Η εξάπλωση της πανδημίας COVID-19 και η κατάρρευση των εισπράξεων από ταξιδιωτικές υπηρεσίες που ακολούθησε έθεσαν εκ νέου το ερώτημα σε ποιο βαθμό ο τουρισμός μπορεί να εξακολουθήσει να είναι η “βαριά βιομηχανία” της ελληνικής οικονομίας, όταν παρουσιάζει μια τέτοια μεταβλητότητα και είναι, κατά συνέπεια, πηγή αβεβαιότητας για την εξέλιξη των εσόδων από εξαγωγές.

Πανδημία και εξαγωγές – Γράφει ο Σπύρος Σταθάκης

Σύμφωνα με την Τράπεζα της Ελλάδος (ΤτΕ), η συγκεκριμένη διαταραχή που προκάλεσε η πανδημία ήταν ακραία και μη αναμενόμενη και επέδρασε αρνητικά σε μεγάλο βαθμό στο ΑΕΠ και στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών. Ωστόσο, η μεταβλητότητα των εξαγωγών, είτε του συνόλου είτε ειδικότερα των εξαγωγών ταξιδιωτικών υπηρεσιών, θα πρέπει να αξιολογείται με βάση τη συμπεριφορά των μεγεθών σε ένα πιο μακροχρόνιο πλαίσιο.

Ο στόχος της ανάλυσης της ΤτΕ είναι να προσεγγίσει τη μεταβλητότητα των εξαγωγών αγαθών και υπηρεσιών της Ελλάδος, συνολικά και για επιμέρους κατηγορίες για τη χρονική περίοδο 2002-2020, μέσω του Δείκτη στάθειας (ΔΑ – Instability Index). Ο δείκτης αυτός υπολογίστηκε με και χωρίς το έτος 2020, προκειμένου να αξιολογηθούν τα αποτελέσματα των εκτεταμένων διαταραχών λόγω της πανδημίας στο μέγεθός του.

Ο ΔΑ υπολογίστηκε και για τις άλλες χώρες του ευρωπαϊκού Νότου, όπως η Ιταλία, η Ισπανία και η Πορτογαλία, οι οποίες αντιμετώπισαν επίσης κατάρρευση των εισπράξεων από ταξιδιωτικές υπηρεσίες και σημαντική συρρίκνωση του ΑΕΠ τους το 2020 ως συνέπεια της πανδημίας.1 Σε αυτές τις χώρες οι ταξιδιωτικές υπηρεσίες –αν και σε διαφορετικό βαθμό σε καθεμιά– αποτελούν σημαντικό τμήμα των εξαγωγών υπηρεσιών.

Η Ελλάδα έχει το υψηλότερο μερίδιο καυσίμων και το χαμηλότερο μερίδιο προϊόντων μεταποίησης στις εξαγωγές αγαθών. Όσον αφορά τη σύνθεση των εξαγωγών υπηρεσιών, χαρακτηριστικό για την Ελλάδα είναι το πολύ μεγαλύτερο μερίδιο των μεταφορών στις εισπράξεις από υπηρεσίες και το πολύ χαμηλότερο μερίδιο των λοιπών υπηρεσιών, που υποδηλώνουν για την Ελλάδα μικρότερη διαφοροποίηση των πηγών εσόδων από υπηρεσίες, σε σύγκριση με τις άλλες χώρες.

Εξαγωγές: Χρονιά ρεκόρ το 2021 για την Ελλάδα με πάνω από 38 δις

Δείκτης αστάθειας και επίδραση της πανδημίας

Τα αποτελέσματα των εκτιμήσεων για την περίοδο 2002-2019 δείχνουν ότι ο ΔΑ των αγαθών δεν διαφέρει από τον ΔΑ των υπηρεσιών, συνεπώς η μεταβλητότητα στις εισπράξεις από τις εξαγωγές αγαθών δεν είναι διαφορετική από εκείνη των υπηρεσιών. Η κατηγορία των καυσίμων σημείωσε σημαντικά υψηλότερο ΔΑ συγκριτικά με τις άλλες κατηγορίες αγαθών και υπηρεσιών, γεγονός που, σε συνδυασμό με το μεγάλο μερίδιο των εξαγωγών καυσίμων στις εξαγωγές αγαθών, καθιστά το συγκεκριμένο κλάδο μεγαλύτερη πηγή αβεβαιότητας από ό,τι είναι οι εισπράξεις από ταξιδιωτικές υπηρεσίες, οι οποίες είχαν ΔΑ πολύ χαμηλότερο και στο ίδιο επίπεδο με εκείνο των εξαγωγών προϊόντων μεταποίησης.

Η κατηγορία των εξαγωγών τροφίμων και ποτών είχε το χαμηλότερο ΔΑ, ενώ οι εισπράξεις από υπηρεσίες μεταφορών έχουν, μετά τα καύσιμα, το δεύτερο σε τάξη μεγέθους ΔΑ. Επισημαίνεται ότι η τιμή του ΔΑ για τις ελληνικές εξαγωγές καυσίμων, σε σταθερές τιμές, είναι σημαντικά χαμηλότερη (0,15), από τη μεταβολή σε τρέχουσες τιμές, γεγονός που αντανακλά σε σημαντικό βαθμό τη μεταβλητότητα των διεθνών τιμών των καυσίμων. Όσον αφορά τη μεταβλητότητα των εισπράξεων από μεταφορές, που καταγράφουν υψηλότερο ΔΑ σε σύγκριση με εκείνον των εισπράξεων από ταξιδιωτικές υπηρεσίες, αυτή μπορεί να αποδοθεί εν μέρει στις διεθνείς διακυμάνσεις των ναύλων, καθώς το μερίδιο των θαλάσσιων μεταφορών στο σύνολο των σχετικών εισπράξεων είναι πολύ υψηλό (περίπου 85%).

Όταν ο δείκτης υπολογίστηκε συμπεριλαμβάνοντας και το 2020, ώστε να ληφθούν υπόψη οι μεταβολές που προκάλεσε η πανδημία, ο ΔΑ των ταξιδιωτικών εισπράξεων και κατ’ επέκταση ο ΔΑ του συνόλου των υπηρεσιών κατέγραψε σημαντική αύξηση. Οι τιμές των ΔΑ των αγαθών και των επιμέρους υπηρεσιών δεν μεταβλήθηκαν (με εξαίρεση τα καύσιμα, των οποίων ο δείκτης σημείωσε μικρή αύξηση). Συγκρίνοντας τους ΔΑ για την Πορτογαλία, την Ισπανία και την Ιταλία με εκείνους για την Ελλάδα, παρατηρείται ότι οι εξαγωγές τόσο των αγαθών όσο και των υπηρεσιών της Ελλάδος καταγράφουν υψηλότερο ΔΑ. Σε όλες τις χώρες, τα καύσιμα έχουν την υψηλότερη μεταβλητότητα, ενώ οι εξαγωγές τροφίμων και ποτών τη χαμηλότερη.

Η μεγαλύτερη τιμή του ΔΑ των εξαγωγών αγαθών για την Ελλάδα αντανακλά τη μεγαλύτερη σε σύγκριση με τις άλλες χώρες συμμετοχή των καυσίμων στις εξαγωγές αγαθών. Είναι αξιοσημείωτο ότι και σε αυτές τις χώρες η μεταβλητότητα των υπηρεσιών, όπως εκφράζεται από τους ΔΑ, δεν διαφοροποιείται σημαντικά από εκείνη των αγαθών. Τέλος, στις άλλες χώρες εκτός από την Ελλάδα, οι ΔΑ των εισπράξεων από ταξιδιωτικές υπηρεσίες είναι χαμηλότεροι από εκείνους των εξαγωγών του κλάδου της μεταποίησης, ενώ είναι παρόμοιοι με εκείνους του κλάδου τροφίμων και ποτών.

Αυξήθηκαν οι εξαγωγές, αυξήθηκε και το εμπορικό έλλειμα

Τα συμπεράσματα της ΤτΕ

Η ανωτέρω ανάλυση των δεικτών αστάθειας έδειξε ότι ο βαθμός μεταβλητότητας των εξαγωγών δεν διαφέρει σημαντικά μεταξύ αγαθών και υπηρεσιών, τόσο στην Ελλάδα (η οποία καταγράφει λίγο υψηλότερες τιμές του δείκτη) όσο και στις άλλες χώρες που εξετάστηκαν.

Ειδικότερα, η τιμή του ΔΑ που αφορά τις εισπράξεις από ταξιδιωτικές υπηρεσίες δεν έδειξε σημαντική απόκλιση από την τιμή του δείκτη για τα αγαθά. Στις άλλες χώρες του ευρωπαϊκού Νότου, στις εισπράξεις από ταξιδιωτικές υπηρεσίες παρατηρήθηκαν χαμηλότερες τιμές του ΔΑ από ό,τι στην Ελλάδα, κοντά σε εκείνες του κλάδου τροφίμων και ποτών, που έχουν τη χαμηλότερη μεταβλητότητα.

Η ανάλυση επίσης ανέδειξε ότι οι εισπράξεις από τις εξαγωγές καυσίμων αποτελεί μια σημαντική πηγή μεταβλητότητας (στην Ελλάδα και σε μικρότερο βαθμό στις άλλες χώρες, στις οποίες οι εξαγωγές καυσίμων έχουν μικρότερο μερίδιο στο σύνολο) και μπορούν να επηρεάσουν σημαντικά τις εξαγωγές αγαθών και συνεπώς το ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών, ειδικότερα λόγω των σημαντικών διακυμάνσεων των διεθνών τιμών του πετρελαίου.

Συμπερασματικά, η άποψη ότι η χώρα πρέπει να μειώσει την εξάρτησή της από τον τουριστικό κλάδο για να αποφευχθούν μελλοντικές διακυμάνσεις στις εισπράξεις από εξαγωγές δεν φαίνεται να επιβεβαιώνεται από τη συγκεκριμένη εμπειρική ανάλυση. Η αύξηση της τιμής του ΔΑ για τις ταξιδιωτικές εισπράξεις προήλθε από μια ακραία εξωγενή –μη αναμενόμενη– διαταραχή, όπως αυτή της πανδημίας, η οποία προκάλεσε σημαντική πτώση των εισπράξεων. Ωστόσο, αυτό δεν αναιρεί την ανάγκη για διαφοροποίηση όχι μόνο του τουριστικού προϊόντος (π.χ. θεματικός τουρισμός, πρωτοβουλίες για την προσέλκυση ταξιδιωτών από νέες αγορές κ.ά.) αλλά και των λοιπών εξαγωγών, ώστε να εξομαλυνθούν οι μεταβολές των συνολικών εισπράξεων.