To κοινό ευρωπαϊκό νόμισμα υποχώρησε, έστω και για λίγη ώρα, κάτω από την απόλυτη ισοτιμία έναντι του δολαρίου την Τετάρτη για πρώτη φορά εδώ και σχεδόν 20 χρόνια. Έχοντας καταγράψει πτώση κατά σχεδόν 12% από τις αρχές του έτους, το ένα ευρώ έφτασε νωρίτερα σήμερα να αγοράζει 0,998 δολάρια, καθώς ο πληθωρισμός και οι επιπτώσεις του πολέμου στην Ουκρανία αυξάνουν τους φόβους για νέο κύμα ύφεσης στην ευρωπαϊκή οικονομία.
Γιατί αυτή είναι μια σημαντική εξέλιξη;
Η πτώση του ευρώ κάτω από το 1 δολάριο είναι κάτι που συμβαίνει πολύ σπάνια. Από τη γέννησή του το 1999, το ευρώ έχει περάσει πολύ λίγο χρόνο κάτω από την απόλυτη ισοτιμία με το δολάριο. Στην πραγματικότητα την προηγούμενη φορά που είχε βρεθεί κάτω από το 1 δολάριο ήταν πριν ακόμη κυκλοφορήσει στην πραγματική οικονομία.
Τον Οκτώβριο του 2000 έπεσε στο ιστορικό χαμηλό των 0,82 δολαρίων. Τα τραπεζογραμμάτια και τα κέρματα ευρώ εισήχθησαν στις αγορές την 1η Ιανουαρίου 2002, πριν από εκείνη την ημέρα το ευρώ λειτουργούσε μόνο ως λογιστική μονάδα για τον διακανονισμό διασυνοριακών συναλλαγών.
Μέσα στη σχετικά σύντομη ζωή του, το ευρώ είναι το δεύτερο πιο περιζήτητο νόμισμα στα παγκόσμια συναλλαγματικά αποθέματα και ο ημερήσιος τζίρος σε ευρώ/δολάριο είναι ο υψηλότερος στην παγκόσμια αγορά συναλλάγματος των 6,6 τρισεκατομμυρίων δολαρίων την ημέρα.
Ισχυροποίηση του δολαρίου
Πώς φτάσαμε όμως ως εδώ; Το Reuters σε ανάλυσή του σημειώνει πως όλα τα νομίσματα υποχωρούν έναντι του δολαρίου. Η στερλίνα και το γιεν υποχώρησαν επίσης φέτος, εν μέρει λόγω των πιο επιθετικών αυξήσεων των επιτοκίων των ΗΠΑ που ενίσχυσαν την απήχηση του δολαρίου, ενώ οι φόβοι για παγκόσμια ύφεση ώθησαν τους επενδυτές στο πιο ασφαλές δολάριο.
Από την άλλη αρνητικά για το ευρωπαϊκό νόμισμα λειτουργούν οι αυξανόμενοι φόβοι ότι η αύξηση των τιμών του ευρωπαϊκού φυσικού αερίου καθιστά τη ζώνη του ευρώ πιο ευάλωτη στους κινδύνους ύφεσης. Ορισμένοι επενδυτικοί οίκοι προβλέπουν ύφεση για την Ευρωζώνη από το τρίτο τρίμηνο της χρονιάς.
Θα υποχωρήσει περισσότερο το ευρώ;
Κάποιοι οικονομολόγοι το πιστεύουν. Η Nomura έχει βραχυπρόθεσμο στόχο το 1 ευρώ προς 0,95 δολάρια. Οι αναλυτές λένε ότι μέχρι να βελτιωθούν οι οικονομικές προοπτικές, το ευρώ θα δέχεται πιέσεις. Ακόμα κι αν η ΕΚΤ αυξήσει τα επιτόκια, η Fed προχωρά σε πιο επιθετικές κινήσεις, αυξάνοντας τη ρευστότητα στις ΗΠΑ.
Σημειώνεται ότι η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα αναμένεται να ξεκινήσει αύξηση των επιτοκίων στη συνεδρίασή της στις 21 Ιουλίου. Η Federal Reserve αύξησε τα επιτόκια κατά 75 μονάδες βάσης τον Ιούνιο.
Το ευρώ θα μπορούσε επίσης να πληγεί περαιτέρω από την κατακερματισμένη ευρωπαϊκή οικονομία, καθώς το κόστος δανεισμού των ασθενέστερων κρατών αυξάνεται περισσότερο από τα πλουσιότερα κράτη.
Ένας ευνοϊκός παράγοντας που καταγράφει το Reuters για το ευρώ είναι ότι τα στοιχήματα κατά του ευρώ έχουν ήδη αυξηθεί σημαντικά στις αγορές συναλλάγματος αυτή τη στιγμή και πλησιάζουν τα ιστορικά επίπεδα. Αυτό θα μπορούσε να αποτρέψει περαιτέρω απότομη πτώση του ευρώ.
Τι σημαίνει αυτό για την ΕΚΤ
Είναι ένας μεγάλος πονοκέφαλος, αναφέρει η ανάλυση του Reuters.. Μια ανεξέλεγκτη υποχώρηση του ευρώ θα ωθήσει ακόμη υψηλότερα τον πληθωρισμό ρεκόρ που καταγράφεται στην Ευρωζώνη, αυξάνοντας τον κίνδυνο να παγιωθεί η αύξηση των τιμών με ρυθμό πολύ πάνω από τον στόχο του 2% που έχει θέσει η ΕΚΤ.
Ωστόσο, η καταπολέμηση των χαμηλών 20 ετών για το ευρώ θα απαιτούσε πιο γρήγορες αυξήσεις επιτοκίων, κάτι που θα μπορούσε να φέρει επιπλέον προβλήματα στην οικονομία της Ευρωζώνης που ήδη αντιμετωπίζει μια πιθανή ύφεση.
Μελέτες που επικαλείται συχνά η ΕΚΤ δείχνουν ότι η υποτίμηση της συναλλαγματικής ισοτιμίας κατά 1% αυξάνει τον πληθωρισμό κατά 0,1% σε διάστημα ενός έτους και έως και 0,25% σε διάστημα τριών ετών.
Έρχεται παρέμβαση;
Η ΕΚΤ έχει μέχρι στιγμής υποβαθμίσει τη σημασία της αδυναμίας του ευρώ, υποστηρίζοντας ότι δεν έχει κάποιο στόχο συναλλαγματικής ισοτιμίας, ακόμα κι αν το νόμισμα έχει σημασία ως μέρος των ευρύτερων υπολογισμών για τον πληθωρισμό
Για να στηρίξει το ευρώ, η ΕΚΤ θα μπορούσε να προχωρήσει σε μια πιο επιθετική σύσφιξη της νομισματικής πολιτικής, συμπεριλαμβανομένης μιας αύξησης των επιτοκίων κατά 50 μονάδες βάσης τον Σεπτέμβριο και περαιτέρω κινήσεων τον Οκτώβριο και τον Δεκέμβριο. Οι αναλυτές, πάντως, εκτιμούν ότι μια πιο επιθετική στάση είναι απίθανη δεδομένης της επιδείνωσης των προοπτικών ανάπτυξης.