Αν κάτι λειτουργούσε ως σταθερά γύρω από το πρόσωπο του Ντόναλντ Τραμπ, ήταν το φιλοεπιχειρηματικό προφίλ του και η προνομιακή σχέση του με τις αγορές κεφαλαίων.

Χαρακτηριστικός είναι ο όρος «Trump put», που αναφέρεται στην ιδέα ότι ήταν ανά πάσα στιγμή σε θέση να προσφέρει ένα δίχτυ ασφαλείας για τους επενδυτές, με παρεμβάσεις και τοποθετήσεις που υποστήριζαν τη χρηματιστηριακή αγορά και μάλιστα τη σταθεροποιούσαν σε φάσεις μεταβλητότητας. Στην πρώτη θητεία του, πάντα λάμβανε υπόψη την αντίδραση των επενδυτών έπειτα από μια ανακοίνωση του Λευκού Οίκου, στοιχείο που έχει πλέον ανατραπεί πλήρως.

«Δεν κοιτάζω καν τις αγορές», είπε τις προάλλες μπροστά στις κάμερες. Και μόλις μία ημέρα μετά το sell-off που καταγράφηκε στους χρηματιστηριακούς δείκτες, εν μέσω των κραδασμών που προκαλεί η επιλογή του να κηρύξει εμπορικό πόλεμο, εκείνος «απάντησε» με διπλασιασμό των δασμών σε χάλυβα και αλουμίνιο από τον Καναδά. Ο ίδιος δεν απέκλεισε μάλιστα το ενδεχόμενο ύφεσης της αμερικανικής οικονομίας σε μια τοποθέτηση η οποία εντυπωσίασε, κάνοντας λόγο για μια μεταβατική περίοδο η οποία στο τέλος της διαδρομής θα ενισχύσει το ΑΕΠ, μακροπρόθεσμα. Ως αποτέλεσμα, οι επενδυτές δεν κρύβουν πλέον τον προβληματισμό τους και για πρώτη φορά δεν μοιράζονται τον ενθουσιασμό του Ντόναλντ Τραμπ για τις προοπτικές που διανοίγει η οικονομική πολιτική του.

«Ποιος θα περίμενε ότι τις πρώτες έξι εβδομάδες της δεύτερης θητείας Τραμπ ο Dow Jones θα φλέρταρε με αρνητικό πρόσημο, ο S&P 500 θα κατέγραφε πτώση 2,5% και ο Nasdaq θα βυθιζόταν περισσότερο από 6%», έλεγε τις προάλλες ο συντονιστής σε πάνελ του Bloomberg απευθυνόμενος στην Ντον Φιτζπάτρικ, διευθύντρια επενδύσεων στο fund του Σόρος· μια θέση στην οποία έχει θητεύσει μάλιστα και ο σημερινός «τσάρος» της αμερικανικής οικονομίας Σκοτ Μπέσαντ, ένας κατεξοχήν άνθρωπος των αγορών. «Το επιχείρημα των Τραμπ και Μπέσαντ είναι ότι οι Αμερικανοί βιομήχανοι θα απορροφήσουν οι ίδιοι την επιβάρυνση των δασμών που θα εφαρμόσουν οι ΗΠΑ στις εισαγωγές και πως όλο αυτό θα λειτουργήσει τελικά ως once off κόστος για την οικονομία.

Το ερώτημα είναι αν έχουν αντιληφθεί το πλήγμα που επιφέρουν στην αυτοπεποίθηση των καταναλωτών και των επιχειρήσεων», σχολίασε η διαχειρίστρια του fund που επενδύει δισεκατομμύρια δολάρια παγκοσμίως. Η ίδια προέβη στη διαπίστωση ότι ο Λευκός Οίκος έχει πλέον πολύ μεγαλύτερη ανοχή στα sell-off των αγορών απ’ ό,τι πολλοί θα πίστευαν.

Ο υπουργός Οικονομικών των ΗΠΑ διευκρίνιζε πρόσφατα ότι σε αυτήν τη συγκυρία η κυβέρνηση Τραμπ ενδιαφέρεται πολύ περισσότερο για τις διακυμάνσεις της απόδοσης στο αμερικανικό 10ετές ομόλογο, η οποία έχει αποκλιμακωθεί από την περιοχή του 4,8% τον Ιανουάριο στην περιοχή του 4,2% σήμερα. Ομως Αμερικανοί οικονομολόγοι τονίζουν ότι το επιτόκιο του 10ετούς δεν είναι τεκμήριο για την οικονομική επίδοση των ΗΠΑ, παραπέμποντας σε περιόδους κατά τις οποίες η θετική πορεία του τίτλου έχει συνδυαστεί με ύφεση της αμερικανικής οικονομίας.

«Από μια πολύ ισχυρή οικονομία, η οποία παρά το ρίσκο του πληθωρισμού υπερείχε διακριτά έναντι των υπόλοιπων ανεπτυγμένων οικονομιών, μεταβήκαμε σε μια οικονομία όπου οι περιορισμοί στους μετανάστες και στη συμμετοχή τους στο εργατικό δυναμικό, οι απολύσεις στον κρατικό μηχανισμό, η ζημιά στην ανταγωνιστικότητα και στην παραγωγή της αμερικανικής οικονομίας εξαιτίας των δασμών και η μεγάλη αύξηση στα risk premiums (σ.σ. ασφάλιστρα κινδύνου) οδηγούν πια στην απότομη πτώση τόσο της καταναλωτικής όσο και της επιχειρηματικής δραστηριότητας. Η επιβράδυνση σε σχέση με αυτό που περιμέναμε είναι πλέον βέβαιη και προσωπικά δίνω πιθανότητα ελάχιστα κάτω από 50% για ύφεση της αμερικανικής οικονομίας μέσα στο 2025», τόνιζε ο επίτιμος καθηγητής του Χάρβαρντ, πρώην υπουργός Οικονομικών των ΗΠΑ, Λάρι Σάμερς, ο οποίος μιλώντας στα αμερικανικά media σχολίαζε ότι δεν βγάζει νόημα ο μεταβατικός χαρακτήρας τον οποίο επικαλείται ο Τραμπ για την οικονομική δυσλειτουργία που προκαλούν οι πολιτικές του: «Διαπιστώσαμε πόσο μεταβατικός ήταν και ο μεταβατικός πληθωρισμός της πολιτικής Μπάιντεν». Επισημαίνει δε ότι οι δασμοί θα πλήξουν τις αμερικανικές εξαγωγές οι οποίες βασίζονται σε εισαγόμενα προϊόντα και διακρίνει μπελάδες που πηγάζουν, πριν απ’ όλα, από την τεράστια αβεβαιότητα η οποία συνοδεύει μέχρι στιγμής την οικονομική πολιτική του Τραμπ.

Αναλυτές στις ΗΠΑ επικαλούνται τα οικονομικά αποτελέσματα της Delta Airlines, που προβλέπουν μείωση της ζήτησης, σε μια φάση κατά την οποία η αμερικανική οικονομία φαίνεται να απομακρύνεται από το soft landing (ήπια προσγείωση). Το ενδιαφέρον θα εστιάζεται πλέον στις εκτιμήσεις της Fed μέσα από τη νομισματική πολιτική της· όσο πιο γρήγορα θα μειώνει ενδεχομένως τα επιτόκια, τόσο θα σηματοδοτεί τον κίνδυνο της ύφεσης. Οσο για τα ικανοποιητικά μέχρι στιγμής στοιχεία στην απασχόληση, εκτιμάται ότι αποτυπώνουν πιθανώς την ηρεμία πριν από την καταιγίδα, δεδομένου ότι από τη μία πλευρά εφαρμόζονται απολύσεις στον κρατικό τομέα και από την άλλη ενισχύονται οι συνθήκες που είναι σε θέση να προκαλέσουν ύφεση.

Ο Μοχάμεντ Ελ-Εριάν, επικεφαλής οικονομικός σύμβουλος της Allianz, ανέβασε το ρίσκο της ύφεσης από 10% σε 25%-30%, μιλώντας για «απόλυτη ανατροπή της συμβατικής σοφίας» μέσα από τις οικονομικές εξελίξεις όπως τις δρομολογούν ο πρόεδρος Τραμπ και το οικονομικό επιτελείο του. «Οι αγορές περίμεναν ένα big bang, μέσα από την ανάλυση των προεκλογικών θέσεων του Τραμπ σε πέντε τομείς: δασμοί, απορρύθμιση, μεταναστευτικό, ενέργεια και δημοσιονομική πολιτική μέσω της δράσης του DOGE (σ.σ. υπουργείο Αποτελεσματικότητας της Κυβέρνησης). Περίμεναν λοιπόν ότι ο θετικός αντίκτυπος από το συνολικό πακέτο πολιτικής θα επισκίαζε τον αρνητικό αντίκτυπο που θα είχαν κάποια από τα μέτρα. Τώρα όμως βιώνουν τις αρνητικές επιπτώσεις και εισπράττουν απλώς την υπόσχεση ότι η θετική επίδραση θα έρθει κάποια στιγμή στο μέλλον», τόνιζε σε πάνελ του Yahoo Finance, επιχειρώντας να εξηγήσει τον τρόπο με τον οποίο οι επενδυτές αντιλαμβάνονται τις εξελίξεις. Ξεχωριστό ενδιαφέρον παρουσιάζει μάλιστα η θέση του ότι η Fed θα πρέπει ίσως να αλλάξει πλέον τον στόχο του 2% για τον πληθωρισμό, υπό την έννοια ότι με τον έναν ή τον άλλο τρόπο η οικονομία λειτουργεί πια σε έναν διαρθρωτικά μεταβαλλόμενο κόσμο: «Ειδάλλως, κινδυνεύει να συνεισφέρει στην ευαλωτότητα αντί να αποτελέσει μέρος της λύσης».

Απώτερος στόχος της ατζέντας Τραμπ είναι το «δίκαιο εμπόριο», η μεγαλύτερη ανεξαρτησία της οικονομίας από τον κρατικό τομέα, η αποτελεσματικότητα της κυβέρνησης και η περαιτέρω απελευθέρωση του ιδιωτικού τομέα με απορρύθμιση και ευνοϊκή φορολόγηση. Ομως το ερώτημα που εγείρει το αφήγημα είναι κατά πόσο θεωρείται πειστική η επίτευξη των στόχων και κυρίως αν η επιλογή αξίζει τον κόπο δεδομένου ότι φέρνει τα πάνω – κάτω σε μια οικονομία η οποία σε γενικές γραμμές πατούσε σε γερές βάσεις.

Μέσα σε αυτό το σκηνικό, εμφανίζονται σε ένα βαθμό σημάδια στροφής των επενδυτών σε αγορές εκτός των ΗΠΑ, όπως κατέδειξαν τις προηγούμενες ημέρες και οι σχετικές αποστάσεις που τήρησαν οι επιδόσεις της ευρωπαϊκής –και της ελληνικής– αγοράς από το sell-off στις ΗΠΑ.

«Ο ευρωπαϊκός δείκτης Stoxx 600 έχει αυξηθεί κατά 12% σε όρους δολαρίου και ο γερμανικός DAX κατά 19%. Ο Hang Seng, ο οποίος περιλαμβάνει πολλές κινεζικές εταιρείες εισηγμένες στο Χονγκ Κονγκ, καταγράφει επίσης άνοδο κατά 19%. Αυτές οι μετοχές είναι επίσης επικίνδυνα περιουσιακά στοιχεία. Απλώς τώρα φαίνονται πιο ελκυστικά από τα αμερικανικά. Η τιμή του αμερικανικού S&P 500 είναι 21 φορές υψηλότερη από τα κέρδη που αναμένουν οι συντελεστές του το επόμενο έτος. Στον Stoxx 600 της Ευρώπης είναι 15 φορές και στον Hang Seng είναι 11 φορές. Ως αποτέλεσμα, ακόμη και αν οι τιμές των μετοχών στην Ευρώπη και στο Χονγκ Κονγκ αρχίσουν επίσης να πέφτουν, θα έχουν μικρότερο περιθώριο πτώσης. Οι οικονομικές προοπτικές της Γηραιάς Ηπείρου έχουν ενισχυθεί και αυτές της Αμερικής έχουν εξασθενήσει. Στις 10 Μαρτίου η Goldman Sachs μείωσε την πρόβλεψή της για την αμερικανική ανάπτυξη το 2025 κατά 0,7 ποσοστιαίες μονάδες, στο 1,7%. Μία εβδομάδα νωρίτερα, μόλις η Γερμανία ανακοίνωσε ένα πρωτοποριακό πακέτο δημοσιονομικής τόνωσης, οι αναλυτές της τράπεζας αναβάθμισαν τις προβλέψεις τους για την ανάπτυξη της χώρας», αναφέρεται χαρακτηριστικά σε ανάλυση του Economist, η οποία βεβαίως δεν παραγνωρίζει τις προκλήσεις που διαγράφονται και στην Ευρώπη, όπως οι δημοσιονομικές πιέσεις από τη διαφαινόμενη αύξηση των δαπανών για την άμυνα, παρά τις ευκαιρίες που κατά τα άλλα δημιουργούν για την ανάπτυξη της βιομηχανίας της.

Διαβάστε ακόμη: