Σημαντική παραμένει η φορολογική επιβάρυνση που συνοδεύει την αγορά ακινήτου, σε μια περίοδο που ενδεχομένως θα έπρεπε να διευκολύνεται η πρόσβαση, ειδικά για ανθρώπους χαμηλότερων εισοδημάτων. Παρότι ο φόρος μεταβίβασης είναι από τους χαμηλότερους πανευρωπαϊκά και ιδίως για όσους αγοράζουν πρώτη κατοικία είναι σχεδόν μηδενικός, εντούτοις τα υπόλοιπα έξοδα που συνοδεύουν την απόκτηση κατοικίας και τα οποία επιβαρύνουν σχεδόν αποκλειστικά τον αγοραστή, καθιστούν την αγορά κατοικίας ιδιαίτερα δαπανηρή διαδικασία, πέραν της ίδιας της τιμής αγοράς.
Στο πλαίσιο αυτό, σημειώνει ρεπορτάζ της Καθημερινής, ίσως θα έπρεπε να υπάρξουν κάποιες πρόσθετες παρεμβάσεις, ιδίως για τους
, μέσω της μείωσης κάποιων τελών, όπως για παράδειγμα το κόστος εγγραφής στο κτηματολόγιο, που για έναν αγοραστή που λαμβάνει και δάνειο θα πρέπει να καταβληθεί εις διπλούν, μία όταν αποκτά το δικαίωμα από τον πωλητή και μία όταν εγγράφει την προσημείωση για λογαριασμό της τράπεζας.
Αυτό αποδεικνύεται και από το γεγονός ότι σε σύγκριση με την υπόλοιπη Ευρώπη η Ελλάδα «φιγουράρει» μεταξύ των υψηλότερων θέσεων σε ό,τι αφορά τις επιβαρύνσεις που συνοδεύουν την απόκτηση κατοικίας. Συγκεκριμένα, με βάση τα στοιχεία της Global Property Guide, ένας αγοραστής από το εξωτερικό ή όποιος Έλληνας αγοραστής δεν έχει απαλλαγή λόγω πρώτης κατοικίας, θα πρέπει να υπολογίζει ότι ένα ποσοστό από 6% έως 8,5% της αξίας του ακινήτου αφορά τα έξοδα μεταβίβασης. Αυτό σημαίνει ότι για την αγορά κατοικίας αξίας 300.000 ευρώ, ενδέχεται να απαιτηθούν επιπλέον 25.500 ευρώ για να ολοκληρωθεί η αγοραπωλησία.
Αυτό τοποθετεί την Ελλάδα σε μία από τις δέκα ακριβότερες αγορές ακινήτων στην Ευρώπη. Το μεγαλύτερο κόστος είναι ο φόρος μεταβίβασης, ο οποίος διαμορφώνεται σε 3% επί της αξίας του ακινήτου. Ωστόσο, εφόσον πρόκειται για αγορά πρώτης κατοικίας, υπάρχει απαλλαγή για τα πρώτα 200.000 ευρώ της αξίας, εφόσον πρόκειται για άγαμο και 250.000 ευρώ για έγγαμο αγοραστή, ενώ το ποσό της απαλλαγής προσαυξάνεται κατά 25.000 ευρώ για κάθε εξαρτώμενο τέκνο για τα πρώτα δύο παιδιά και κατά 30.000 ευρώ για το τρίτο παιδί. Έτσι, ένας έγγαμος με δύο παιδιά απαλλάσσεται πλήρως του φόρου μεταβίβασης μέχρι του ποσού των 300.000 ευρώ κι ένας τρίτεκνος μέχρι και των 330.000. Εφόσον η αξία του ακινήτου υπερβαίνει το ποσό αυτό, επιβάλλεται φόρος 3% στο επιπλέον ποσό. Αν, για παράδειγμα, το κόστος του ακινήτου είναι 400.000 ευρώ και η απαλλαγή 300.000 ευρώ (για οικογένεια με δύο παιδιά), επιβάλλεται φόρος 3% επί των 100.000 ευρώ, ήτοι 3.000 ευρώ.
Η απαλλαγή παρέχεται μια φορά και μόνο αν ο αγοραστής ή η/ο σύζυγος δεν έχει στην κυριότητά του άλλη κατοικία που καλύπτει τις στεγαστικές ανάγκες. Στο σημείο αυτό θα πρέπει να υπάρξει ιδιαίτερη προσοχή, καθώς η φορολογική αρχή θεωρεί ότι οι στεγαστικές ανάγκες ενός άγαμου ή έγγαμου καλύπτονται με ακίνητο 70 τ.μ. και προσαυξάνονται κατά 25 τ.μ. για τα πρώτα δύο τέκνα. Ετσι, αν υπάρχει ήδη στην κατοχή κάποιου μέλους του ζευγαριού ένα ακίνητο π.χ. 75 τ.μ., τότε εκλαμβάνεται ως πρώτη κατοικία κι επομένως χάνεται η απαλλαγή του φόρου μεταβίβασης.
Εκτός από τον φόρο μεταβίβασης, θα πρέπει να υπολογιστούν επίσης μεσιτικά έξοδα, εφόσον έχει μεσολαβήσει κάποιος μεσίτης, τα οποία είθισται να κυμαίνονται από 1% έως 2% επί της αξίας για τον αγοραστή (κι άλλο τόσο για τον πωλητή), αν και το ποσοστό ορίζεται ελεύθερα από κάθε μεσιτικό γραφείο και αναγράφεται στην εντολή υπόδειξης του ακινήτου, που υπογράφει κάθε ενδιαφερόμενος αγοραστής στο πλαίσιο της αναζήτησης αγοράς κατοικίας.
Παράλληλα, το κόστος εγγραφής του ακινήτου στο κτηματολόγιο είναι υποχρεωτικό εφόσον αλλάζει ο ιδιοκτήτης. Αυτό διαμορφώνεται συνήθως στο 0,475% της αξίας, που μπορεί να χρειαστεί να γίνει εις διπλούν, εφόσον απαιτηθεί και εγγραφή προσημείωσης από την τράπεζα (αν υπάρχει τραπεζική χρηματοδότηση). Επίσης, ο αγοραστής επιβαρύνεται με το κόστος των συμβολαιογραφικών, που κυμαίνεται συνήθως από 0,8%-1,2% της αξίας του ακινήτου, όπως και με αμοιβή δικηγόρου, που επίσης διαμορφώνεται πέριξ του 1% της αξίας του ακινήτου.
Επομένως, όπως γίνεται σαφές, η απόκτηση κατοικίας συνοδεύεται από σημαντικά πρόσθετα έξοδα, που θα πρέπει να λαμβάνονται υπόψη πριν οριστικοποιηθεί κάποια συμφωνία. Στη σημερινή περίοδο, ένας καταρτισμένος και συνεπής συμβολαιογράφος, αλλά και δικηγόρος, αποτελούν σημαντικούς «συμμάχους» για κάθε αγοραστή, με δεδομένη την πολυπλοκότητα της νομοθεσίας και μπορούν να καθοδηγήσουν (όπως και ο μεσίτης) και τις δύο πλευρές, προκειμένου να ολοκληρωθεί η αγοραπωλησία.
Διαβάστε ακόμη:
- Στην τελική ευθεία το νέο κόμμα του Αλέξη Τσίπρα: Τα επόμενα βήματα
- Μαρία Σολωμού: Εγώ έκανα πάντα την πρώτη κίνηση, έχει τύχει να στείλω σφηνάκι και να συστηθώ
- Κάμερες στην Αττική: Πού θα βρίσκονται 388 συσκευές – Ποιες παραβάσεις θα καταγράφουν
- Αλτσχάιμερ: 41χρονος αποκαλύπτει το πρώτο σύμπτωμα που αγνόησε και «μαρτύρησε» τη νόσο