«Στέλλα φύγε, κρατάω μαχαίρι». Αυτή είναι μια από τις πιο γνωστές ατάκες του ελληνικού κινηματογράφου.

Την είπε ο Γιώργος Φούντας στην ταινία «Στέλλα», όπου συμπρωταγωνιστούσε με τη Μελίνα Μερκούρη, υπό τις σκηνοθετικές οδηγίες του Μιχάλη Κακογιάννη.

Ο σκηνοθέτης είχε αναφέρει για τον Φούντα: «Όταν τους είδα μαζί, ήξερα πως θα ζωντάνευε ιδανικά τον Μίλτο, το θηρίο που της έπρεπε στην κορμοστασιά, τη λεβεντιά και το μαχαίρι».

Η πρώτη εντύπωση του Μιχάλη Κακογιάννη αποδείχτηκε σωστή, αφού ο Φούντας μετά την ερμηνεία του, ταυτίστηκε στη συνείδηση του κοινού με τον ανδρισμό και την παλικαριά.

Η «Στέλλα» δεν ήταν η πρώτη ταινία του ηθοποιού.

Ο Γιώργος Φούντας εμφανίστηκε στον κινηματογράφο σε ρόλο κομπάρσου, το  1944 στην ταινία «Χειροκροτήματα».

Συνολικά πήρε μέρος σε σχεδόν 50 ταινίες.

Οι πιο γνωστές είναι: «Ποτέ την Κυριακή», «Τα Κόκκινα Φανάρια», «Το Κάθαρμα», «Αλέξης Ζορμπάς», «Τρούμπα ‘67» και άλλες.

Ξεχωρίζει επίσης και η διεθνούς φήμης ταινία του Ελία Καζάν, «Αμέρικα Αμέρικα».

Γιώργος Φούντας

Γιώργος Φούντας – Ο δρόμος προς τον 007

Η ξενόγλωσση ταινία «Ποτέ την Κυριακή», στην οποία ο Φούντας έπαιξε το 1960, του άνοιξε το δρόμο για διεθνή καριέρα και τον έκανε γνωστό και στο εξωτερικό.

Η ερμηνεία του ηθοποιού άρεσε τόσο στους ξένους παραγωγούς που, όταν ο Σον Κόνερι αποφάσισε να σταματήσει να ενσαρκώνει τον Τζέιμς Μποντ, εκείνοι πρότειναν στον Φούντα να τον
αντικαταστήσει.

Η πρόταση, την οποία άλλοι ηθοποιοί ονειρεύονταν, άφησε σχεδόν αδιάφορο τον Φούντα και αρχικά σκέφτηκε να την απορρίψει.

Ο Φιλοποίμην Φίνος, μέσω της εταιρίας του οποίου είχε γίνει η πρόταση, τον έπεισε τελικά να δεχτεί και να κάνει τα απαραίτητα δοκιμαστικά.

Στο τέλος της οντισιόν είχαν απομείνει ο Φούντας και ο Τζορτζ Λέιζενμπι.

Ο έλληνας ηθοποιός έχασε την τελευταία στιγμή τον ρόλο του πιο διάσημου κινηματογραφικού πράκτορα, επειδή δήλωσε στους παραγωγούς ότι δεν θα προλάβαινε να μάθει αγγλικά μέχρι να
ξεκινήσουν τα γυρίσματα.

Στη συνέχεια επικράτησε ο πρωταγωνιστής να είναι πάντα Βρετανός, όμως στις αρχές της δεκαετίας του ’60 δεν ίσχυε ακόμα αυτός ο άγραφος κανόνας.