Σύσσωμη η Δύση επέβαλε κυρώσεις στη Μόσχα μετά την εισβολή στην Ουκρανία και πάμπολλες επιχειρήσεις ανακοίνωσαν την αποχώρησή τους από τη ρωσική αγορά. Κάποιες όμως επέλεξαν να αναλάβουν το ρίσκο και να συνεχίσουν να δραστηριοποιούνται εκεί, ποντάροντας ενδεχομένως στον γρήγορο τερματισμό του πολέμου και κυρίως στο γεφύρωμα των διαφορών του δυτικού κόσμου με το καθεστώς Πούτιν – ή ένα διάδοχο καθεστώς ενδεχομένως.

Το στοίχημα δεν είναι εύκολο. Κυρίως διότι συνεχίζοντας τις… business as usual στη Ρωσία πλήττεται το κύρος της επιχείρησης. Συνεχίζει δηλαδή η εταιρεία να «κάνει ταμείο» στη ρωσική αγορά, αυξάνοντας πιθανότατα και τον τζίρο της εκεί διότι οι Ρώσοι καταναλωτές ευλόγως θα εκτιμήσουν τη γενναιότητά της να μείνει όταν όλοι φεύγουν, αλλά χάνει πελάτες στη Δύση που πνέει μένεα κατά του Πούτιν και της συμπεριφοράς του.

Έρευνα που πραγματοποίησε η βρετανική εταιρεία GlobalData έδειξε ότι οι Ευρωπαίοι σε ποσοστό 41% είναι έτοιμοι να μποϊκοτάρουν τις επωνυμίες που διατηρούν τις δραστηριότητές τους στη Ρωσία, ανεξάρτητα αν μέχρι τώρα προτιμούσαν συστηματικά τα προϊόντα τους. Τέσσερις στους 10, δηλαδή, δηλώνουν πρόθυμοι να σταματήσουν να αγοράζουν τα αγαπημένα τους προϊόντα.

Τέσσερις στους 10 είναι πολλοί;

Το κρίσιμο ερώτημα, εν προκειμένω, είναι αν το ποσοστό αυτό (41%) είναι υψηλό ή χαμηλό. Αν δηλαδή το ότι κινδυνεύει να χάσει κανείς 4 στους 10 πελάτες του στις αγορές της Δύσης είναι σοβαρή απώλεια, που δικαιολογεί τα αδιαμφισβήτητα υψηλά κόστη της, έστω και προσωρινής, αποχώρησής του από τη ρωσική αγορά.

Ή αντίθετα, αν δεν πρέπει να υποεκτιμήσει ότι γεγονός ότι οι 6 στους 10 πελάτες του δηλώνουν ανεπηρέαστοι από τις δραματικές εξελίξεις στην Ουκρανία και δεν θα αλλάξουν τις καταναλωτικές τους συνήθειες. Τουλάχιστον οι 6 στους 10. Διότι η διοίκηση μιας επιχείρησης λογικά θα αφαιρεί από το 41% των αγανακτισμένων με τον Πούτιν που διαβεβαιώνουν ότι θα μποϊκοτάρουν, ένα ποσοστό που εν τέλει θα αντιδράσει «ψυχραιμότερα» και συντηρητικότερα. Και στο τέλος της μέρας δεν θα αλλάξει τις αγαπημένες του συνήθειες.

Είναι, ας πούμε, η περίπτωση της γαλλικής εταιρείας Danone που αποφάσισε να μείνει στη Ρωσία, σημειώνει σε ρεπορτάζ της η γαλλική εφημερίδα «Le Figaro». Σε αντίθεση με την Amazon, το Netflix, το Spotify, την Adidas ή και το Ikea, που εξαρχής ανακοίνωσαν ότι τα μαζεύουν και φεύγουν ή τέλος πάντων κατεβάζουν ρολά και «παγώνουν» τις πωλήσεις τους εκεί.

Stopify και Lefthansa

Έχουν πληθύνει οι φωνές υπέρ του μποϊκοταρίσματος, διαπιστώνει η αμερικανική «Huffington Post». Ο κόσμος στη Δύση πανηγυρίζει για τη διεθνή απομόνωση του καθεστώτος Πούτιν και ο ενθουσιασμός αυτός έδωσε την ιδέα στον τσεχικής καταγωγής σχεδιαστή και γραφίστα, Βάτσλαβ Κουντέλκα, να «διασκευάσει» τις διάσημες φίρμες που τιμωρούν τη Μόσχα. Έτσι, μετέτρεψε το Netflix σε «Nyetflix» («νιετ» στα ρωσικά σημαίνει «όχι», ως γνωστόν).

Με την ίδια πανηγυρική διάθεση μετέτρεψε το Spotify σε «Stopify», την Adidas σε «Adios», τη Visa σε «Hasta la visa» και τη γερμανική αεροπορική εταιρεία Lufthansa, που ήταν από τις πρώτες που διέκοψε τις συνδέσεις της με τη Ρωσία μετά την εισβολή, σε… «Lefthansa».

Με τη Danone που μένει δεν ασχολήθηκε ο τσέχος καλλιτέχνης, ίσως επειδή στην επωνυμία της ήδη περιλαμβάνει το «da» («ναι» στα ρωσικά). Δεν πρόκειται για τη μοναδική ευρωπαϊκή εταιρεία που έκρινε ότι πρέπει να παραμείνει στη ρωσική αγορά διαχωρίζοντας τις μπίζνες από την πολιτική, ακόμα και από τον πόλεμο, που γι’ αυτές δεν αποτελεί τίποτε περισσότερο από «συνέχιση της πολιτικής με άλλα μέσα».

Η «Le Figaro» αναφέρει τις αλυσίδες καταστημάτων Auchan, Dekathlon και Leroy Merlin, που ανήκουν στο γαλλικό όμιλο Mulliez. «Η Auchan απασχολεί στη Ρωσία περισσότερους από 30.000 εργαζομένους στα 231 καταστήματα που λειτουργεί και πραγματοποιούν ένα ετήσιο τζίρο 3,1 δισ. ευρώ επί συνολικού τζίρου 30 δισ. ευρώ σε ολόκληρο τον κόσμο», σημειώνει η γαλλική εφημερίδα. «Η απόσυρση από τη ρωσική αγορά για την Auchan δεν έχει τίποτα το ανεκδοτολογικό», κατά τον «Figaro».

Η οργή του καταναλωτή

Οι αμερικανικές αλυσίδες ταχυφαγείων McDonald’s και KFC αποφάσισαν να κλείσουν τα εστιατόριά τους στη Ρωσία. «Εκτός, βέβαια, από αυτά που λειτουργούν Ρώσοι επιχειρηματίες με δικαιόχρηση (franchise)», σημειώνει η παριζιάνικη εφημερίδα, αντιπαραθέτοντας το γαλλικό όμιλο LVMH, που αποφάσισε να αποσύρει τα προϊόντα του από τη ρωσική αγορά αμέσως μετά την κήρυξη πολέμου κατά της Ουκρανίας από τον Βλαντιμίρ Πούτιν.

«Το 2020 οι Ρώσοι πελάτες αντιπροσώπευαν το 6,6% των πωλήσεων καλλυντικών και προϊόντων προσωπικής φροντίδας του ομίλου, δηλαδή περισσότερα από 300 εκατ. δολάρια, σύμφωνα με τα στοιχεία της έρευνας της GlobalData», διευκρινίζει ο «Figaro».

«Πρόκειται για ένα μέτρο δραστικό αλλά αναγκαίο, αν υπολογίσει κανείς όχι μόνο τις επιπλοκές που θα μπορούσε να έχει στην αγορά αν συνέχιζε την παρουσία της εκεί, αλλά και τα πιθανά αντίποινα από τους καταναλωτές σε ολόκληρο τον κόσμο», δήλωσε στην εφημερίδα η Λία Νεοφύτου, επικεφαλής αναλύτρια της GlobalData για εταιρείες προϊόντων υγείας και ομορφιάς.

Δεν χωρεί αμφιβολία ότι η «σπαζοκεφαλιά» για τους επιτελείς των μεγάλων επιχειρήσεων με διεθνή παρουσία είναι μεγάλη. Αλλά πέρα από τα ζητήματα εταιρικής ηθικής και ευθύνης (που κι αυτά δεν είναι απλά για να απαντηθούν), ο χρόνος και οι… ισολογισμοί θα δείξουν ποιες θα πάρουν τις σωστές αποφάσεις.

Διότι και κατά το παρελθόν (κατά το Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο για παράδειγμα), πολλές ευρωπαϊκές και αμερικανικές επιχειρήσεις δεν επέλεξαν τη «σωστή πλευρά της Ιστορίας», δίχως αυτό να τους στοιχίσει ούτε ένα… σέντς μεταπολεμικά.