Είναι η δεύτερη μικρότερη χώρα της Νότιας Αμερικής, έχει πληθυσμό μόλις 3,5 εκατομμύρια κατοίκους, αλλά παράγει σχεδόν 550.000 τόνους βόειου κρέατος ετησίως και μπορεί να υπερηφανεύεται για μια ένδοξη παρουσία στο ποδόσφαιρο με δύο Παγκόσμια Κύπελλα στην ιστορία της.

Η Ουρουγουάη, όμως, κατάφερε και κάτι ακόμη καθώς έχει επιτύχει αυτό για το οποίο πολλές χώρες δεσμεύονται εδώ και δεκαετίες: το 98% του δικτύου της λειτουργεί με πράσινη ενέργεια.

Πριν λίγα χρόνια το 1/3 της παραγωγής ενέργειας προερχόταν από ορυκτά καύσιμα. Σήμερα, μόνο το 2% της ηλεκτρικής ενέργειας που καταναλώνεται στην Ουρουγουάη παράγεται από ορυκτές πηγές, ενώ οι θερμοηλεκτρικοί σταθμοί σπάνια χρειάζεται να λειτουργήσουν, εκτός εάν οι φυσικοί πόροι είναι ανεπαρκείς.

Η χώρα έχει καταστεί πλέον παγκόσμιος ηγέτης στη μετάβαση προς την πράσινη ενέργεια, μετά από έναν ριζικό μετασχηματισμό του ενεργειακού της μείγματος.

Κατά το παρελθόν, πριν από περίπου μισό αιώνα, ο πληθυσμός της υπέφερε από διακοπές ρεύματος επειδή υπήρχαν μεγάλα προβλήματα με την παραγωγή ενέργειας. Ήταν η εποχή που αυτή βασιζόταν σε δύο φράγματα και ένα θερμικό εργοστάσιο.

Εάν υπήρχε ξηρασία στη λεκάνη απορροής του ποταμού Νέγκρο, όπου βρίσκονται αυτά τα φράγματα, γίνονταν διακοπές και μερικές φορές επιβάλλονταν περιορισμοί στη χρήση ηλεκτρικής ενέργειας.

Η μεγάλη τομή

Το 2008, η Ουρουγουάη αντιμετώπισε το πρόβλημα που αντιμετωπίζουν πολλές αναπτυσσόμενες χώρες. Η οικονομία αναπτυσσόταν, αλλά δεν είχε αρκετή ηλεκτρική ενέργεια για να τροφοδοτήσει αυτή την ανάπτυξη. Έπρεπε να εφαρμοστεί «δελτίο» και οι λογαριασμοί ηλεκτρικού ρεύματος ήταν ιδιαίτερα ακριβοί.

Τότε, ο πρόεδρος Tabaré Vázquez διόρισε τον Méndez Galain ως εθνικό διευθυντή ενέργειας. Και εκείνος κατέστρωσε ένα λεπτομερές σχέδιο για τη μετάβαση της χώρας προς τη σχεδόν αποκλειστική εξάρτηση από τις ΑΠΕ.

Το σχέδιο του βασίστηκε σε δύο δεδομένα. Πρώτον, αν και δεν υπήρχε εγχώρια προμήθεια ορυκτών καυσίμων όπως ο άνθρακας ή το πετρέλαιο, υπήρχε τεράστιο αιολικό δυναμικό. Δεύτερον, ο άνεμος φυσούσε πάνω από μια χώρα που αποτελούνταν σε μεγάλο βαθμό από ακατοίκητη γεωργική γη. Έτσι, το όραμά του για το ενεργειακό μέλλον της Ουρουγουάης ήταν να καλύψει αυτές τις άδειες εκτάσεις με εκατοντάδες ανεμογεννήτριες.

Το 2010, η χώρα υιοθέτησε την ενεργειακή μετάβαση σε εγχώριες και ανανεώσιμες πηγές ως κρατική πολιτική, που περιλάμβανε μια μακροπρόθεσμη προοπτική ενώ παράλληλα ενσωμάτωσε τις κοινωνικές και πολιτιστικές διαστάσεις του ενεργειακού ζητήματος.

Ο Méndez Galain εφάρμοσε μια παραλλαγή της προσέγγισης που χρησιμοποιείται από ορισμένες ηλεκτρικές εταιρείες στη Βραζιλία. Οι εταιρείες αυτές λειτουργούσαν μέσω συμπράξεων δημόσιου-ιδιωτικού τομέα, όπου οι εταιρείες ήταν υπεύθυνες για την παραγωγή ενέργειας, ενώ ιδιωτικοί φορείς διαχειρίζονταν τη διανομή και την εξυπηρέτηση πελατών. Η δική του καινοτομία έγκειται στην αντιστροφή αυτής της δυναμικής: Οι ιδιωτικές εταιρείες θα ήταν υπεύθυνες για την εγκατάσταση και τη συντήρηση των ανεμογεννητριών που θα τροφοδοτούν το δίκτυο της Ουρουγουάης, ενώ η δημόσια εταιρεία θα συνέχιζε να διανέμει την ενέργεια στους καταναλωτές.

Αυτή η προσέγγιση είχε το εγγενές πλεονέκτημα της μεταφοράς της μεγάλης αρχικής δαπάνης για την κατασκευή ανεμογεννητριών σε ιδιωτικές εταιρείες. Από την πλευρά της, η κρατική εταιρεία συμφώνησε να αποκτήσει όλη την ενέργεια που παράγεται από τις εν λόγω ανεμογεννήτριες με προκαθορισμένο ρυθμό για 20 χρόνια.

Υπήρξε όμως μια ισχυρή πολιτική βούληση προς αυτή την κατεύθυνση καθώς όλα τα κόμματα συμφώνησαν με τη μετάβαση. Το 2009 οργανώθηκαν δημοπρασίες στις οποίες εταιρείες αιολικής ενέργειας από όλο τον κόσμο ανταγωνίστηκαν για να προσφέρουν τη φθηνότερη ανανεώσιμη ενέργεια στη χώρα.

Η πράσινη μετάβαση

Τελικά, οι προσφορές οδήγησαν σε συμβάσεις που επέκτειναν την ικανότητα της Ουρουγουάης να παράγει πράσινη ηλεκτρική ενέργεια κατά περισσότερο από 40%. Έτσι, το ενεργειακό δίκτυο της χώρας τροφοδοτήθηκε σχεδόν αποκλειστικά από ΑΠΕ και οι τιμές καταναλωτή, προσαρμοσμένες στον πληθωρισμό, μειώθηκαν.

Πλέον το ήμισυ της ηλεκτρικής ενέργειας της Ουρουγουάης παράγεται από τα φράγματα, το 10% από γεωργικά-βιομηχανικά απόβλητα και φωτοβολταικά πάρκα, ενώ η αιολική ενέργεια είναι ο μεγάλος πρωταγωνιστής καλύπτοντας το 38% των ενεργειακών αναγκών.

Σήμερα, η χώρα διαθέτει περισσότερες από 700 ανεμογεννήτριες κατανεμημένες σε όλη την επικράτειά της, ενώ οι διακοπές ρεύματος έγιναν πολύ σπάνιες, ανακουφίζοντας τα κρατικά ταμεία. Παράλληλα, η κρατική εταιρεία ενέργειας, UTE, πληρώνει ενοίκιο κάθε χρόνο στους ιδιοκτήτες της γης όπου λειτουργούν τα αιολικά πάρκα και ο ενεργειακός μετασχηματισμός δημιούργησε νέες θέσεις εργασίας και ευκαιρίες απασχόλησης.