Στο κοινοβούλιο απευθήνθηκε η κεντρική τράπεζα της Σουηδίας (Riksbank) με αίτημα την ενίσχυση των ιδίων κεφαλαίων στο βασικό επίπεδο που προβλέπει η νομοθεσία, καθώς η τράπεζα καταγράφει λογιστικές απώλειες  από το χαρτοφυλάκιο των ομολόγων της ενώ η φθίνουσα χρήση των μετρητών στην σκανδιναβική χώρα «σφίγγει» την ροή εσόδων για το κεντρικό ίδρυμα.

Η κεντρική τράπεζα θα χρειαστεί «ένεση» κεφαλαίων αξίας  43,7 δισ. σουηδικών κορωνών (4,1 δισεκατομμύρια δολάρια) ώστε το ύψος των ιδίων κεφαλαίων της να ανέλθει στο βασικό επίπεδο που προβλέπει η νομοθεσία.  «Η Riksbank υπέβαλε σήμερα στη Riksdag» αναφέρει η ανακοίνωση της κεντρικής τράπεζας «πρόταση για την επαναφορά των ιδίων κεφαλαίων στο θεσμοθετημένο βασικό επίπεδο που προβλέπεται στο νόμο Sveriges Riksbank. Η πρόταση περιλαμβάνει εισφορά κεφαλαίου ύψους 43,7 δισ. SEK (σουηδικών κορώνων) το 2024. Η υποβολή γίνεται σύμφωνα με το νέο νόμο για την Riksbank, ο οποίος τέθηκε σε ισχύ την 1η Ιανουαρίου 2023.»

Στο μεγαλύτερο ποσοστό οι απώλειες της Riksbank είναι κυρίως λογιστικές αλλά αποτυπώνονται στο ίδια κεφάλαια της κεντρικής τράπεζας που έχουν πλέον αρνητικό πρόσημο.

Σύμφωνα με την κεντρική τράπεζα η ζημιά «προκλήθηκε από την απότομη αύξηση των επιτοκίων εκείνο το έτος τόσο στη Σουηδία όσο και στο εξωτερικό λόγω της ραγδαίας αύξησης του πληθωρισμού. Τα υψηλότερα επιτόκια μείωσαν την αγοραία αξία των ομολόγων της Riksbank σε σουηδικές κορώνες και ξένο νόμισμα σε επίπεδο χαμηλότερο από το κόστος κτήσης τους. Αυτή η μη πραγματοποιηθείσα ζημία προκάλεσε τη μείωση των ιδίων κεφαλαίων της Riksbank και τη μετατροπή τους σε αρνητικά.»

«Ένα αρνητικό μετοχικό κεφάλαιο δεν επηρεάζει την ικανότητα της Riksbank να ασκεί νομισματική πολιτική βραχυπρόθεσμα» αναφέρει στη δήλωση του ο διοικητής Έρικ Θεντέεν. «Αλλά για να διατηρηθεί η εμπιστοσύνη σε μια ανεξάρτητη νομισματική πολιτική μακροπρόθεσμα, είναι απαραίτητο η Riksbank να είναι οικονομικά ανεξάρτητη, δηλαδή να διαθέτει επαρκή ίδια κεφάλαια και κέρδη για να καλύψει το κόστος της».

Η φθίνουσα χρήση μετρητών και η απώλεια εσόδων

Ένα επιπλέον πρόβλημα για τη Riksbank είναι ότι η φθίνουσα χρήση χαρτονομισμάτων και κερμάτων από τη Σουηδία έχει στενέψει ένα κανάλι ροής εσόδων.

Μια συνήθης πηγή εσόδων για τις κεντρικές τράπεζες είναι το seignorage. Οι κεντρικές τράπεζες έχουν το μονοπώλιο της έκδοσης τραπεζογραμματίων και κερμάτων, ενώ το κόστος κοπής και εκτύπωσης αυτών είναι σχετικά χαμηλό. Πρόκειται για μια άτοκη χρηματοδότηση των περιουσιακών στοιχείων της κεντρικής τράπεζας που συμβάλλει στη δημιουργία κέρδους. Ωστόσο, η χαμηλή χρήση μετρητών στη Σουηδία καθιστά την αποκατάσταση των ιδίων κεφαλαίων πιο δύσκολη για την Riksbank από ό,τι για πολλές άλλες κεντρικές τράπεζες.

«Η Riksbank προτείνει τώρα την αποκατάσταση των ιδίων κεφαλαίων σύμφωνα με τον νόμο περί Riksbank, αλλά μακροπρόθεσμα η Riksbank πρέπει να ενισχύσει την αυτοχρηματοδότησή της προκειμένου να διατηρήσει την οικονομική της ανεξαρτησία», λέει ο Erik Thedéen.

Ο ισολογισμός της Riksbank συρρικνώνεται τώρα με ταχείς ρυθμούς, αλλά παραμένει μεγάλος. Ακόμη και αν τα ίδια κεφάλαια αποκατασταθούν στο νόμιμο βασικό επίπεδο το 2024, το φετινό αποτέλεσμα θα είναι πολύ ευαίσθητο στις μεταβολές των επιτοκίων και των συναλλαγματικών ισοτιμιών. Συνεπώς, υπάρχει κίνδυνος να προκύψουν νέες ζημίες και να οδηγήσουν τα ίδια κεφάλαια της Riksbank να πέσουν και πάλι κάτω από το βασικό επίπεδο ήδη στις αρχές του 2025. «Για να μετριαστούν αυτοί οι κίνδυνοι, μια εναλλακτική λύση θα μπορούσε να είναι η κατανομή της αποκατάστασης σε δύο έτη, έτσι ώστε τα ίδια κεφάλαια της Riksbank να αποκατασταθούν το 2025 στο βασικό επίπεδο που ίσχυε τότε. Αυτό θα παρείχε μια πιο σταθερή βάση για την Riksbank ώστε να δημιουργήσει ίδια κεφάλαια στο επίπεδο-στόχο μακροπρόθεσμα.» αναφέρει η ανακοίνωση της τράπεζας

Οι απώλειες των κεντρικών τραπεζών

Οι κεντρικές τράπεζες στις δύο όχθες του Ατλαντικού πληρώνουν το τίμημα της νομισματικής πολιτικής τους, που οδήγησε τα επιτόκια σε υψηλότερα επίπεδα εδώ και δύο δεκαετίες και καταγγράφουν  απώλειες στους ισολογισμούς τους. Σε αντίθεση με τις εμπορικές τράπεζες που η αύξηση των επιτοκίων οδήγησε υψηλότερα την κερδοφορία τους από τη διαφορά τόκων καταθέσεων και δανείων, οι κεντρικές τράπεζες καλούνται να πληρώσουν υψηλότερους τόκους στις εμπορικές τράπεζες για την κατάθεση των αποθεματικών. Παράλληλα η μείωση των ισολογισμών τους στο πλαίσιο της ποσοτικής σύσφιγξης φέρνει λιγότερα έσοδα από τα περιουσιακά στοιχεία των χαρτοφυλακίων τους. Η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα ήταν η πρώτη που ανακοίνωσε τις μεγαλύτερες ζημιές στην ιστορία της. Ακολούθησαν οι κεντρικές τράπεζες της Γερμανίας και της Ολλανδίας.

Η Ομοσπονδιακή Τράπεζα των ΗΠΑ κατέγραψε κι αυτή τη μεγαλύτερη λειτουργική ζημιά στην ιστορία της το 2023 , η οποία διαμορφώθηκε σε 114,3 δισ. δολάρια με αποτέλεσμα να μη μπορεί να καταβάλει τα εμβάσματα που προβλέπονται στο ταμείο της Ομοσπονδιακής Κυβέρνησης.