Ένα απροσδόκητο δώρο επεφύλασσε στην ελληνική οικονομία η Scope Ratings, καθώς κόντρα στις εκτιμήσεις προχώρησε σε αναβάθμιση του outlook από «σταθερό» σε «θετικό», κλείνοντας έτσι το… μάτι σε πιθανή βελτίωση και της βαθμολογίας το 2026.
Για την ώρα, πάντως, η βαθμολογία του ελληνικού αξιόχρεου παρέμεινε στο «ΒΒΒ». Παράλληλα, επιβεβαίωσε την αξιολόγηση βραχυπρόθεσμης πιστοληπτικής ικανότητας στο S-2 για εγχώριο και ξένο νόμισμα, με Σταθερές Προοπτικές.
Θυμίζουμε ότι περίπου ένα χρόνο πριν, τον Δεκέμβριο του 2024, η Scope είχε κάνει και πάλι την έκπληξη αποτελώντας τον πρώτο διεθνή οίκο που μας αναβάθμισε εντός της επενδυτικής βαθμίδας, έπειτα από 22 χρόνια.
Με αυτό τον τρόπο, ο γερμανικός οίκος επιβεβαίωσε την εμπιστοσύνη του στις μεσοπρόθεσμες προοπτικές της ελληνικής οικονομίας, παρά το ασταθές διεθνές περιβάλλον, χάρη κυρίως στη σταθερή δημοσιονομική πορεία και την αποκλιμάκωση του χρέους που έχει πετύχει.
Μετά την Scope, τον κύκλο των αξιολογήσεων της φετινής χρονιάς για την ελληνική οικονομία «κλείνει» η Fitch Ratings, στις 14 Νοεμβρίου.
Οι λόγοι της αναβάθμισης
Όπως αναφέρει η Scope στην αξιολόγηση, η βελτιωμένη ανθεκτικότητα της οικονομίας, η σταθερή δημοσιονομική πειθαρχία και η μείωση του χρέους αποτελούν τους βασικούς λόγους για την αλλαγή της προοπτικής. Ωστόσο, το υψηλό δημόσιο χρέος, οι διαρθρωτικοί περιορισμοί στην ανάπτυξη και το επίμονο εξωτερικό έλλειμμα παραμένουν σημαντικές προκλήσεις.
Ενισχυμένη ανθεκτικότητα σε εξωτερικούς κραδασμούς.
Η ελληνική οικονομία σημειώνει ειδικότερα, έχει εμφανίσει σταθερή ανάπτυξη και αντοχή τα τελευταία χρόνια, καταγράφοντας άνοδο περίπου 2% το 2025, υπεραποδίδοντας σε σύγκριση με τις περισσότερες οικονομίες της ευρωζώνης.
Η ισχυρή εγχώρια ζήτηση, ο τουρισμός και οι επενδύσεις που χρηματοδοτούνται από το Ταμείο Ανάκαμψης στηρίζουν την αναπτυξιακή δυναμική, ενώ οι μεταρρυθμίσεις στη δημόσια διοίκηση, τη φορολογία και την αγορά εργασίας ενισχύουν την ανταγωνιστικότητα. Το τραπεζικό σύστημα έχει βελτιωθεί περαιτέρω, ενισχύοντας τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα.
Ισχυρή δυναμική χρέους χάρη στη συνετή δημοσιονομική διαχείριση
Τα δημόσια οικονομικά, επισημαίνει συνεχίζουν να υπεραποδίδουν έναντι των στόχων, με το συνολικό πλεόνασμα της γενικής κυβέρνησης να εκτιμάται περίπου στο 0,6% του ΑΕΠ και το πρωτογενές πλεόνασμα κοντά στο 3,6% για το 2025. Ο λόγος χρέους προς ΑΕΠ αναμένεται να μειωθεί από περίπου 145% το 2025 σε 122% το 2030, στηριζόμενος στη συνετή δημοσιονομική πολιτική, τη σταθερή εισπραξιμότητα και την ομαλή ονομαστική ανάπτυξη. Παράλληλα, το Δημόσιο διατηρεί σημαντικό ταμειακό απόθεμα περίπου 42 δισ. ευρώ (περίπου 17% του ΑΕΠ), ενώ επωφελείται από τη μακρά διάρκεια και το χαμηλό κόστος του υφιστάμενου χρέους.
Στο εξής, η Scope τονίζει ότι θα παρακολουθεί τη συνέπεια της χώρας στη δημοσιονομική πειθαρχία, την πρόοδο των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων που στηρίζουν τις επενδύσεις και την παραγωγικότητα, τις συνεχιζόμενες προσπάθειες περιορισμού των εξωτερικών ανισορροπιών, καθώς και τη σταθερή βελτίωση των επιδόσεων του τραπεζικού συστήματος, καθώς όλοι αυτοί οι παράγοντες είναι καθοριστικοί για τη διατήρηση της θετικής δυναμικής της πιστοληπτικής αξιολόγησης της Ελλάδας.
Ωστόσο συμπληρώνει, παραμένουν και σημαντικές προκλήσεις για τη χώρα:
i) το πολύ υψηλό δημόσιο χρέος, που παρά τη σταδιακή μείωση εξακολουθεί να αποτελεί μακροπρόθεσμη ευπάθεια.
ii) οι διαρθρωτικοί περιορισμοί στη μεσοπρόθεσμη ανάπτυξη, όπως η περιορισμένη διαφοροποίηση της οικονομίας και οι δυσμενείς δημογραφικές τάσεις.
iii) οι εξωτερικές ανισορροπίες, λόγω των επίμονων ελλειμμάτων στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών και της αρνητικής διεθνούς επενδυτικής θέσης της χώρας, καθώς και οι εναπομείνασες προκλήσεις στο χρηματοπιστωτικό σύστημα, που συνδέονται με τον ισχυρό δεσμό κράτους–τραπεζών και τον μεγάλο όγκο μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων που διαχειρίζονται εταιρείες διαχείρισης δανείων.
Κύριοι παράγοντες αξιολόγησης
Ενισχυμένη ανθεκτικότητα απέναντι σε εξωτερικούς κραδασμούς, με σταθερότερη ανάπτυξη, συνεχή μεταρρυθμιστική δυναμική και ισχυρότερο χρηματοπιστωτικό περιβάλλον, αναφέρει ο οίκος ως κύριους παράγοντες της αξιολόγησης.
Η ελληνική οικονομία, επισημαίνει συνεχίζει να εμφανίζει σταθερούς και ανθεκτικούς ρυθμούς ανάπτυξης στο πλαίσιο της ευρωζώνης. Η Ελλάδα αντιμετώπισε τις επιπτώσεις του πολέμου στην Ουκρανία και της ενεργειακής κρίσης πιο αποτελεσματικά από πολλές ευρωπαϊκές οικονομίες, χάρη στη μειωμένη εξάρτηση από το ρωσικό φυσικό αέριο, στη γρήγορη διαφοροποίηση των ενεργειακών της πηγών και στις ισχυρές εξαγωγές υπηρεσιών, ιδίως στον τουρισμό.
Μετά την αύξηση του ΑΕΠ κατά περίπου 2,3% το 2024, η οικονομία αναπτύχθηκε κατά 2% σε ετήσια βάση το πρώτο εξάμηνο του 2025, με την ετήσια ανάπτυξη να εκτιμάται γύρω στο 2,2%. Η ισχυρή εγχώρια ζήτηση, οι επενδύσεις και η δυναμική του τομέα υπηρεσιών αντισταθμίζουν το δυσμενέστερο διεθνές περιβάλλον. Το ποσοστό ανεργίας συνεχίζει να μειώνεται, φθάνοντας κατά μέσο όρο στο 9,5% στο πρώτο εξάμηνο του 2025, από 11% ένα χρόνο πριν. Η Scope προβλέπει ότι η ανάπτυξη θα παραμείνει ισχυρή και το 2026, με το πραγματικό ΑΕΠ να αυξάνεται περίπου κατά 2%, στηριζόμενο στις επενδύσεις, στη διεύρυνση της αγοράς εργασίας και στα μέτρα ενίσχυσης εισοδημάτων και μείωσης φόρων που εφαρμόζονται το 2026.
Οι πόροι της ΕΕ μέσω του προγράμματος NGEU συνεχίζουν να ενισχύουν τις επενδύσεις
Οι μεταρρυθμίσεις στην ψηφιοποίηση, στη φορολογική διοίκηση και στην ευελιξία της αγοράς εργασίας έχουν ενισχύσει την ικανότητα της οικονομίας να αντέχει σε κλυδωνισμούς. Η πρόοδος στη δημόσια διοίκηση και η συμμόρφωση με το δημοσιονομικό πλαίσιο της ΕΕ υποστηρίζουν τη συνέχιση των μεταρρυθμίσεων. Ωστόσο, για να αυξηθεί ο δυνητικός ρυθμός ανάπτυξης (περίπου 1,25%), απαιτούνται πρόσθετες παρεμβάσεις για την προσέλκυση ιδιωτικών επενδύσεων, την αναβάθμιση υποδομών και την αντιμετώπιση δημογραφικών και δεξιοτήτων στην αγορά εργασίας.
Η Scope εκτιμά ότι η ελληνική οικονομία θα συνεχίσει να λειτουργεί με θετική παραγωγική απόκλιση μετά την πανδημία, χάρη στις επενδύσεις που στηρίζονται από το NGEU. Ο πληθωρισμός παραμένει υψηλότερος από τον μέσο όρο της ευρωζώνης (περίπου 3% έως τον Σεπτέμβριο του 2025), κυρίως λόγω της ισχυρής ζήτησης υπηρεσιών, των αυξήσεων μισθών και των υψηλότερων ενοικίων. Ωστόσο, ο εναρμονισμένος πληθωρισμός (HICP) υποχώρησε στο 1,8% τον Σεπτέμβριο, δείχνοντας σταδιακή αποκλιμάκωση.
Οι επενδύσεις ενισχύονται σημαντικά και στηρίζουν τη μεσοπρόθεσμη ανάπτυξη
Οι πάγιες επενδύσεις, αναφέρει ο οίκος έχουν αυξηθεί κατά περίπου 60% από το 2019, ανεβάζοντας τον λόγο επενδύσεων προς ΑΕΠ στο 15,5% το 2024, το υψηλότερο επίπεδο εδώ και πάνω από δέκα χρόνια. Περίπου €8,6 δισ. από τα €18,2 δισ. επιχορηγήσεων του RRF έχουν ήδη απορροφηθεί. Οι επενδύσεις επικεντρώνονται σε ψηφιακές υποδομές και ανανεώσιμες πηγές ενέργειας, ενισχύοντας την παραγωγικότητα και την ανταγωνιστικότητα. Η Scope προβλέπει ότι οι επενδύσεις θα φθάσουν περίπου στο 18% του ΑΕΠ έως το 2027, αν και παραμένουν χαμηλότερες από τον μέσο όρο της ευρωζώνης.
Το βελτιωμένο τραπεζικό σύστημα ενισχύει περαιτέρω τη μακροοικονομική σταθερότητα
Η πιστωτική επέκταση έχει επανέλθει, με εταιρικά δάνεια αυξημένα κατά 15,9% το δεύτερο τρίμηνο του 2025. Τα μη εξυπηρετούμενα ανοίγματα έχουν μειωθεί κάτω από 5%, με δείκτη NPL στο 3,6% τον Ιούνιο 2025 (πλησιάζοντας τον μέσο όρο της ευρωζώνης). Τα κεφάλαια και η ρευστότητα παραμένουν υψηλά (CET1 στο 15,8%, συνολικός δείκτης κεφαλαιακής επάρκειας στο 20,4%, LCR στο 212%). Τα καθαρά κέρδη για το πρώτο εξάμηνο του 2025 ανήλθαν σε €2,5 δισ., με απόδοση ιδίων κεφαλαίων (ROE) 13%.
Παρά το γεγονός ότι οι εταιρείες διαχείρισης δανείων εξακολουθούν να χειρίζονται περίπου €94 δισ. ιδιωτικού χρέους (περίπου 44% του ΑΕΠ), μεγάλο μέρος του οποίου είναι μη εξυπηρετούμενο, το βάρος αυτό δεν δημιουργεί πλέον συστημικούς κινδύνους για τις τράπεζες. Η προληπτική μακροπροληπτική πολιτική της Τράπεζας της Ελλάδος (με αύξηση του αντικυκλικού κεφαλαιακού αποθέματος στο 0,5% από τον Οκτώβριο 2026 και εισαγωγή ορίων δανεισμού βάσει εισοδήματος/αξίας ακινήτου από τον Ιανουάριο 2025) ενισχύει τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα.
Συνολικά, η ισχυρή κεφαλαιοποίηση, η κερδοφορία, η ρευστότητα και η αποκλιμάκωση των «κληρονομημένων» κινδύνων επιβεβαιώνουν τη σημαντική ενίσχυση της χρηματοπιστωτικής ανθεκτικότητας και τη συμβολή του τραπεζικού συστήματος στη μεσοπρόθεσμη ανάπτυξη της Ελλάδας.
Ισχυρή δυναμική χρέους, υποστηριζόμενη από συνετή δημοσιονομική διαχείριση, ευνοϊκό προφίλ χρέους και βελτιούμενη ευελιξία χρηματοδότησης
Τα δημόσια οικονομικά της Ελλάδας συνεχίζουν να υπερβαίνουν τους δημοσιονομικούς στόχους, με το ισοζύγιο της γενικής κυβέρνησης να αναμένεται να εμφανίσει πλεόνασμα περίπου 0,6% του ΑΕΠ το 2025 και πρωτογενές πλεόνασμα της τάξης του 3,6% του ΑΕΠ. Η επίδοση αυτή αντανακλά τόσο την ενίσχυση των φορολογικών εσόδων όσο και τη διατήρηση συντηρητικής δημοσιονομικής πολιτικής. Το αυξημένο φορολογικό αποτέλεσμα συνδέεται με διαρθρωτικές παρεμβάσεις κατά της φοροδιαφυγής, όπως η ευρεία χρήση ψηφιακών πληρωμών, αλλά και τη σταθερή ενίσχυση της οικονομικής δραστηριότητας.
Για το 2026, η Scope προβλέπει οριακό δημοσιονομικό έλλειμμα 0,1% του ΑΕΠ, ελαφρώς χαμηλότερο από τον κυβερνητικό στόχο για ισοσκελισμένο αποτέλεσμα. Η δημοσιονομική πορεία της Ελλάδας στηρίζει σταθερά τη βιωσιμότητα του χρέους, χάρη σε διαχρονικά πρωτογενή πλεονάσματα και συνεχιζόμενες διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις. Η Scope αναμένει ότι ο λόγος χρέους προς ΑΕΠ θα μειωθεί από περίπου 145% το 2025 σε περίπου 122% το 2030, από περίπου 206% στο αποκορύφωμα της πανδημίας το 2020. Η εξέλιξη αυτή βασίζεται σε μέσο ετήσιο πρωτογενές πλεόνασμα της τάξης του 2,9% του ΑΕΠ την περίοδο 2025-2030 και υψηλή ονομαστική ανάπτυξη.
Το μεσοπρόθεσμο δημοσιονομικό πλαίσιο, αναφέρει ακόμα στηρίζεται σε συντηρητικές παραδοχές για την οικονομία και τα έσοδα, καθώς και σε συγκρατημένη αύξηση δαπανών, γεγονός που αφήνει περιθώριο για υπεραπόδοση εσόδων εφόσον η ανάπτυξη παραμείνει ανθεκτική. Η Scope αναμένει ότι η δημοσιονομική στρατηγική της Ελλάδας θα διατηρήσει τον συνετό της χαρακτήρα, στηριζόμενη σε μόνιμες βελτιώσεις στη φορολογική βάση και στις επενδύσεις του NGEU, και όχι σε παροδικούς κυκλικούς παράγοντες. Επιπλέον, το πρόγραμμα NGEU λειτουργεί ως άγκυρα για τη δημοσιονομική πολιτική, ενσωματώνοντας πολυετείς, αναπτυξιακού χαρακτήρα επενδυτικές παρεμβάσεις και προωθώντας ένα σταθερότερο, κανόνων-βασισμένο πλαίσιο που ενισχύει τη βιωσιμότητα χρέους.
Το ισχυρό ταμειακό απόθεμα της χώρας, περίπου €42 δισ. (περίπου 17% του ΑΕΠ), προσφέρει σημαντική κάλυψη ρευστότητας για αρκετά έτη εξυπηρέτησης χρέους, ενισχύοντας τη δημοσιονομική και χρηματοπιστωτική ανθεκτικότητα. Το υψηλό ποσοστό μακροπρόθεσμου, χαμηλότοκου χρέους, που κατέχεται κυρίως από θεσμικούς πιστωτές, σε συνδυασμό με το ταμειακό απόθεμα, ενισχύει την ικανότητα εξυπηρέτησης χρέους της χώρας και μειώνει την έκθεση σε μεταβλητότητα αγορών και επιτοκιακούς κινδύνους. Η Scope προβλέπει ότι οι δαπάνες τόκων θα παραμείνουν σχετικά σταθερές, γύρω στο 3% του ΑΕΠ τα επόμενα χρόνια.
Το επενδυτικό κλίμα έχει ενισχυθεί, όπως αποτυπώνεται στα χαμηλά επίπεδα των αποδόσεων των ελληνικών ομολόγων, που διατηρούνται κοντά σε ιστορικά χαμηλά, στηριζόμενα από διατηρούμενα πρωτογενή πλεονάσματα και ισχυρή ρευστότητα. Τέλος, η Scope αναμένει ότι η κυβέρνηση θα επιταχύνει την πρόωρη αποπληρωμή των δανείων της GLF, επιβεβαιώνοντας την προσήλωσή της στη συνετή και προληπτική διαχείριση χρέους και υποστηρίζοντας τη θετική πορεία του δημόσιου χρέους.
Προκλήσεις για την αξιολόγηση
Πρώτον, παρά τη σημαντική μείωση του δημόσιου χρέους από το αποκορύφωμά του το 2020 (περίπου 206% του ΑΕΠ), ο λόγος χρέους προς ΑΕΠ της Ελλάδας παραμένει ο υψηλότερος στη ζώνη του ευρώ, στο 145% του ΑΕΠ το 2025. Το υψηλό αυτό επίπεδο χρέους εξακολουθεί να περιορίζει τον δημοσιονομικό χώρο. Ωστόσο, η ευνοϊκή διάρθρωση του χρέους – με πολύ μακρές λήξεις, κυρίως σταθερά επιτόκια και χαμηλές ανάγκες αναχρηματοδότησης – στηρίζει τη βιωσιμότητά του. Η Scope αναμένει ότι ο λόγος χρέους προς ΑΕΠ θα συνεχίσει να μειώνεται σταδιακά έως το 2030, στηριζόμενος σε διατηρήσιμα πρωτογενή πλεονάσματα και μέτρια ονομαστική ανάπτυξη.
Δεύτερον, η Ελλάδα εξακολουθεί να αντιμετωπίζει διαρθρωτικούς περιορισμούς στην ανάπτυξη μεσοπρόθεσμα, όπως τη σχετικά στενή παραγωγική βάση με υψηλή εξάρτηση από υπηρεσίες όπως ο τουρισμός και η ναυτιλία. Η συμμετοχή στην αγορά εργασίας, ιδίως μεταξύ γυναικών και μεγαλύτερων εργαζομένων, παραμένει χαμηλότερη από τον μέσο όρο της ΕΕ, ενώ η γήρανση του πληθυσμού, η μείωση των γεννήσεων και η φυγή εξειδικευμένων νέων στο εξωτερικό περιορίζουν το δυνητικό προϊόν. Οι διαρθρωτικές αυτές αδυναμίες καθιστούν κρίσιμη τη συνέχιση της μεταρρυθμιστικής δυναμικής στο πλαίσιο του Σχεδίου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας, με έμφαση στην ψηφιοποίηση, την καινοτομία και την αποτελεσματικότητα του δημόσιου τομέα, ώστε να διατηρηθούν η ανταγωνιστικότητα και οι επενδύσεις.
Τέλος, οι εξωτερικές ευπάθειες και τα εναπομείναντα ζητήματα στον χρηματοπιστωτικό τομέα συνεχίζουν να περιορίζουν τη μακροπρόθεσμη βιωσιμότητα της ελληνικής οικονομίας. Το έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών διευρύνθηκε στο 7,1% του ΑΕΠ το 2024, από 6,8% το 2023, λόγω της υποτονικής ζήτησης στη ζώνη του ευρώ και της αύξησης των εισαγωγών συνδεόμενων με μεγαλύτερη επενδυτική δραστηριότητα.
Παρά τη βελτίωση σε σχέση με την ενεργειακή κρίση του 2022, το ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών αναμένεται να παραμείνει ελλειμματικό, κυρίως λόγω της συνεχιζόμενης εξάρτησης από εισαγόμενη ενέργεια. Επιπλέον, η αρνητική καθαρή διεθνής επενδυτική θέση αντικατοπτρίζει τη διαρκή ανάγκη προσέλκυσης ξένων κεφαλαίων για τη χρηματοδότηση του ελλείμματος. Η επιτάχυνση της ενεργειακής μετάβασης, που θα μείωνε την εξάρτηση από εισαγόμενη ενέργεια, θα μπορούσε να ενισχύσει σταδιακά τη διεθνή θέση της Ελλάδας, αν και αυτή η βελτίωση αναμένεται να εκδηλωθεί σε βάθος χρόνου.
Παράγοντες που μπορούν να οδηγήσουν σε αλλαγή της αξιολόγησης
Η Θετική Προοπτική (Positive Outlook) αντανακλά την εκτίμηση της Scope ότι οι κίνδυνοι για την αξιολόγηση κατά τους επόμενους 12 έως 18 μήνες γέρνουν προς τη θετική πλευρά.
Παράγοντες που θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε αναβάθμιση της αξιολόγησης (ένας ή περισσότεροι από τους παρακάτω):
• Σταθερή και ουσιαστική μείωση του δημόσιου χρέους, που θα στηρίζεται στη διατήρηση πρωτογενών πλεονασμάτων και σε συνετή δημοσιονομική διαχείριση.
• Βελτίωση των μεσοπρόθεσμων προοπτικών ανάπτυξης και ενίσχυση της εξωτερικής ανθεκτικότητας, όπως:
– συνεχής εφαρμογή μεταρρυθμίσεων,
– υψηλότερο επίπεδο επενδύσεων,
– διατηρήσιμη βελτίωση στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών,
– περαιτέρω ενίσχυση του τραπεζικού συστήματος και του πλαισίου χρηματοπιστωτικής σταθερότητας.
Παράγοντες που θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε υποβάθμιση της αξιολόγησης (ένας ή περισσότεροι από τους παρακάτω):
• Επιβράδυνση ή ανατροπή της πτωτικής πορείας του δημόσιου χρέους, εξαιτίας χαλάρωσης της δημοσιονομικής πειθαρχίας ή επιδείνωσης των αναπτυξιακών προοπτικών.
• Αποδυνάμωση της μακροοικονομικής ανθεκτικότητας, που θα αποτυπωθεί σε σημαντική επιδείνωση των εξωτερικών ισοζυγίων ή σε νέα άνοδο των κινδύνων στον τραπεζικό τομέα.