Την ώρα που οι τέσσερις τραπεζίτες συμμετέχουν τις τελευταίες ημέρες στα κορυφαία επενδυτικά συνέδρια του πλανήτη σε Νέα Υόρκη και Λονδίνο, για να ενισχύσουν το επενδυτικό αφήγημα των ελληνικών τραπεζών, πίσω στην Αθήνα τα επιτελεία δουλεύουν πυρετωδώς για να καταρτίσουν τα business plans του 2026 και τα οποία θα αποτελέσουν τον βασικό οδηγό του πιστωτικού συστήματος για τους επόμενους μήνες.

Οι ελληνικές τράπεζες θα επιχειρήσουν να εκμεταλλευτούν το περιβάλλον φθηνότερου χρήματος και ανεμπόδιστης πρόσβασης στις αγορές για να στηρίξουν την οργανική τους κερδοφορία.

Σύμφωνα με υψηλόβαθμες τραπεζικές πηγές, έμφαση δίνεται στα κομμάτια των εσόδων και της πιστωτικής επέκτασης, καθώς και σε μια σειρά βασικούς στόχους όπως η περαιτέρω μείωση των κόκκινων δανείων, η μείωση του κόστους πιστωτικού κινδύνου και η συγκράτηση των εξόδων, παρά τις περαιτέρω επενδύσεις στην τεχνολογία και την ψηφιοποίηση.

Βασικοί παράμετροι που λαμβάνονται υπ’ όψιν είναι η αύξηση του ΑΕΠ με ρυθμό 2,2% την επόμενη χρονιά, η σταθεροποίηση των επιτοκίων στο 2% και η συνεχιζόμενη αύξηση στις τιμές των ακινήτων κατά 1,5% – 2%.

Παράλληλα θα ενσωματώνουν και τα οφέλη από εξαγορές και συγχωνεύσεις στις οποίες προχώρησαν οι τράπεζες τη φετινή χρονιά και πιο συγκεκριμένα η Eurobank της Ελληνικής Τράπεζας στην Κύπρο, η Alpha Bank της ΑΧΙΑ, της Astrobank και της Flexfin και η Πειραιώς της Εθνικής Ασφαλιστικής.

Ο ρόλος των επιτοκίων και η πιστωτική επέκταση

Τα νέα από το μέτωπο της νομισματικής πολιτικής είναι καλά, μιας και πλέον στο βασικό σενάριο οι παρεμβατικοί δείκτες της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ), δεν θα μειωθούν άλλο.Ο πλέον κρίσιμος από αυτούς, το επιτόκιο διευκόλυνσης αποδοχής καταθέσεων, μετά από 8 διαδοχικές περικοπές, έχει διαμορφωθεί από τον περασμένο Ιούνιο στο 2% και παρέμεινε σταθερό στα δύο τελευταία διοικητικά συμβούλια των κεντρικών τραπεζιτών.

Παρά τις τοποθετήσεις της επικεφαλής της ΕΚΤ Κριστίν Λαγκάρντ ότι οι επόμενες αποφάσεις, όπως και οι προηγούμενες, θα εξαρτηθούν από τα εισερχόμενα οικονομικά στοιχεία, άλλοι αξιωματούχοι δηλώνουν ευθέως πως δεν είναι απαραίτητη η περαιτέρω χαλάρωση της νομισματικής πολιτικής. Αυτή είναι και η πρόβλεψη που διατυπώνει πλέον η πλειονότητα των οικονομολόγων.

Η συγκεκριμένη εξέλιξη οδηγεί σε σταθεροποίηση των εσόδων από τόκους, προερχόμενους από το υφιστάμενο στοκ χορηγήσεων ήδη από εφέτος αν και με χαμηλότερο επιτοκιακό περιθώριο. Και αυτό διότι αναμένουν ισχυρή αύξηση της πιστωτικής επέκτασης, η οποία ήδη ξεπερνά τις προβλέψεις που είχαν κάνει για τη φετινή χρονιά, με όχημα τα δάνεια προς επιχειρήσεις.

Υπενθυμίζεται ότι στα business plans του 2024, οι τράπεζες είχαν προβλέψει μέσο όρο ετήσιας αύξησης των νέων χορηγήσεων στο 7-8% για την περίοδο 2025-2027, έναντι 3%-5% που προβλέπεται για τις τράπεζες της ΕΕ. Ήδη μέχρι στιγμής, το 2025, οι ελληνικές τράπεζες έχουν ξεπεράσει τον πήχη που είχαν θέσει, με αύξηση δανείων 12-15% στο δεύτερο τρίμηνο του τρέχοντος έτους, προχωρώντας σε αναβαθμίσεις των ετήσιων στόχων τους.

Σύμμαχός τους σε αυτή την προσπάθεια το Ταμείο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας καθώς από τα 17,7 δισ. ευρώ δάνεια που δικαιούνται, έχουν εκταμιεύσει μόνο 4,1 δισ. ευρώ, καθώς τα κύρια οφέλη του ΤΑΑ αναμένονται το 2026 και 2027.

Συμβολή στην πιστωτική επέκταση αναμένουν οι τράπεζες και από τα στεγαστικά, με τις εκταμιεύσεις να αυξάνονται φέτος στα 2,2 δις ευρώ από 1,9 δις. το 2024. Από το 2026 οι τράπεζες αναμένουν στροφή σε θετικό ρυθμό πιστωτικής επέκτασης και εκταμιεύσεις 4 – 5 δις. ευρώ τα επόμενα χρόνια.

Με εφαλτήριο τις θετικές επιδόσεις στις χορηγήσεις, μαζί με την αύξηση των προμηθειών από εργασίες bancassurance, asset και wealth management οι τράπεζες είναι πεπεισμένες ότι θα επιτύχουν και τους στόχους για τα επιτοκιακά έσοδα. Μετά την μικρή υποχώρησή τους στις αρχές του χρόνου, αυτά αναμένεται να σταθεροποιηθούν από το γ΄ και δ΄ τρίμηνο του τρέχοντος έτους και να αυξάνονται στη συνέχεια.

Μείωση εξόδων για τόκους

Την ίδια στιγμή, η υποχώρηση των δεικτών της ΕΚΤ προσφέρει στις τράπεζες την ευκαιρία να περιορίσουν και τα έξοδα που πληρώνουν για τόκους. Ο λόγος γίνεται τόσο για την καταθετική βάση, κυρίως τους λογαριασμούς προθεσμίας, όσο και για τους ομολογιακούς τίτλους που εξέδωσαν την προηγούμενη διετία και φέρουν υψηλά κουπόνια.

Συγκεκριμένα αυτήν την περίοδο λήγουν προθεσμιακές καταθέσεις που συνάφθηκαν πέρυσι, όταν οι αποδόσεις ήταν σχεδόν διπλάσιες από τις τρέχουσες. Όσοι επιλέγουν λοιπόν να ανανεώσουν το προϊόν τους, αυτό γίνεται με πολύ πιο χαμηλά επιτόκια. Πλέον, η πλειονότητα των λογαριασμών προθεσμίας διατίθεται με αποδόσεις 0,50% – 0,80% έναντι 1,5% προ 12μήνου. Όσο λοιπόν θα ανανεώνονται τα παλαιά προϊόντα, τόσο θα υποχωρούν τα έντοκα έξοδα για τις τράπεζες.

Ενδεικτική είναι η πορεία του μέσου επιτοκίου στο σύνολο των υφιστάμενων υπολοίπων, σύμφωνα με στοιχεία της Τράπεζας της Ελλάδος. Από τη ζώνη του 1,85%, ως προς τα φυσικά πρόσωπα, τον Ιούλιο του 2024, μετά από 12 μήνες είχε υποχωρήσει στο 1,32%. Από την άλλη, στις επιχειρήσεις, από το υψηλό του 3%, βρέθηκε στο 1,70%.

Την ίδια στιγμή οι συστημικές τράπεζες, στο πλαίσιο της υποχρέωσής τους έναντι του επόπτη για ενίσχυση των δεικτών MREL, προχώρησαν σε μαζικές εκδόσεις ομολόγων τα τελευταία 2 περίπου χρόνια. Ωστόσο, αυτή η προσπάθεια ξεκίνησε όταν τα επιτόκια του ευρώ, άρα και το κόστος χρηματοδότησης από τις αγορές, κινούνταν έντονα ανοδικά με αποτέλεσμα οι περισσότερες εκδόσεις έγιναν με «τσουχτερά» επιτόκια.

Πλέον, η κατάσταση έχει βελτιωθεί σημαντικά και ήδη οι ελληνικές τράπεζες μπορούν να σηκώσουν όσα κεφάλαια χρειάζονται με προνομιακούς όρους. Η ευχέρεια αυτή είναι αποτέλεσμα της υποχώρησης των διατραπεζικών δεικτών euribor, αλλά και της συνεχούς αναβάθμισης της πιστοληπτικής τους ικανότητας από τους διεθνείς οίκους, στη βάση του περιορισμού των κινδύνων και της ενίσχυσης της κερδοφορίας τους.

Οι τραπεζικές διοικήσεις εκμεταλλεύονται την τρέχουσα συγκυρία για να αντλήσουν κεφάλαια, τα οποία εν μέρει ή συνολικά κατευθύνονται στην αποπληρωμή παλαιότερων και πιο ακριβών εκδόσεων. Ήδη μέσα στο καλοκαίρι, επιτυχημένη έξοδο στις αγορές πραγματοποίησαν και οι τέσσερις μεγάλοι του κλάδου, ενώ οι εκδόσεις αυτές αναμένεται να συνεχιστούν μέχρι το τέλος του έτους, με στόχο μεταξύ άλλων να μειωθεί το κόστος εξυπηρέτησης του χαρτοφυλακίου ομολόγων MREL.

Διαβάστε ακόμη: