Ήταν μια νύχτα Ιουλίου του 1983 που έμεινε χαραγμένη στη μνήμη όσων τη βίωσαν, ένα ιστορικό μουσικό γεγονός που δεν είχε προηγούμενο στην Ελλάδα. Το “Πάρτι στη Βουλιαγμένη” δεν ήταν απλώς μια συναυλία, αλλά ένα εμβληματικό γεγονός που συνδύαζε τη μουσική, την κοινωνία και το φυσικό τοπίο με έναν μοναδικό τρόπο. Σαράντα δυο χρόνια μετά, η πλαζ της Βουλιαγμένης παραμένει στο επίκεντρο, με την έναρξη του διαγωνισμού της ΕΤΑΔ  να συγκεντρώνει το ενδιαφέρον όλων.

Η ιστορία της συναυλίας ξεκινάει με μια πρωτόγνωρη εικόνα. Η απόσταση από την Αθήνα μέχρι τη Βουλιαγμένη ξεπερνούσε τις 2,5 ώρες, αλλά αυτό δεν εμπόδισε το πλήθος να φτάσει στην παραλία. Η παραλιακή λεωφόρος ήταν γεμάτη από αυτοκίνητα και η ουρά φαινόταν ατελείωτη. Η είδηση για το ιστορικό μουσικό γεγονός μεταδόθηκε από το ραδιόφωνο της ΕΡΤ, το οποίο μετέφερε ζωντανά τις εξελίξεις με τον Γιάννη Πετρίδη να παρουσιάζει τη βραδιά.

Η συναυλία είχε τίμημα 300 δραχμές το εισιτήριο και συγκέντρωσε πάνω από 85.000 ανθρώπους, αν όχι 100.000, οι οποίοι γέμισαν την ακροθαλασσιά και το χώρο γύρω από την πλαζ. Μερικοί φορούσαν μαγιό, άλλοι ρούχα, αλλά όλοι είχαν τον ίδιο σκοπό: να διασκεδάσουν και να απολαύσουν μοναδικές μουσικές στιγμές. Ακούγονταν οι ήχοι του Κηλαηδόνη, του Μάνου, του Σαββόπουλου, του Ζορμπαλά, του Νταλάρα και άλλων αγαπημένων καλλιτεχνών, ενώ το πλήθος έπαιζε ρακέτες και μπάλα ή έκανε βουτιές στη θάλασσα.

Μέσα στην πανδαισία του Ιουλιανού φεγγαριού, οι παρευρισκόμενοι ξάπλωσαν στην άμμο, ήπιαν, ερωτεύτηκαν και μερικοί κοιμήθηκαν εκεί, για να επιστρέψουν το επόμενο πρωί με τα πρώτα λεωφορεία. Ο Λουκιανός Κηλαηδόνης, ο εμπνευστής της βραδιάς, είχε ένα όνειρο: να δημιουργήσει ένα ανοιχτό και ανεπίσημο πάρτι, γεμάτο κέφι και χαρά, κάτω από τον καλοκαιρινό ουρανό. Όπως είχε πει, ήθελε να φέρει το κοινό σε επαφή με την τέχνη και τη φύση με έναν καινούργιο τρόπο.

Το πάρτι στη Βουλιαγμένη ήταν το πρώτο μουσικό γεγονός που πραγματοποιήθηκε σε έναν φυσικό χώρο και όχι σε γήπεδο ή ανοιχτό τσιμεντένιο θέατρο, όπως γινόταν μέχρι τότε. Η σκηνή ήταν τοποθετημένη πάνω σε μια φορτηγίδα, που χρησιμοποιούνταν για τη μεταφορά προϊόντων στον Οργανισμό Λιμένα Πειραιώς. Αυτός ο τρόπος παρουσίασης των καλλιτεχνών στον ανοιχτό αέρα, κοντά στη θάλασσα, αποτελούσε μια ρηξικέλευθη κίνηση.

Η βραδιά άνοιξε με τη συμμετοχή της Νέλης Σεμιτέκολο, η οποία έπαιξε ραγκτάιμ, και της big band του Μανώλη Μικέλη που παρουσίασε ζωντανή τζαζ μουσική, δημιουργώντας μια ατμόσφαιρα παρεΐστικη και ζωντανή. Στη συνέχεια, το κέφι ανέβηκε κατακόρυφα όταν οι διάσημοι καλλιτέχνες ανέβηκαν στη σκηνή, ενώ το κοινό ενθουσιασμένο συνέχιζε να χορεύει και να τραγουδά.

Ωστόσο, η βραδιά δεν ήταν χωρίς απρόοπτα. Ορισμένοι από τους παρευρισκόμενους έφτασαν χωρίς εισιτήριο και δημιούργησαν αναταραχή στην είσοδο, με την αστυνομία και την περιφρούρηση να αδυνατούν να ελέγξουν τη κατάσταση. Παρά τη σύγχυση, η διάθεση παρέμεινε ανεβασμένη, και η βραδιά συνεχίστηκε με αμείωτο κέφι. Όταν η συναυλία ολοκληρώθηκε, το κοινό δεν ήθελε να αποχωρήσει, και η διασκέδαση συνεχίστηκε μέχρι το πρωί, με βουτιές στη θάλασσα και γέλια.

Με την επόμενη μέρα, ο Τύπος έγραψε για το πάρτι στη Βουλιαγμένη, αν και επικρίνοντας τους διοργανωτές για την ταλαιπωρία που υπήρξε λόγω της αθρόας προσέλευσης του κόσμου. Ο ίδιος ο Κηλαηδόνης, με το χαρακτηριστικό του χιούμορ, αναφέρθηκε στην απογοήτευσή του για την ταλαιπωρία των φιλάθλων, αλλά εξήγησε ότι ο ίδιος δεν μπορούσε να προβλέψει την τεράστια συμμετοχή.

ΤΟ ΠΑΡΤΥ ΣΤΗ ΒΟΥΛΙΑΓΜΕΝΗ

Η συναυλία αυτή, εκτός από την έντονη κοινωνική και πολιτιστική σημασία της, αποτέλεσε και το εφαλτήριο για μια νέα εποχή στη μουσική σκηνή της χώρας. Οι συναυλίες σε φυσικούς χώρους έγιναν γρήγορα μόδα, και το πάρτι στη Βουλιαγμένη αποτέλεσε το παράδειγμα προς μίμηση. Σαράντα δυο χρόνια μετά, το όνομα της Βουλιαγμένης και η εικόνα εκείνης της νύχτας εξακολουθούν να έχουν μια μοναδική θέση στην ιστορία της ελληνικής μουσικής σκηνής.

Και αν σήμερα περιμένουμε τη δημοπρασία της πλαζ της Βουλιαγμένης, αυτό το γεγονός, που διαδραματίστηκε στην καρδιά του καλοκαιριού του ’81, παραμένει ζωντανό στη μνήμη των ανθρώπων που το έζησαν και συνεχίζει να ενέχει μια αίσθηση αθωότητας και ελευθερίας, χαρακτηριστική της εποχής του.

Διαβάστε ακόμη: