάδου και το μερίδιο αγοράς
Οι τέσσερις βασικοί παίκτες του κλάδου, Cepal, doValue, Intrum και QQuant, διαχειρίζονται σχεδόν το 90% των συνολικών μη εξυπηρετούμενων δανείων (NPLs), τα οποία ανέρχονται σε €79,4 δισ.
Το μεγαλύτερο κομμάτι ανήκει στη Cepal (32,2%), ακολουθούμενη από την doValue (30,8%), την Intrum (25,4%) και την QQuant (4,1%).
Αναλυτικά στοιχεία Αυγούστου: Ποιοι ρύθμισαν, πόσο και σε ποιους
Η Cepal πραγματοποίησε ρυθμίσεις ύψους €91,12 εκατ., με €71,27 εκατ. να αφορούν ρυθμίσεις δανείων στο πλαίσιο του νόμου Κατσέλη και €19,85 εκατ. να αποτελούν διμερείς συμφωνίες. Σε αριθμό οφειλετών, η Cepal πρωτοστάτησε με 1.292 ρυθμίσεις, εκ των οποίων 931 στο πλαίσιο του νόμου και 361 διμερείς.
Η doValue ακολούθησε με €54,81 εκατ. συνολικές ρυθμίσεις (€43,92 εκατ. διμερείς και €10,9 εκατ. του ν. Κατσέλη), καλύπτοντας 607 οφειλέτες (534 διμερείς, 73 στο πλαίσιο του νόμου).
Η QQuant σημείωσε €26,95 εκατ. σε ρυθμίσεις, με €14,75 εκατ. στον νόμο Κατσέλη και €12,2 εκατ. διμερείς, εξυπηρετώντας 681 οφειλέτες συνολικά.
Η Intrum κατέγραψε τις λιγότερες ρυθμίσεις: €17,34 εκατ. (εκ των οποίων €13,85 εκατ. διμερείς) και 564 οφειλέτες (362 διμερείς και 200 στον νόμο Κατσέλη).
Κατηγορίες δανείων και τύποι ρυθμίσεων
Το 54% των συνολικών ποσών αφορούσε ρυθμίσεις στεγαστικών δανείων, με τις Cepal και doValue να ηγούνται. Στα καταναλωτικά, η Cepal κατέγραψε €25,43 εκατ. ρυθμίσεων και η QQuant €12,35 εκατ. Ενδιαφέρον παρουσιάζει η δυναμική στον τομέα των πολύ μικρών επιχειρήσεων, με σωρευτικές ρυθμίσεις €30,58 εκατ.
Ο εξωδικαστικός μηχανισμός και τα αποτελέσματα
Μέχρι το τέλος Σεπτεμβρίου, έχουν πραγματοποιηθεί 43.533 επιτυχείς ρυθμίσεις μέσω του εξωδικαστικού μηχανισμού, καλύπτοντας οφειλές €14,08 δισ. Το ποσοστό επιτυχίας διαμορφώνεται στο 79%. Η διαδικασία έχει οδηγήσει σε διαγραφή οφειλών €4,53 δισ., τόσο προς το Δημόσιο (Εφορία, ΚΕΑΟ) όσο και προς τις τράπεζες και τους servicers.
Αξιοσημείωτο είναι πως το 49% των ρυθμίσεων προς χρηματοπιστωτικούς φορείς περιλαμβάνει κούρεμα άνω του 30%. Οι μέσοι όροι διαγραφών έχουν ως εξής: Δημόσιο 14,51%, στεγαστικά 14%, επιχειρηματικά 30,65% και καταναλωτικά 34,64%.
Πίεση για επίτευξη στόχων στο β’ εξάμηνο
Καθώς το 2025 οδεύει προς τη λήξη του, οι servicers βρίσκονται υπό πίεση να επιταχύνουν τις ρυθμίσεις ώστε να πιάσουν τους ετήσιους στόχους που έχουν θέσει – ή που τους έχουν επιβληθεί στο πλαίσιο τιτλοποιήσεων και συμβάσεων με το Δημόσιο. Η υποχώρηση του Αυγούστου προκάλεσε προβληματισμό, ωστόσο οι πρώτες ενδείξεις του Σεπτεμβρίου δείχνουν επιστροφή σε υψηλότερους ρυθμούς, με στόχο το τέταρτο τρίμηνο να είναι το πιο παραγωγικό.
Παράλληλα, το οικονομικό περιβάλλον παραμένει αβέβαιο, με αύξηση επιτοκίων και μειωμένη ρευστότητα, γεγονός που δυσχεραίνει τις ικανότητες των οφειλετών να ανταποκριθούν σε συμφωνίες ρύθμισης. Οι εταιρείες, από την πλευρά τους, εντείνουν την προσπάθεια μέσα από τεχνολογικά εργαλεία, στοχευμένες καμπάνιες και πιο ευέλικτα σχήματα διακανονισμών.
Η στρατηγική επόμενης ημέρας
Στο τραπέζι βρίσκεται και η περαιτέρω αξιοποίηση του εξωδικαστικού μηχανισμού, καθώς και η βελτίωση της ποιότητας των ρυθμίσεων (δηλαδή ρυθμίσεις που τηρούνται στον χρόνο). Οι servicers προσπαθούν να ισορροπήσουν ανάμεσα στις απαιτήσεις των επενδυτών, τους κοινωνικούς και ρυθμιστικούς περιορισμούς, αλλά και την ανάγκη για ουσιαστική ανάκτηση κεφαλαίων από το χαρτοφυλάκιο κόκκινων δανείων.
Το μεγάλο στοίχημα παραμένει: να πείσουν τους οφειλέτες να προσέλθουν σε συμφωνίες, διασφαλίζοντας βιωσιμότητα, ρευστότητα και κοινωνική σταθερότητα. Με όπλο την τεχνογνωσία, τα δεδομένα και τον ψηφιακό μετασχηματισμό, οι servicers αναμένεται να διαδραματίσουν κρίσιμο ρόλο στον χάρτη της οικονομικής εξυγίανσης για τα επόμενα χρόνια.