Τρία χρόνια φυλάκισης με 3ετή αναστολή επέβαλλε το Τριμελές Εφετείο Δωδεκανήσου επί κακουργημάτων σε δικηγόρο, που υπηρετούσε στη Ρόδο, και κρίθηκε ένοχος κακουργηματικής απάτης με το ελαφρυντικό της μετέπειτα καλής συμπεριφοράς.
Ο πολιτικώς ενάγων, συντοπίτης του, ισχυρίστηκε στη μήνυση που υπέβαλε τον Μάρτιο του 2014 στην Υποδιεύθυνση Ασφαλείας Ρόδου ότι ο κατηγορούμενος τον έπεισε με απατηλές υποσχέσεις από το έτος 2008 έως και το έτος 2012 να επενδύσει σημαντικά κεφάλαια στη Νότια Αφρική με υψηλό ποσοστό κέρδους.
Επίσης, υποστήριξε αρχικά ότι του έχει αποσπάσει ποσό που υπερβαίνει το ένα εκατομμύριο ευρώ, ενώ σε κατάθεση που έδωσε ενώπιον της τακτικής Ανακρίτριας Ρόδου την 2α Ιουνίου 2017, περιόριζε τη ζημία, που όπως υποστηρίζει υπέστη, στο ποσό των 600.000 ευρώ.
Στο πλαίσιο της έρευνας παρουσιάστηκαν παραστατικά για την αποστολή τμηματικώς χρημάτων σε ορισμένες εταιρείες της αλλοδαπής, στον κατηγορούμενο αλλά και σε αλλοδαπούς στη Μαδρίτη, στο Γιοχάνεσμπουργκ και στο Κέιπ Τάουν.
Συγκεκριμένα ο πολιτικώς ενάγων υποστήριξε ότι το έτος 2008 είχε λάβει ένα μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου από ένα άγνωστο άτομο που του ζητούσε να συνεργαστούν για επενδύσεις στη Νότια Αφρική.
Σύμφωνα με πληροφορίες από την dimokratiki.gr ο ίδιος ισχυρίζεται ότι κατέφυγε στον κατηγορούμενο, που μιλά την αγγλική και επειδή είχε αποταμιεύσει κάποια χρήματα τον συμβουλεύτηκε για τη συγκεκριμένη επένδυση.
Ο κατηγορούμενος, όπως υποστηρίζει, του είπε ότι επρόκειτο για επένδυση σε real estate και ότι του φαινόταν προσοδοφόρα.
Το 2009 εγκαταστάθηκε στο εξωτερικό και κρατούσε, όπως περιγράφεται στη μήνυση, επαφή με τον εστιάτορα από τον οποίο ζητούσε χρήματα για τη συμμετοχή του στην επένδυση. Υποστηρίζει ότι του είχε πει ότι θα συμμετείχε και ο ίδιος στην επένδυση και ότι του παρέδιδε χρήματα χωρίς να του χορηγήσει κάποιο έγγραφο διότι τα κατέστρεφε.
Ο φερόμενος ως θύμα υποστηρίζει ακόμη ότι περί τα μέσα του 2009 ο κατηγορούμενος του απεκάλυψε ότι δεν επρόκειτο για επένδυση σε real estate αλλά για ξέπλυμα βρώμικου χρήματος και όπως είπε δεν μπορούσε να απέχει διότι είχε ήδη επενδύσει πολλά.
Επιπλέον, ισχυρίστηκε ότι ζήτησε από τον κατηγορούμενο να του αποστείλει όλα τα στοιχεία σε ηλεκτρονική μορφή σε ένα memory stick και ότι εκείνος του είπε ότι φοβούμενος τα είχε καταστρέψει. Διατείνεται ότι έχει στείλει χρήματα σε συνεργάτες του κατηγορούμενου στο Γιοχάνεσμπουργκ.
Ο ίδιος ο κατηγορούμενος απολογούμενος στην προδικασία αρνήθηκε κατηγορηματικά τα όσα του αποδίδονται. Συγκεκριμένα υποστήριξε ότι το έτος 2004 είχε δανείσει στον μηνυτή το ποσό των 181.300 ευρώ για να τον διευκολύνει ταμειακά κι ότι το έτος 2008 του ανέθεσε να διεκπεραιώσει μια επένδυση με την μορφή του Trust στη Νότια Αφρική. Υποστηρίζει συγκεκριμένα ότι ο μηνυτής είχε διαθέσει για την απεμπλοκή του Trust από τις φορολογικές και ελεγκτικές υποχρεώσεις στο Γιοχάνεσμπουργκ ένα σημαντικό ποσό με τη συνδρομή δικηγόρου που έχει πλέον αποβιώσει.
Ο κατηγορούμενος ήρθε, όπως υποστηρίζει, σε επικοινωνία με άτομα που του υπέδειξε και αντιλήφθηκε ότι επρόκειτο για ένα καταπίστευμα που είχε δημιουργηθεί από κληρονομιά και αφορούσε επιχειρήσεις real estate.
Oι λογαριασμοί του Trust ήταν δεσμευμένοι και οι διαχειριστές του αναζητούσαν επενδυτές, οι οποίοι θα κατέβαλλαν τα ποσά υποχρεώσεων στις αρχές της χώρας για να λειτουργήσει και στη συνέχεια θα συμμετείχαν στις εταιρείες ως μέτοχοι όσοι είχαν επενδύσει, για την απεμπλοκή του.
Ο ίδιος ο κατηγορούμενος, όπως ισχυρίστηκε, διαπίστωσε στην πορεία ότι επρόκειτο για ξέπλυμα μαύρου χρήματος και ότι τον είχε ενημερώσει ότι δεν θα προχωρούσε η επένδυση. Υποστήριξε, ωστόσο, ότι ο τελευταίος δεν επιθυμούσε να απεμπλακεί και συνέχισε να αποστέλλει χρήματα στους διαχειριστές του Trust. To 2012, όπως είπε, αντιλήφθηκε και ο ίδιος ότι δεν επρόκειτο να προχωρήσει οποιαδήποτε επένδυση.
Ο κατηγορούμενος τόνισε ότι δεν είχε καμία σχέση με την αποστολή του αρχικού μηνύματος από τους διαχειριστές του Trust, ενώ κατέστησε σαφές ότι με κανέναν τρόπο δεν τον εξαπάτησε αφού μάλιστα πολύ έγκαιρα τον είχε ενημερώσει για τους κινδύνους και την πορεία της υπόθεσής του.
Σχετικά με τα χρήματα που του απέστειλε υποστήριξε ότι επρόκειτο για επιστροφή του δανείου που του είχε χορηγήσει και παρουσίασε προς απόδειξη σχετικό ιδιωτικό συμφωνητικό και συναλλαγματικές.
Ως συνήγοροι υπεράσπισης του κατηγορούμενου παρέστησαν οι κ.κ. Δήμος Μουτάφης και Φώτης Χατζηδιάκος και ως συνήγοροι υποστήριξης της κατηγορίας οι κ.κ. Μηνάς Τσέρκης και Nίκος Πατεράκης.