Η παγκόσμια ημέρα ζυμαρικών καθιερώθηκε το 1998, με πρωτοβουλία της Ένωσης των Ευρωπαίων Βιομηχάνων Ζυμαρικών (UNAFPA) για να γνωστοποιήσει στο ευρύ κοινό τη γευστική και θρεπτική αξία των ζυμαρικών.

Η παγκόσμια ημέρα ζυμαρικών γιορτάζεται κάθε χρόνο στις 25 Οκτωβρίου, σε ανάμνηση του πρώτου συνεδρίου της Ένωσης το 1995.

Παγκόσμια ημέρα ζυμαρικών – Η ιστορία των ζυμαρικών

Η πρώτη αναφορά στην ύπαρξη των ζυμαρικών χρονολογείται γύρω στο 1.000 π.χ., στην αρχαία Ελλάδα, όπου η λέξη «λάγανον» περιέγραφε μία φαρδιά πλακωτή ζύμη από νερό και αλεύρι, την οποία έκοβαν σε λωρίδες.

Αυτή η ζύμη μεταφέρθηκε και στην Ιταλία από τους πρώτους Έλληνες έποικους στον 8ο αιώνα π.Χ περίπου, και έλαβε το όνομα «laganum», που στα λατινικά σημαίνει λαζάνια.

Στα μέσα του 15ου αιώνα βρέθηκε η πρώτη συμπληρωμένη συνταγή ζυμαρικών, και συγκεκριμένα στο βιβλίο του μάγειρα Martino da Como. Αργότερα συνταγές για ζυμαρικά συναντώνται και στα κείμενα του Bartolomeo Sacchi.

Μετά τον 15ο αιώνα τα μακαρόνια ξεκινούν να κατασκευάζονται και σε εμπορική βάση. Ωστόσο κατά τον 18ο αιώνα γνωρίζουν την μεγάλη τους άνθηση.

Η διαδικασία παραγωγής των ζυμαρικών ξεκινά από τα τέλη του 19ου αιώνα να αυτοματοποιείται και να εξαπλώνεται τόσο σε ολόκληρη την Ιταλία, όσο και σε ολόκληρο τον κόσμο, κι από τότε μπορούμε να μιλάμε για την Βιομηχανία Ζυμαρικών.

Στις μέρες μας, τα ζυμαρικά αποτελούν ένα από τα βασικά διατροφικά προϊόντα πολλών λαών και σε όλο τον κόσμο, όπου άνθρωποι από διαφορετικές κουλτούρες απολαμβάνουν τις φημισμένες παραδοσιακές Ιταλικές συνταγές αλλά και χιλιάδες παραλλαγές τους, προσαρμοσμένες στις διατροφικές ιδιομορφίες και τα γούστα της κάθε χώρας.

Δεν είναι η πιο λιτή αλλά ούτε και η πιο μπελαλίδικη στο μαγείρεμα. Απαιτεί ελάχιστα υλικά, μακαρόνια (πάντα μακριά, σπαγγέτι κατά προτίμηση, άντε και μπουκατίνι), αυγό, πεκορίνο ρομάνο και αλλαντικό. Οι πιουρίστες χρησιμοποιούν γκουαντσιάλε. Μαζί με την amatriciana, την cacio e pepe και την gricia, αν αυτές είναι οι μακαρονάδες-σωματοφύλακες της ρωμαϊκής κουζίνας, η καρμπονάρα είναι δίχως αμφιβολία ο Ντ’ Αρτανιάν, η πιο ξακουστή και αγαπητή παγκοσμίως. Στην Ελλάδα την έχουμε ταλαιπωρήσει. Γενικά στα ‘00s ιταλικά εστιατόρια που θυμάμαι εγώ έχουμε βασανίσει πολύ την ιταλική κουζίνα χωρίς λόγο, αν αναλογιστεί κανείς πόσο κοντά είμαστε στην πρώτη ύλη που απαιτούν τα πιάτα της. Βέβαια, δεν κάνουμε μόνο εμείς ό,τι μας κατέβει στις συνταγές της γείτονος. Αλλά ας πάρουμε τα πράγματα από την αρχή.

Όπως συμβαίνει με πολλά κλασικά φαγητά και με άλλα δημοφιλή ιταλικά πιάτα, η καρμπονάρα έχει διάφορες ιστορίες και θεωρίες να την ακολουθούν. Η πιο κοινά αποδεκτή τη θέλει να κατάγεται από τη Ρώμη, ότι έχει βαφτιστεί έτσι από τους ανθρακωρύχους (carbonari) των Απεννίνων Ορέων, οι οποίοι έπαιρναν μαζί τους για κολατσιό τρόφιμα που μπορούσαν να μεταφερθούν, να διατηρηθούν και να μαγειρευτούν εύκολα.

Carbonara: Ποιος είναι ο νονός της 

Η Σοφία Λόρεν ισχυρίζεται ότι συνάντησε μια ομάδα ανθρακωρύχων κατά τη διάρκεια των γυρισμάτων του «Two Women», οι οποίοι προσφέρθηκαν και μαγείρεψαν επιτόπου για το συνεργείο το εν λόγω πιάτο, ενώ εκείνη και ο Βιτόριο ντε Σίκα επέστρεψαν την επόμενη μέρα προκειμένου να κρατήσουν σημειώσεις. Επίσης, υπάρχει και μια θεωρία σύμφωνα με την οποία το πιάτο είναι δημιουργία των Αμερικανών στρατιωτών, ότι το έφτιαξαν με το μπέικον και τα αυγά του συσσιτίου, όμως οι Ρωμαίοι απαντούν ότι έτρωγαν καρμπονάρα πολύ πριν από τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, όταν αυτοί οι στρατιώτες ήταν ακόμα αγέννητοι.

Στο κλασικό βιβλίο μαγειρικής της Ada Boni «La Cucina Romana», που κυκλοφόρησε το 1930, δεν υπάρχει αναφορά στη συνταγή. Το όνομα της καρμπονάρας φαίνεται να γράφεται για πρώτη φορά το 1950, όταν αναφέρθηκε στην ιταλική εφημερίδα La Stampa ως «το πιάτο που αναζητούσαν οι Αμερικανοί αξιωματικοί», αλλά περιγράφηκε ως «ρωμαϊκό πιάτο». Το 1954, συμπεριλήφθηκε στο βιβλίο της Elizabeth David για την ιταλική κουζίνα που εκδόθηκε στη Μεγάλη Βρετανία. Ακόμα κι αν η ιστορία που σχετίζεται με την καθημερινότητα και τα γεύματα των ανθρακωρύχων είναι ένας μύθος, είναι πολύ πιθανό η μακαρονάδα να πήρε το όνομά της από το άφθονο μαύρο πιπέρι που πρέπει να της ρίξουμε για να ολοκληρωθεί και το οποίο μοιάζει με τριμμένο κάρβουνο. 

Παγκόσμια Ημέρα Ζυμαρικών: Μια καρμπονάρα πολλές παραλλαγές 

Η σάλτσα της έχει γεννήσει τις περισσότερες κόντρες. Υπάρχουν αυτοί που χρησιμοποιούν αυγά και βούτυρο, άλλοι που βάζουν αυγά και κρέμα γάλακτος κι εκείνοι που. πιστοί στην παράδοση, χρησιμοποιούν μόνο αυγά. Αν ισχύει η ρομαντική θεωρία για την καταγωγή της, οι εργαζόμενοι στα ορυχεία δεν θα μπορούσαν να κουβαλήσουν μαζί τους βούτυρο και πού να βρουν κρέμα γάλακτος;

Αυτά τα υλικά ίσως είναι βοηθητικά για τους αρχάριους, για να πετύχουν πιο εύκολα τη μεταξένια υφή που απαιτείται, αλλά σίγουρα δεν υπακούνε στην αυθεντική συνταγή. Προκειμένου να δώσουν τη δική τους πινελιά, οι Γάλλοι χρησιμοποιούν την πιο όξινη crème fraiche, κάποιοι Βρετανοί χρησιμοποιούν ολόκληρα τα αυγά κι όχι απλά τον κρόκο τους, το κάνει και η Nigella Lawson που χρησιμοποιεί και κρέμα γάλακτος, ενώ σβήνει με κόκκινο κρασί το μπέικον, όπως και πολλοί Αμερικανοί σεφ. Θα βρείτε ακόμα συνταγές που τις έχουν προσθέσει από κρεμμύδι μέχρι σχοινόπρασο. Μην κάνετε τίποτα από αυτά μπροστά σε Ιταλό, το κρασί καλύτερα πιείτε το.

Το σκληρό, αρκετά αλμυρό και βουτυράτο πεκορίνο ρομάνο για κάποιο λόγο αντικαθίσταται συχνά από την παρμεζάνα, ίσως γιατί είναι πιο πρεστιζάτο τυρί έναντι του πρώτου, που είναι πρόβειο και πιο έντονο. Παρόλα αυτά, αν βάλετε πεκορίνο ρομάνο, ούτε κρέμα γάλακτος θα χρειαστείτε, ούτε βούτυρα για να δέσει η σάλτσα σας, όσο αρχάριοι κι αν είστε. Όσο για το αλλαντικό σας, αν δεν έχετε κοντά σας κάποιο εκλεκτό deli προκειμένου να προμηθευτείτε γκουαντσιάλε (κομμάτι που προέρχεται από χοιρινό μάγουλο – στο κέντρο θα βρείτε σίγουρα στο Nora’s deli στο Κολωνάκι ή στο Provence στους Αμπελόκηπους), μπορείτε να συμβιβαστείτε με καπνιστή πανσέτα.