TO BIBΛΙΟ της έχει τίτλο “Paris: The Memoir” και είναι μια ματιά στον τρόπο ζωής των πλούσιων και διάσημων, ένα δώρο για τους αφοσιωμένους θαυμαστές της, τους επονομαζόμενους Little Hiltons, και μια τρομακτική αφήγηση μιας ζωής γεμάτης εκμετάλλευση και κακοποίηση. Είναι επίσης ένα εγχειρίδιο για το πώς να κατασκευάζεις τον εαυτό σου για δημόσια κατανάλωση, μια δεξιότητα στην οποία η Χίλτον παραμένει αθάνατη ιδιοφυΐα και μια πρακτική που η ίδια συνέβαλε σε μεγάλο βαθμό να αναδειχτεί σε κομμάτι της mainstream αμερικανικής κουλτούρας μέσω μιας κατεστημένης πλέον διαδικασίας αδιάκοπων αναρτήσεων, σχολίων, αγορών, πωλήσεων.
Πάνω απ’ όλα, η Πάρις Χίλτον είναι μια performance artist. Αυτός είναι ο όρος που χρησιμοποιεί και η ίδια για τον εαυτό της και είναι εύστοχος. «Φοράμε μια μάσκα όταν εμφανιζόμαστε στο κοινό και παίζουμε έναν χαρακτήρα ή απλά είμαστε αυτό που οι άνθρωποι θέλουν να είμαστε ή αυτό που προβάλλουν πάνω μας, με τον τρόπο που κάποιοι από τους φίλους μου παίζουν έναν χαρακτήρα σε κάποια τηλεοπτική εκπομπή», λέει. «Οι φωνές των ανθρώπων όταν παίζουν αυτόν τον ρόλο είναι διαφορετικές. Είναι εντελώς διαφορετικές».
Η σημαντικότερη αποκάλυψη του βιβλίου της είναι το πόσο καλή είναι στο να τα κάνει όλα αυτά – να δημιουργεί έναν χαρακτήρα, να τον υποδύεται, να τον πουλάει. Ερμήνευσε μια Πάρις Χίλτον για 20 χρόνια και τώρα ερμηνεύει μια πιο ισορροπημένη, πιο ώριμη εκδοχή της.
Το Αστέρι, όπως την αποκαλεί ο πατέρας της, γεννήθηκε στη Νέα Υόρκη το χειμώνα του 1981. Μεγάλωσε ως κληρονόμος της διάσημης αλυσίδας ξενοδοχείων, ως λάτρης των μικρών ζώων (αρουραίοι, κουνάβια, τσιουάουα) και ως αγοροκόριτσο, βιώνοντας το σχολείο ως εφιάλτη (πάσχει από Σύνδρομο Διάσπασης Προσοχής και δεν την ενδιαφέρουν καθόλου οι ακαδημαϊκές επιδόσεις). Ζωντάνεψε μέσα στο λαμπερό και θορυβώδες περιβάλλον των κλαμπ, στα οποία άρχισε να συχνάζει σε ηλικία 12 ετών.
Το Χαζό Κορίτσι, όπως αποκαλεί η ίδια τον εαυτό της στις πιο σκοτεινές στιγμές της, γεννήθηκε στη Νέα Υόρκη κατά την εφηβεία της. Οι γονείς της φοβήθηκαν ότι θα κατέληγε νεκρή αν συνέχιζε να βγαίνει κρυφά έξω κάθε βράδι. Σύμφωνα με τη δική της αφήγηση, την απήγαγαν από το ίδιο της το κρεβάτι μέσα στη νύχτα και τη μετέφεραν σε ένα πολυτελές αναμορφωτήριο στην Καλιφόρνια, όταν ήταν 16 ετών. Θυμάται ότι παρέμεινε σε κακοποιητικά ιδρύματα σαν αυτό για τους επόμενους 17 μήνες περίπου – μέρη όπου την χτυπούσαν, την εξευτέλιζαν, της έκαναν σωματικό έλεγχο και την κακοποιούσαν σεξουαλικά.
Δυο-τρεις φορές δραπέτευσε. Κάποια στιγμή, οι γονείς της την εντόπισαν και την παγίδευσαν σε ένα εστιατόριο, οκτώ πολιτείες μακριά από το ίδρυμα όπου έπρεπε να βρίσκεται. «Ανέπνευσα τη μυρωδιά του στεγνοκαθαρισμένου κοστουμιού [του πατέρα μου] και ήθελα να τον αγκαλιάσω και να του πω πόσο μου έλειπε αυτός και η μαμά», γράφει. «Περισσότερο από οτιδήποτε άλλο, ήθελα ο μπαμπάς μου να με αγκαλιάσει και να με πάρει σπίτι. ‘Πάμε, Πάρις.’ Το είπε ήσυχα, χωρίς να θέλει να κάνει σκηνή. Ένιωθα τον λαιμό μου καυτό και σφιγμένο».
Θυμάται ότι δέχτηκε σεξουαλική επίθεση από έναν δάσκαλο στο γυμνάσιο. «Μεταμόρφωσα αυτό το επεισόδιο στο μυαλό μου ως ‘το πρώτο μου φιλί’», γράφει. Την νάρκωσαν και της επιτέθηκαν ξανά σεξουαλικά ως έφηβη. Ένας παλιός γκόμενός της κυκλοφόρησε ένα βίντεο με ερωτικές περιπτύξεις της χωρίς τη συγκατάθεσή της όταν ήταν 20 χρονών και η υπόθεση έγινε βορά των ταμπλόιντ για μήνες.
Η καριέρα της εξελίχθηκε σε μια εξερεύνηση του σύγχρονου καταναλωτισμού, ένα ροζ μάθημα για τις σχολές μιντιακών σπουδών. Την εκμεταλλεύονται τα μέσα ενημέρωσης (Ναι.) Εκμεταλλεύεται η ίδια τον εαυτό της; (Ναι.) Είναι σεξιστική η αντιμετώπιση της από τα μέσα ενημέρωσης; (Ναι.) Είναι και η ίδια μέσα στο κόλπο; (Ναι.)
Τα απομνημονεύματά της αποδεικνύουν πόσο μέσα είναι. Δημιουργεί μια εικόνα του εαυτού της και τη διαδίδει. Εργάζεται σκληρά σε μια δουλειά που είναι επικερδής, αν και συχνά μίζερη. Έχει επίγνωση της μεταμοντέρνας αξίας της εργασίας της. «Σκεφτείτε εκείνον τον περίφημο πίνακα του Ρενέ Μαγκρίτ που δείχνει μια πίπα με τις λέξεις Ceci n’est pas une pipe», γράφει. «Ο Μαγκρίτ δεν μας ζητούσε να προσποιηθούμε ότι ο πίνακας απεικονίζει μια πραγματική πίπα – μας προκαλούσε να αποδεχτούμε την καυτή πραγματικότητα της τέχνης».
Σήμερα, εκατοντάδες έφηβοι και νεαροί ενήλικες είναι διάσημοι επειδή είναι διάσημοι, με τον τρόπο της Πάρις Χίλτον. Κάθε στιγμή μπορεί να είναι Instagrammable και Instagrammed, TikTokable και TikToked. Συνηθισμένες μαμάδες, αγρότες που τυχαίνει να είναι σπουδαίοι χορευτές, μεγάλες προσωπικότητες παγιδευμένες σε μικρές δουλειές – όλοι απέχουν λίγες αναρτήσεις μόλις από τη φήμη.
Η Πάρις Χίλτον του βιβλίου γεννήθηκε πριν από τρία χρόνια, όταν η συγγραφέας του αποφάσισε να μιλήσει για τα τραύματά της. Η ίδια δεν είναι πραγματικά σίγουρη γιατί το έκανε. Ίσως επειδή κουράστηκε να τα αποκρύπτει όλα αυτά. «Η προσπάθεια αυτή με άφησε αδύναμη και αποστασιοποιημένη, αρκετά δυνατή όμως ώστε να επιβιώσω από την επιτυχία που τρελαίνει το μυαλό, τις προδοσίες που τσακίζουν την ψυχή και τις απίστευτου μεγέθους προσωπικές μου μαλακίες», γράφει. «Αργά ή γρήγορα όμως, κάποια στιγμή όλοι εγκαταλείπουν την Ίμπιζα».