To Διεθνές Νομισματικό Ταμείο (ΔΝΤ), στην πρόσφατη έκθεση για τις προοπτικές της παγκόσμιας οικονομίας (World Economic Outlook, October 2021), προέβη σε οριακή αναθεώρηση επί τα χείρω του ρυθμού μεταβολής του παγκόσμιου ΑΕΠ για το 2021 στο 5,9% από 6% που προέβλεπε, τον Ιούλιο του 2021, ενώ διατήρησε αμετάβλητη την πρόβλεψη για ρυθμό μεγέθυνσης 4,9%, το 2022.
Γράφει ο Σπύρος Σταθάκης
Σύμφωνα με σχετική ανάλυση της τράπεζας Alpha Bank, η αναθεώρηση για το 2021 είναι συνέπεια (i) των διαταράξεων που παρατηρούνται στις εφοδιαστικές αλυσίδες, εξέλιξη η οποία βραχυπρόθεσμα αναμένεται να επηρεάσει δυσμενώς το ρυθμό οικονομικής μεγέθυνσης των ανεπτυγμένων οικονομιών και (ii) της επιδείνωσης των προοπτικών των χωρών χαμηλού εισοδήματος εξαιτίας της πανδημικής κρίσης. Σημειώνεται ότι οι ανωτέρω δυσμενείς εξελίξεις αντισταθμίζονται μερικώς από τις βελτιούμενες προοπτικές -σε βραχυπρόθεσμο ορίζοντα- αναδυόμενων και αναπτυσσόμενων οικονομιών οι οποίες στηρίζονται στις εξαγωγές εμπορευμάτων.
Ποιοί είναι οι παράγοντες που συντελούν στην άνιση οικονομική μεγέθυνση;
Πρώτον, η πρόσβαση στα εμβόλια. Από την έναρξη των εμβολιαστικών προγραμμάτων, η πρόοδός τους αναγνωρίστηκε ως ο καθοριστικός παράγοντας για την επάνοδο της παγκόσμιας οικονομικής δραστηριότητας στα προ της πανδημικής κρίσης επίπεδα. Ωστόσο, η πρόοδος δεν έχει συντελεστεί με ομοιόμορφο τρόπο μεταξύ των χωρών. Στις ανεπτυγμένες οικονομίες, όπου η πρόσβαση στα εμβόλια είναι καθολική, το 58% του πληθυσμού είναι πλήρως εμβολιασμένο. Αντίθετα, στις αναδυόμενες και αναπτυσσόμενες οικονομίες και στις χώρες χαμηλού εισοδήματος, όπου υφίστανται περιορισμοί στην πρόσβαση σε εμβόλια, τα ποσοστά του εμβολιασμένου πληθυσμού είναι 36% και 5% αντίστοιχα.
Τα χαμηλά ποσοστά εμβολιασμού καθιστούν τους πολίτες των κρατών αυτών ευάλωτους στον κορωνοϊό και τις μεταλλάξεις του, ενώ καθυστερούν την επάνοδο της οικονομικής δραστηριότητας στην κανονικότητα. Το ΔΝΤ εκτιμά ότι ενδεχόμενη διατήρηση των αρνητικών επιπτώσεων του κορωνοϊού μεσοπρόθεσμα θα μπορούσε να αφαιρέσει αθροιστικά 5,3 τρισ. δολάρια από το παγκόσμιο ΑΕΠ τα επόμενα πέντε έτη.
Δεύτερον, οι υποστηρικτικές πολιτικές. Από το ξέσπασμα της πανδημικής κρίσης, οι εθνικές κυβερνήσεις ανά τον κόσμο εφάρμοσαν επεκτατική δημοσιονομική πολιτική, στην προσπάθεια ενίσχυσης των συστημάτων υγείας τους και στήριξης των νοικοκυριών και των επιχειρήσεων. Χαρακτηριστικά αναφέρεται ότι σύμφωνα με το ΔΝΤ (Fiscal Monitor Report, October 2021), τα δημοσιονομικά μέτρα που ελήφθησαν για την αντιμετώπιση των αρνητικών επιπτώσεων της πανδημικής κρίσης ανέρχονται σε 16,9 τρισ. δολάρια.
Σε πολλές ανεπτυγμένες οικονομίες, τα δημοσιονομικά μέτρα χρηματοδοτήθηκαν μέσω έκδοσης νέου χρέους με ιστορικά χαμηλό κόστος, καθώς οι κεντρικές τράπεζες μέσω των χαμηλών επιτοκίων και των προγραμμάτων ποσοτικής χαλάρωσης εξασφάλισαν ευνοϊκές συνθήκες χρηματοδότησης. Ωστόσο, η δημοσιονομική στήριξη δεν είχε την ίδια ένταση παντού. Μολονότι, σύμφωνα με το ΔΝΤ, το συνολικό χρέος κρατών, μη χρηματοπιστωτικών επιχειρήσεων και νοικοκυριών ανήλθε το 2020 σε 226 τρισ. δολάρια, αυξημένο κατά 27 τρισ. δολάρια σε σύγκριση με το 2019, η αύξηση προήλθε σε ποσοστό 90% από τις προηγμένες οικονομίες και την Κίνα.
Η «διαφορετικών ταχυτήτων» δημοσιονομική στήριξη αντανακλάται στα πρωτογενή ελλείμματα, καθώς στις προηγμένες οικονομίες διαμορφώθηκε στο 9,5% του ΑΕΠ το 2020, έναντι 7,5% του ΑΕΠ στις αναδυόμενες και αναπτυσσόμενες. Η οικονομική ανάκαμψη των χωρών αναμένεται να είναι άνιση το 2021, εξαιτίας της διάρκειας των δημοσιονομικών μέτρων και του μείγματος αυτών. Συγκεκριμένα, στις ανεπτυγμένες οικονομίες, πολλές από τις υποστηρικτικές δημοσιονομικές πολιτικές διατηρούνται, ενώ είναι προσανατολισμένες σε δράσεις οι οποίες επιταχύνουν την οικονομική μεγέθυνση.
Αντίθετα, στις αναδυόμενες και αναπτυσσόμενες οικονομίες και στις χώρες χαμηλού εισοδήματος, τα δημοσιονομικά περιθώρια είναι μικρότερα, ενώ τα συγκριτικά χαμηλότερα ποσοστά εμβολιαστικής κάλυψης υποχρεώνουν τις κυβερνήσεις να εστιάσουν σε δράσεις που σχετίζονται με την αντιμετώπιση της υγειονομικής κρίσης. Τούτο αποτυπώνεται στις προβλέψεις του ΔΝΤ για τα πρωτογενή ελλείμματα, καθώς στις ανεπτυγμένες οικονομίες αναμένεται να διαμορφωθούν στο 7,8% του ΑΕΠ το 2021 έναντι 4,7% του ΑΕΠ στις αναδυόμενες και αναπτυσσόμενες οικονομίες.
Οι δύο ανωτέρω παράγοντες αναμένεται να επηρεάσουν τον ρυθμό οικονομικής μεγέθυνσης των χωρών. Σύμφωνα με το ΔΝΤ, στις ανεπτυγμένες οικονομίες, η αύξηση του ΑΕΠ προβλέπεται να διαμορφωθεί σε 5,2% το 2021 και σε 4,5% το 2022 (Γράφημα 3), έτος κατά το οποίο το ΑΕΠ αναμένεται να επανέλθει στα προ της πανδημίας επίπεδα. Στις αναδυόμενες και αναπτυσσόμενες οικονομίες, ο ρυθμός της οικονομικής μεγέθυνσης θα διαμορφωθεί σε 6,4% το 2021 και σε 5,1% το 2022. Ωστόσο, οι υψηλοί ρυθμοί αύξησης του ΑΕΠ οφείλονται κυρίως στην Κίνα και την Ινδία. Αντίθετα, στις χώρες χαμηλού εισοδήματος, το ΑΕΠ προβλέπεται να αυξηθεί μόλις κατά 3% το 2021, ενώ ο ρυθμός αύξησης του ΑΕΠ θα επιταχυνθεί σε 5,3% το 2022, παράλληλα με την πρόοδο των εμβολιαστικών προγραμμάτων.
Πληθωρισμός και εφοδιαστικές αλυσίδες
Η απότομη άνοδος του πληθωρισμού είναι ένα φαινόμενο που έχει λάβει παγκόσμιες διαστάσεις, λόγω (i) της ραγδαίας αύξησης της ζήτησης για αγαθά και υπηρεσίες που ακολούθησε μετά την άρση των περιοριστικών μέτρων για την αναχαίτηση της πανδημίας (πληθωρισμός ζήτησης) και (ii) της αύξησης του κόστους παραγωγής, ως απόρροια των δυσλειτουργιών που παρατηρούνται στις εφοδιαστικές αλυσίδες, με συνέπεια να δημιουργούνται διαταραχές από την πλευρά της προσφοράς (πληθωρισμός κόστους). Η αναντιστοιχία μεταξύ αυξημένης ζήτησης και περιορισμών στην προσφορά δημιουργούν υπερβάλλουσα ζήτηση για αγαθά και υπηρεσίες, με αποτέλεσμα οι τιμές να παρουσιάζουν αυξητική τάση. H άνοδος του πληθωρισμού είναι εντονότερη στις ΗΠΑ και σε ορισμένες αναδυόμενες και αναπτυσσόμενες οικονομίες.
Η πλειονότητα των υπεύθυνων χάραξης οικονομικής πολιτικής αξιολογεί την άνοδο του πληθωρισμού ως παροδική, η οποία σε σημαντικό ποσοστό οφείλεται στις ασυνήθιστα χαμηλές τιμές του περασμένου έτους. Το ΔΝΤ θεωρεί τον πληθωρισμό ως το μεταβατικό αποτέλεσμα της αναντιστοιχίας μεταξύ ζήτησης και προσφοράς, ενώ εκτιμά ότι θα επανέλθει στα προ της πανδημίας επίπεδα στις προηγμένες και στις αναπτυσσόμενες και αναδυόμενες οικονομίες στα μέσα του 2022. Άλλωστε, από την πλευρά της ζήτησης, τα συνολικά ποσοστά απασχόλησης παραμένουν πολύ χαμηλότερα από τα προ της πανδημίας επίπεδα στις περισσότερες χώρες. Ωστόσο, οι πληθωριστικές πιέσεις σε ορισμένες αναδυόμενες και αναπτυσσόμενες οικονομίες ενδέχεται να διατηρηθούν, εξαιτίας των συνεχιζόμενων ανοδικών πιέσεων στις τιμές των τροφίμων αλλά και των υποτιμήσεων των εθνικών τους νομισμάτων, συμβάλλοντας στη διεύρυνση του οικονομικού χάσματος με τις ανεπτυγμένες οικονομίες.
Εντούτοις, η πιθανότητα να διατηρηθούν οι διαταράξεις στις εφοδιαστικές αλυσίδες για μεγαλύτερο από το αναμενόμενο χρονικό διάστημα δεν πρέπει να υποτιμηθεί. Σε μία τέτοια περίπτωση, ορισμένες επιχειρήσεις θα υποχρεώνονταν να μειώσουν την παραγωγή τους, επιτείνοντας την αναντιστοιχία μεταξύ ζήτησης και προσφοράς, με τελικό αποτέλεσμα την περαιτέρω αύξηση του γενικού επιπέδου των τιμών.
Επιπλέον, οι κεντρικές τράπεζες θα υποχρεώνονταν να αναπροσαρμόσουν τη νομισματική τους πολιτική, αυξάνοντας τα βασικά επιτόκια προκειμένου να ελέγξουν τις πληθωριστικές πιέσεις, γεγονός που μπορεί να επιδράσει ανασταλτικά στην ανάκαμψη της οικονομικής δραστηριότητας. Σημειώνεται ότι κεντρικές τράπεζες ορισμένων αναδυόμενων οικονομιών (Βραζιλία, Χιλή, Μεξικό και Ρωσία) έχουν ήδη μεταβάλει τη νομισματική τους πολιτική σε λιγότερο διευκολυντική. Επιπλέον, στις ΗΠΑ, η αύξηση του πληθωρισμού στο 5,4% σε ετήσια βάση, τον Σεπτέμβριο, επαναφέρει στο προσκήνιο τις συζητήσεις για μείωση του ρυθμού αγοράς ομολόγων από την Ομοσπονδιακή Τράπεζα (Fed), στη συνεδρίαση του Νοεμβρίου, ενώ αυξάνονται οι πιθανότητες να επισπευσθεί η απόφαση για αύξηση του βασικού επιτοκίου.