Οι πρόσφατοι ελιγμοί του Πάτρικ Ντράχι, του Ιρλανδού μεγιστάνα Πολ Κόλσον και άλλων για να διατηρήσουν τον έλεγχο των εταιρειών τους μετά από επίπονες συνομιλίες αναδιάρθρωσης του χρέους τους υποδεικνύουν πως τα πράγματα στην ευρωπαϊκή αγορά αλλάζουν. Καθώς οι δασμοί του Ντόναλντ Τραμπ αυξάνουν τον κίνδυνο δημιουργίας οικονομικών προβλημάτων σε παγκόσμιο επίπεδο, οι επενδυτές χρέους προετοιμάζονται για περισσότερες σκληρές αντιπαραθέσεις με τους Ευρωπαίους ιδρυτές εταιρειών.
Η Altice France SA του Ντράχι είναι το χαρακτηριστικό παράδειγμα μιας επιχείρησης μη επενδυτικής βαθμίδας που δανείστηκε μαζικά την εποχή του φθηνού χρήματος και στη συνέχεια κατέρρευσε καθώς τα επιτόκια παρέμειναν υψηλότερα. Ώθησε, μάλιστα, τους πιστωτές στο σημείο να ορκιστούν ότι δε θα στηρίξουν ποτέ ξανά έναν δισεκατομμυριούχο μετά από μια σειρά επιθετικών κινήσεων τις οποίες αυτός πραγματοποίησε.
Παρ’ όλα αυτά, ο Ντράχι σύναψε συμφωνία με τους κατόχους χρέους ύψους 24 δισεκατομμυρίων ευρώ της Altice France, η οποία θα του επιτρέψει να διατηρήσει το 55% του πλειοψηφικού πακέτου χωρίς να βάλει ούτε μια δεκάρα από τα δικά του κεφάλαια. Σε αντάλλαγμα για ένα μερίδιο 45% και λίγα -σχετικά- μετρητά, οι πιστωτές θα διαγράψουν χρέος ύψους 8,6 δισ. ευρώ. Η απόκτηση ενός μεγάλου κομματιού μετοχικού κεφαλαίου είναι ένα είδος νίκης, αλλά οι μη εξασφαλισμένοι δανειστές έπρεπε να υποστούν ζημία 80% ως μέρος της συμφωνίας.
Δεν είναι ο μόνος που θα βγει λαβωμένος αλλά απτόητος από μία τέτοια συμφωνία. Ο Κόλσον εξακολουθεί να βρίσκεται σε συζητήσεις με τους πιστωτές, όπου στοχεύει να διατηρήσει το μερίδιό του στην Ardagh Metal Packaging χωρίς να επενδύσει νέα κεφάλαια. Η πλούσια σουηδική οικογένεια των Αφ Γιόνικ εισφέρει 25 εκατ. ευρώ από τα δικά της μετρητά στον όμιλο καλλυντικών Oriflame Holding AG, διατηρώντας την πλήρη ιδιοκτησία της, ακόμη και όταν οι ομολογιούχοι πρέπει να διαγράψουν τα δύο τρίτα της έκθεσής τους.
Η στρατηγική αυτή, με ονομασία Liability-Management Exercise (LME) έχει ανθήσει στις ΗΠΑ τον τελευταίο χρόνο, καθώς οι κάτοχοι private equity εκμεταλλεύονται τη χαλαρή νομική διατύπωση των όρων του χρέους για να επιβάλουν συμφωνίες αναχρηματοδότησης εταιρειών εις βάρος των υφιστάμενων δανειστών. Οι ευρωπαϊκές εταιρείες ήταν πιο επιφυλακτικές στο να αποξενώσουν τους πιστωτές τους, αλλά η Γηραιά Ήπειρος διαφέρει, αφού πολλές από τις εταιρείες της που έχουν αξιολογηθεί ως «junk» ανήκουν στους ίδιους τους ιδρυτές τους.
Σε μια κλασική διαδικασία διευθέτησης του χρέους, οι πιστωτές αναλαμβάνουν τη διοίκηση αν οι μέτοχοι δε συνεισφέρουν. Όμως η άνοδος της δημοφιλίας των LME στις ΗΠΑ και η μίμηση της στρατηγικής από ορισμένες από τις μεγαλύτερες ευρωπαϊκές εταιρείες με αξιολόγηση junk, σημαίνει ότι οι κανόνες αλλάζουν.
Στο πλαίσιο των συμφωνιών αναδιάρθρωσης που διαπραγματεύονται οι Ντράχι και Κόλσον, τα μόνα νέα κεφάλαια που έχουν προσφέρει προέρχονται από την επανεισαγωγή περιουσιακών στοιχείων που είχαν αποσπάσει από τους πιστωτές.
Ο Ντράχι θα συνεισφέρει μέρος των 1,55 δισ. ευρώ που έλαβε από την πώληση θυγατρικών. Αυτές αποτελούσαν μέρος μιας λεγόμενης drop-down συναλλαγής – μια τακτική που έγινε διάσημη κατά τη διάρκεια των συμφωνιών χρέους της J Crew πριν από σχεδόν μια δεκαετία – όταν η Altice δήλωσε ότι τα περιουσιακά στοιχεία δε δεσμεύονταν από τους όρους χρέους της και θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν ως εγγύηση για νέο δανεισμό.
Τέτοιες κινήσεις αποτελούν ένα ισχυρό διαπραγματευτικό εργαλείο. Η Altice είχε πολλά τέτοια εργαλεία και οι πιστωτές το γνώριζαν. Στο τέλος, υπήρξε μια συναινετική συμφωνία, από την οποία ο Ντράχι βγήκε κερδισμένος. Στην περίπτωση της Ardagh, ο Κόλσον προχώρησε πέρυσι σε πλήρες drop-down. Άντλησε πάνω από 1 δισεκατομμύριο δολάρια νέου χρέους από την Apollo Global Management Inc. χρησιμοποιώντας ως εγγύηση περιουσιακά της στοιχεία, συμπεριλαμβανομένης της συμμετοχής της στην Ardagh Metal Packaging.
Τώρα, στο πλαίσιο μιας ξεχωριστής και πληρέστερης αναδιάρθρωσης, η Ardagh επιδιώκει να συγκεντρώσει μετρητά για να αποπληρώσει την Apollo και να μεταφέρει το μερίδιο της στη σε μια νέα οντότητα που ελέγχεται από τον Κόλσον.
Η συμφωνία της Oriflame και της οικογένειας Αφ Γιόνικ ακολούθησε παρόμοια πορεία. Πρώτα εκμεταλλεύτηκαν τη χαλαρή νομική διατύπωση για να μετακινήσουν τέσσερις θυγατρικές εκτός της εμβέλειας των ομολογιούχων και το χρησιμοποίησαν ως μοχλό πίεσης για να αποσπάσουν γενναιόδωρους όρους. Οι πιστωτές αντέδρασαν γρήγορα και οι διαπραγματεύσεις ξεκίνησαν άμεσα, σύμφωνα με πληροφορίες του Bloomberg.
Η τελική συναλλαγή επέτρεψε στους μετόχους να διατηρήσουν το σύνολο της εταιρείας, ενώ παράλληλα επέστρεψαν τα περιουσιακά στοιχεία που είχαν αποσπάσει. Οι ομολογιούχοι με επικεφαλής την Blantyre Capital και την Tresidor Investment Management θα διαγράψουν το μεγαλύτερο μέρος του χρέους τους. Σε αντίθεση με τους Ντράχι και Κόλσον, οι Αφ Γιόνικ θα επενδύσουν 25 εκατ. ευρώ από δικά τους χρήματα, ενώ οι πιστωτές προσθέτουν 25 εκατ. ευρώ νέου χρέους.
Μια άλλη διαφορά μεταξύ αυτών των αναχρηματοδοτήσεων και των πιο τυπικών LME είναι ότι οι πιστωτές εντός της ίδιας κατηγορίας αντιμετωπίστηκαν σε μεγάλο βαθμό ισότιμα. Στον κόσμο του «διαίρει και βασίλευε» των αναχρηματοδοτήσεων στις ΗΠΑ, οι μεγάλοι δανειστές συχνά ξεκινούν αποκλειστικές συνομιλίες με έναν ιδιοκτήτη εταιρείας εις βάρος εκείνων που μένουν εκτός της συμφωνίας.
Για ορισμένους, οι απρόβλεπτες κινήσεις των ιδιοκτητών και η προθυμία τους να χρησιμοποιούν τις τυποποιημένες τεχνικές των LME μόνο και μόνο ως μέσο για να ασκήσουν πίεση στους πιστωτές, περιπλέκει τα πράγματα, ιδιαίτερα στην Ευρώπη.
«Αυτό που έχουμε δει μέχρι στιγμής είναι ότι η αδυναμία της τεκμηρίωσης – η οποία είναι εξίσου κακή εδώ όσο και στις ΗΠΑ, αν όχι χειρότερη, χρησιμοποιείται ως πολύ ισχυρή διαπραγματευτική θέση», δήλωσε πρόσφατα ο Ρούντι Σινγκ, ιδρυτής της Aptior Capital και ειδικός σε θέματα προβληματικών χρεών, στο Bloomberg.
Διαβάστε ακόμη:
- Πέθανε ο Πάπας Φραγκίσκος – Σε πένθος η Καθολική Εκκλησία
- Κυριάκος Μητσοτάκης για 21η Απριλίου: «Η ιστορική μνήμη γίνεται ώριμη δύναμη»
- Άρης Μουγκοπέτρος: Υπέστη σοβαρό τραυματισμό από έκρηξη κροτίδας
- Προαστιακός Δυτικής Αττικής: Έως τις Αρχές του 2027 σε λειτουργία – Ποιους σταθμούς θα περιλαμβάνει