Ο Antonio Vivaldi ήταν μία ιδιοφυία. Ένας πολυγραφότατος, ευρηματικός συνθέτης και δεξιοτέχνης του βιολιού. Δεν είναι τυχαίο ότι συγκαταλέγεται ανάμεσα στους δημοφιλέστερους και περισσότερο ηχογραφημένους μπαρόκ συνθέτες.

Από τη Μανταλένα Μαρία Διαμαντή

Μπορεί να χειροτονήθηκε ιερέας, ωστόσο απαλλάχθηκε από τα καθήκοντά του και διορίστηκε καθηγητής βιολιού στο ίδρυμα Ospedale della Pieta της Βενετίας- ένα εκκλησιαστικό άσυλο απόρων κοριτσιών- για το οποίο συνέθεσε τα έργα του, που είναι τα περισσότερα συγκεντρωμένα σε συλλογές.

Η μουσική γνώρισε μεγάλη αποδοχή από το κοινό και τις καλύτερες κριτικές ενώ ο ίδιος ήταν εν ζωή. Μετά το θάνατό του, όμως, η δημοτικότητά της μειώθηκε σε μεγάλο βαθμό και ξαναήρθε στην επιφάνεια τον 20ό αιώνα.

Γύρω στο 1725 ο Βιβάλντι εξέδωσε τις Τέσσερις εποχές -Άνοιξη, Καλοκαίρι, Φθινόπωρο, Χειμώνας-, που είχε συνθέσει λίγα χρόνια νωρίτερα- και συγκαταλέγονται ανάμεσα στα δημοφιλέστερα έργα που γράφτηκαν ποτέ, ένα από τα πιο υπέροχα της μουσικής μπαρόκ.

Είναι τα πρώτα τέσσερα από μια σειρά κοντσέρτων με τον γενικό τίτλο Il cimento dell’ armonia e dell’ inventione (O ανταγωνισμός ανάμεσα στην Αρμονία «Λογική» και στην Επινόηση “Φαντασία”).

Τα τέσσερα κοντσέρτα είναι γραμμένα για βιολί και ορχήστρα εγχόρδων και αποτελούνται από τρία μέρη, ενώ περιέχουν ονοματοποιητικά ευρήματα, όπως :
Το κελάηδισμα των πουλιών(Άνοιξη),
Ο κούκος»
Οι άνεμοι (Καλοκαίρι),
Το ζώο που ξεφεύγει (Φθινόπωρο),
Τα δόντια που χτυπούν (Χειμώνας).

Eμπνεύστηκε πιθανώς από την εξοχή που περιέβαλε τη Μάντουα. Εδώ ο Vivaldi παρουσιάζει ρυάκια, πουλιά που κελαηδούν, σκύλους που γαβγίζουν, κουνούπια που βουίζουν, ποιμενικούς σκύλους που αλυχτούν, καταιγίδες, πιωμένους χορευτές, ήσυχες νύχτες, γιορτές κυνηγιού,παγωμένα τοπία, παιδιά που κάνουν πατινάζ και ζεστές χειμερινές φωτιές.

Τα κοντσέρτα του αποτελούν επανάσταση στον τρόπο της μουσικής αντίληψης!

Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου στο klik.gr