25 Οκτωβρίου, Παγκόσμια Ημέρα κατά του καρκίνου του μαστού. Ο καρκίνος του μαστού αποτελεί τη συχνότερη μορφή καρκίνου και τη συχνότερη αιτία θανάτου από καρκίνο στις γυναίκες σε όλο τον κόσμο. Μία ασθένεια που δεν είναι αθεράπευτη, ωστόσο η αντιμετώπισή της είναι άμεσα συνδεδεμένη με τον τακτικό προληπτικό έλεγχο.
Αυτό άλλωστε είναι και το μήνυμα αυτής που «στέλνει» η Παγκόσμια Ημέρα κατά του καρκίνου του μαστού, ενώ και ολόκληρος ο Οκτώβρης, που είναι ο μήνας ενημέρωσης και ευαισθητοποίησης για τον καρκίνο του μαστού.
Υπολογίζεται ότι στην Ελλάδα κάθε χρόνο προσβάλλονται από καρκίνο του μαστού 4.500 γυναίκες και χάνουν τη ζωή τους περίπου 1.500.
Ο καρκίνος του μαστού μπορεί να εμφανισθεί και σε άνδρες, αλλά είναι πολύ σπάνιος (1% σε σχέση με τη συχνότητά του στις γυναίκες).
Για τις γυναίκες υψηλού κινδύνου, η χημειοπροφύλαξη με ταμοξιφαίνη ή ραλοξιφαίνη αποτελεί μέχρι σήμερα το μόνο μέτρο πρωτογενούς πρόληψης με βάση προοπτικές τυχαιοποιημένες μελέτες. Σε γυναίκες με οικογενή καρκίνο μαστού/ ωοθηκών η προφυλακτική αμφοτερόπλευρη μαστεκτομή και εξαρτηματεκτομή μπορεί να συζητηθούν ως επιπρόσθετα μέτρα πρωτογενούς πρόληψης.
Για τη δευτερογενή πρόληψη του καρκίνου του μαστού στο γενικό πληθυσμό, η μαστογραφία αποτελεί την πλέον εδραιωμένη και αναντικατάστατη μέθοδο. Η πρώτη προληπτική μαστογραφία θα πρέπει να πραγματοποιείται στην ηλικία των 35 ετών («μαστογραφία βάσης») και οι επόμενες σε ετήσια βάση από την ηλικία των 40 ετών.
Ο προληπτικός έλεγχος ιδανικά συμπληρώνεται από την υπερηχογραφία και την τακτική κλινική εξέταση του μαστού. Σε γυναίκες με οικογενή καρκίνο ιδιαίτερα σημαντικό ρόλο παίζει η μαγνητική τομογραφία.
Παγκόσμια Ημέρα κατά του καρκίνου του μαστού – Ο καρκίνος του μαστού και η πρόγνωσή του
Όλοι οι καρκίνοι του μαστού είναι αδενοκαρκινώματα.
Στις ημέρες μας, ο καρκίνος «in situ» του μαστού, κυρίως ο πορογενής, διαγιγνώσκεται συχνότερα εξαιτίας της διαδεδομένης χρήσης της μαστογραφίας. Η φυσική ιστορία των in situ μορφωμάτων και η σχέση τους με το διηθητικό καρκίνο του μαστού δεν είναι απολύτως διευκρινισμένες. Η ανασκόπηση αυτή επικεντρώνεται στο διηθητικό καρκίνο του μαστού. Όσον αφορά στη συμπτωματολογία της νόσου, η εμφάνιση ενός απτού –συνήθως μη επώδυνου– ογκιδίου αποτελεί το πλέον συχνό πρώιμο σύμπτωμα της νόσου.
Σε κάθε περίπτωση, όμως, κάθε αλλαγή στο σχήμα, το χρώμα και την υφή του μαστού ή της θηλής πρέπει να αποτελεί αντικείμενο περαιτέρω διερεύνησης.
Στις ημέρες μας, πολλοί καρκίνοι μαστού διαγιγνώσκονται πριν από την εμφάνιση των συμπτωμάτων μέσω της μαστογραφίας, περιορίζοντας έτσι το ποσοστό των περιπτώσεων όπου η εξάπλωση του καρκίνου σε επιχώριους λεμφαδένες ή η παρουσία απομακρυσμένων μεταστάσεων, συχνά στον πνεύμονα ή στα οστά, ήταν ο λόγος που προκαλούσε την επίσκεψη στο γιατρό και τη διάγνωση της νόσου.
Θα πρέπει να σημειωθεί ότι η πρώιμη ανίχνευση, σε αρκετές περιπτώσεις, έχει βελτιωθεί εξαιτίας της πρακτικής αυτοελέγχου του μαστού από τις ίδιες τις γυναίκες.
Οι ειδικοί συνιστούν ετήσια μαστογραφία και κλινικούς ελέγχους του μαστού σε όλες τις γυναίκες ηλικίας >50 ετών, αλλά επίσης και σε ειδικές περιπτώσεις γυναικών σε νεαρότερη ηλικία.
Σε κάθε περίπτωση, όταν υπάρχει υποψία για την ύπαρξη καρκίνου του μαστού στη βάση κλινικής εξέτασης ή μαστογραφίας, η παθολογοανατομική επιβεβαίωση είναι απαραίτητη πριν από την έναρξη οποιασδήποτε θεραπείας. Η πρόγνωση της νόσου, που προσβάλλει περίπου μία στις 10 γυναίκες στις υγειονομικά αναπτυγμένες χώρες, έχει πενταετή τεκμαρτή επιβίωση που πλησιάζει το 70%. Τυχαιοποιημένες κλινικές μελέτες παρέμβασης έχουν τεκμηριώσει ότι η θνησιμότητα από καρκίνο του μαστού μπορεί να μειωθεί κατά 25% με πρώιμη μαστογραφική διάγνωση και κατάλληλη θεραπεία. Χάρη στη βελτιούμενη πρόγνωση, η θνησιμότητα από καρκίνο του μαστού έχει παραμείνει περίπου σταθερή σε πολλούς πληθυσμούς παρά την αυξανόμενη επίπτωση της νόσου.
Παγκόσμια Ημέρα κατά του καρκίνου του μαστού – Πρόληψη
Παρόλο που ο ρόλος ενός μεγάλου αριθμού παραγόντων θεωρείται τεκμηριωμένος, αυτή η γνώση, δυστυχώς, δεν μεταφράζεται άμεσα στη δυνατότητα λήψης αποτελεσματικών μέτρων για την πρόληψη του καρκίνου του μαστού.
Ορισμένοι από τους τεκμηριωμένους αναπαραγωγικούς παράγοντες κινδύνου, όπως η ηλικία εμμηναρχής
ή η ηλικία εμμηνόπαυσης, δεν είναι τροποποιήσιμα και δεν προσφέρονται για παρεμβάσεις σε επίπεδο δημόσιας υγείας.
Ορισμένοι άλλοι που αφορούν στην αναπαραγωγική συμπεριφορά, όπως η ηλικία πρώτης τελειόμηνης
κύησης ή ο αριθμός παιδιών που θα αποκτήσει η γυναίκα, προσδιορίζονται κυρίως από κοινωνικούς και οικονομικούς παράγοντες. Έτσι, στις αναπτυγμένες χώρες, για λόγους που έχουν να κάνουν με την παρατεταμένη διάρκεια της εκπαίδευσης και την αναζήτηση της επαγγελματικής καταξίωσης, εκατομμύρια γυναικών αναβάλλουν την τεκνοποίηση και εξαιτίας αυτού του γεγονότος -σε συνδυασμό με επιλογή τους- καταλήγουν στην απόκτηση μικρότερου αριθμού παιδιών. Αυτές οι επιλογές εκτιμάται ότι θα οδηγήσουν σε κάποια αύξηση των δεικτών επίπτωσης του καρκίνου του μαστού.
Οι τεκμηριωμένοι, με δυνατότητα τροποποίησης, παράγοντες κινδύνου περιλαμβάνουν τον περιορισμό χρήσης μετεμμηνοπαυσιακών οιστρογόνων, την ελεγχόμενη κατανάλωση οινοπνεύματος και την αποφυγή αύξησης βάρους κατά την ενήλικη ζωή.
Ωστόσο, η διαδικασία λήψης αποφάσεων για την τροποποίηση της σχετικής συμπεριφοράς σε ατομικό επίπεδο είναι σύνθετη, καθώς κάποιοι από αυτούς τους παράγοντες, όπως η χρήση ορμονών, εμφανίζουν
ορισμένα πλεονεκτήματα στη μείωση του κινδύνου άλλων χρονίων νοσημάτων, όπως η οστεοπόρωση. Η αποφυγή αύξησης βάρους, παρόλα αυτά, κατά τη διάρκεια της ενήλικης ζωής θα μπορούσε να αποτελέσει μια πολύτιμη προληπτική στρατηγική για τον καρκίνο του μαστού καθώς και για άλλες νοσολογικές καταστάσεις.
Άλλοι παράγοντες που είναι πιθανόν να μειώνουν τον κίνδυνο καρκίνου του μαστού είναι ο θηλασμός, η φυσική δραστηριότητα και η μεγαλύτερη πρόσληψη ελαιόλαδου, φρούτων και λαχανικών, παρόλο που τα συγκεκριμένα ευρήματα δεν είναι τόσο ισχυρά, όπως συμβαίνει με άλλους παράγοντες κινδύνου.
Συνοψίζοντας, είναι γεγονός ότι ο σύγχρονος «δυτικός» τρόπος ζωής ευνοεί τη μεγαλύτερη έκθεση των γυναικών σε τεκμηριωμένους παράγοντες κινδύνου για την εμφάνιση καρκίνου του μαστού.
Η χημειοπροφύλαξη μπορεί ίσως να αποτελέσει τη μόνη προοπτική για το μερικό έλεγχο του προβλήματος.
Όσο αυξάνεται η γνώση που αφορά στη σχέση μεταξύ ενδογενών ορμονών και καρκίνου του μαστού και στην ανάπτυξη εκλεκτικών τροποποιητών των οιστρογονικών υποδοχέων (SERMs, selective estrogen receptor modulators), όπως η ταμοξιφένη και η ραλοξιφένη, καθώς και των αναστολέων της αρωματάσης, διαμορφώνονται συνθήκες για τη χρήση χημειοθεραπευτικών για προληπτικούς λόγους, κυρίως σε γυναίκες με αυξημένο κίνδυνο ανάπτυξης καρκίνου του μαστού.