Τριάμισι χρόνια μετά την εισβολή στην Ουκρανία, η ανθεκτικότητα της ρωσικής οικονομίας απέχει πολύ από την αρχική πρόγνωση των δυτικών κυβερνήσεων ότι οι διεθνείς κυρώσεις θα την κατέστρεφαν. Προφανώς, η πολεμική οικονομία της Ρωσίας δεν αποτελεί την ιδανική συνταγή ανάπτυξης. Ωστόσο, όσοι θεωρούσαν ότι ο Πούτιν θα αναγκαστεί να τερματίσει τον πόλεμο στην Ουκρανία για λόγους οικονομικούς, μάλλον θα πρέπει να περιμένουν.

«Ο λογαριασμός δεν έχει φτάσει ακόμη στο Κρεμλίνο», αναφέρουν εύστοχα οι οικονομολόγοι Ριμπάκοβα και Ρίσινγκερ σε ειδική μελέτη για το Atlantic Council, περιγράφοντας μια οικονομία που βρίσκεται μεταξύ στασιμότητας και στρατιωτικοποίησης, όντας αντιμέτωπη με ένα υψηλό, αλλά –μέχρι και σήμερα– διαχειρίσιμο κόστος. Ο ρυθμός ανάπτυξης στη Ρωσία ήταν λίγο πάνω από 4% του ΑΕΠ το 2024. Το 2025 επιβραδύνθηκε αξιοσημείωτα, με πρόβλεψη για μεγέθυνση από 0,5 έως 1,6% του ΑΕΠ. Περίπου στο 1% του ΑΕΠ κυμαίνεται η εκτίμηση για το 2026, σε μια οικονομία η οποία παραμένει σε θετικό πρόσημο.

Ομως, με τον πόλεμο σε εξέλιξη, η Ρωσία βάζει τα όπλα πάνω από το… βούτυρο, εξαντλώντας τα περιθώρια προς όφελος των αμυντικών έναντι των κοινωνικών δαπανών. Με ένα μοντέλο που παραπέμπει σε στρατιωτικό κεϋνσιανισμό, η ρωσική οικονομία υπερθερμαίνεται – διά της οδού των κρατικών δαπανών, η ζήτηση υπερβαίνει σταθερά την προσφορά. Ο πεισματικά υψηλός πληθωρισμός υποχρέωσε την κεντρική τράπεζα της Ρωσίας να αυξήσει τα επιτόκια έως και στο 21%, μπροστά σε μια στενή αγορά εργασίας: η ανεργία βρίσκεται λίγο πάνω από το 2%, γεγονός που προδίδει και τον εξαιρετικά περιορισμένο χώρο για περαιτέρω ανάπτυξη. Ωστόσο υπάρχουν τρεις βασικοί παράγοντες οι οποίοι συνεχίζουν να διασώζουν τη Ρωσία, παρά τα σοβαρά ζητήματα που δημιουργεί η οικονομία του πολέμου.

Πρώτον, οι υψηλές τιμές ενέργειας. Ιδίως στην πρώτη φάση του πολέμου, η αβεβαιότητα που προκλήθηκε στις αγορές εκτόξευσε τις διεθνείς τιμές στο φυσικό αέριο, γεγονός που ωφέλησε τις ρωσικές εξαγωγές, ανεξάρτητα από τη σύνθεση των εμπορικών εταίρων της Μόσχας. Οι υψηλές τιμές –οι οποίες ωθήθηκαν από την καθυστέρηση στην εφαρμογή μέτρων, όπως το ανώτατο όριο τιμών πετρελαίου του G7– στήριξαν τη ρωσική οικονομία, το ρούβλι και τον κρατικό προϋπολογισμό. Τα έσοδα της Ρωσίας από το φυσικό αέριο υπερδιπλασιάστηκαν μεταξύ 2021 και 2022, από 64 δισ. δολάρια σε 130 δισ. δολάρια, παρότι στη συνέχεια μειώθηκαν σε επίπεδα που επικρατούσαν πριν από την εισβολή στην Ουκρανία.

Δεύτερον, η συντηρητική όσο και ελλιπής εφαρμογή των δυτικών κυρώσεων εις βάρος της Μόσχας. Ως αποτέλεσμα, από τη μια πλευρά οι τιμές ενέργειας αυξήθηκαν υποστηρίζοντας τη ρωσική οικονομία, από την άλλη οι κυρώσεις δεν επιβλήθηκαν με τρόπο που να κλείνουν καθολικά στη Ρωσία τις πόρτες της οικονομικής αλληλεπίδρασης. Τον Ιούλιο του 2025, με το 18ο πλέον πακέτο κυρώσεων, η Ευρωπαϊκή Ένωση μείωσε το ανώτατο όριο τιμών για το αργό πετρέλαιο από 60 δολάρια σε 47,6 δολάρια ανά βαρέλι, εισάγοντας έναν αυτόματο μηχανισμό για την προσαρμογή του ανώτατου ορίου στις συνθήκες της αγοράς. Ωστόσο, η συμβολή παραγόντων όπως ο σκιώδης στόλος των παλαιών και ανασφάλιστων πετρελαιοφόρων της Ρωσίας λειτουργεί μέχρι και σήμερα αντισταθμιστικά – προς όφελος της ρωσικής πολεμικής μηχανής.

Τρίτον, η οικονομική συνεργασία της Ρωσίας με την Κίνα. Στο πλαίσιο μιας αμοιβαία επωφελούς σχέσης, το Πεκίνο έχει χρησιμεύσει ως σανίδα σωτηρίας για τη Μόσχα, η οποία προμηθεύει την Κίνα με φθηνή ενέργεια και πρώτες ύλες διασφαλίζοντας έσοδα για τα ταμεία της. Το 2023, το Κρεμλίνο ήταν ο κορυφαίος εφοδιαστής αργού πετρελαίου της Κίνας, η οποία με τη σειρά της προμηθεύει τη Ρωσία με προϊόντα που είναι απαραίτητα για τη λειτουργία της πολεμικής οικονομίας, όπως μηχανήματα και εξαρτήματα σε μια σειρά από τομείς.

Στον αντίποδα, οι προκλήσεις για τη Ρωσία ενισχύονται μέσα από πρόσφατες εξελίξεις όπως οι μειούμενες τιμές του πετρελαίου εν μέσω της διεθνούς υπερπροσφοράς, η απροθυμία της Κίνας να εισάγει περισσότερο ρωσικό αέριο σε συνάρτηση με τις ανάγκες της οικονομίας της, οι νεότερες κυρώσεις των ΗΠΑ και της Ε.Ε. στον ρωσικό ενεργειακό τομέα, αλλά και οι τακτικές ουκρανικές επιθέσεις σε ρωσικές εγκαταστάσεις επεξεργασίας υδρογονανθράκων. Ομως κανένα από αυτά τα προβλήματα δεν φαίνεται να είναι μόνιμο ή ανυπέρβλητο για τη Μόσχα. Μπορεί να βρίσκεται μπροστά σε ένα σκηνικό συσσωρευμένων προκλήσεων που υπονομεύουν το μέλλον της οικονομίας της, όμως φαίνεται πως «ο λογαριασμός αργεί ακόμη να φτάσει στο Κρεμλίνο».

Διαβάστε ακόμη: