Η Ελλάδα είναι αντιμέτωπη με σημαντικές προκλήσεις και προοπτικές στον τομέα των δημοσιονομικών μεγεθών για το έτος 2023, όπως επισημαίνει στην τελευταία του έκθεση το ΚΕΠΕ.
Συγκεκριμένα, η χώρα βρίσκεται σε μια φάση οικονομικής ανάκαμψης, μείωσης της ανεργίας και επαναφοράς της οικονομικής της βιωσιμότητας. Καθώς όμως το διεθνές περιβάλλον παρουσιάζει μια επιβραδυνόμενη ανάπτυξη, αλλά και εσωτερικά οι πληθωριστικές πιέσεις εμμένουν και η χώρα στο πλαίσιο της Ευρωζώνης αντιμετωπίζει συσφικτική νομισματική πολιτική, η οικονομική πολιτική που θα ακολουθήσει η νεοεκλεγμένη κυβέρνηση είναι ιδιαίτερα σημαντική.
Στον τομέα των δημόσιων οικονομικών η χώρα έχει καταφέρει να υλοποιήσει μεταρρυθμίσεις, να βελτιώσει το επιχειρηματικό περιβάλλον και να ελέγξει το έλλειμμα. Ωστόσο, η άρση της γενικής ρήτρας διαφυγής από τους δημοσιονομικούς στόχους το 2024 και η συζητούμενη μεταρρύθμιση του Συμφώνου Σταθερότητας θέτει περιορισμούς στα περιθώρια που έχει η δημοσιονομική πολιτική να στηρίξει την ανάκαμψη της οικονομίας με επεκτατικά μέτρα, πόσο δε μάλλον να προχωρήσει σε μέτρα στήριξης της κοινωνίας, αύξησης των εισοδημάτων και άλλα μέτρα που έχουν ανακοινωθεί στο προεκλογικό πρόγραμμα της νέας κυβέρνησης.
Έτσι μοναδικός δρόμος για τη νέα κυβέρνηση είναι η οικονομική ανάπτυξη, η οποία είναι σημαντική για τη βελτίωση του βιοτικού επιπέδου των πολιτών αλλά και για τη βιωσιμότητα του χρέους, καθώς και για την εύρεση του απαραίτητου δημοσιονομικού χώρου για την άσκηση κοινωνικής πολιτικής. Η τήρηση των πρωτογενών πλεονασμάτων είναι απαραίτητη για τη διατηρησιμότητα, της χώρας στις αγορές, αλλά σε λογικά επίπεδα, ώστε να μην δημιουργούν προβλήματα στην ανάπτυξη. Οι υφεσιακές πιέσεις του διεθνούς περιβάλλοντος αποτελούν τροχοπέδη στην ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας. Τα χρηματοδοτικά εργαλεία του Ταμείου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας και του ΕΣΠΑ 2021- 2027 θα μπορούσαν να λειτουργήσουν ως αντίβαρο. Για να συμβεί αυτό, θα πρέπει να υλοποιηθούν άμεσα και κατά προτεραιότητα τα προγράμματα τα οποία έχουν σημαντικό αναπτυξιακό αποτύπωμα. Σημαντικό ρόλο θα παίξει και η ενίσχυση των ιδιωτικών επενδύσεων, καθώς οι καθαρές επενδύσεις παρέμειναν αρνητικές και το 2022.
Απαραίτητη προϋπόθεση για την αύξηση των επενδύσεων είναι οι διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις για την περαιτέρω βελτίωση του επενδυτικού περιβάλλοντος. Οι επενδύσεις, ξένες και εγχώριες, θα πρέπει να είναι προσανατολισμένες σε παραγωγικές και τεχνολογικά προηγμένες δραστηριότητες, όπως η τουριστική βιομηχανία, η αγροτική παραγωγή, η ναυτιλία και οι νέες τεχνολογίες, που θα συνεισφέρουν στη δημιουργία θέσεων εργασίας και στην αύξηση των εσόδων του κράτους. Επιπλέον, η όσο το δυνατόν ταχύτερα ανάκτηση της επενδυτικής βαθμίδας αποτελεί επιτακτική ανάγκη για τη συγκράτηση του κόστους δανεισμού και τη βελτίωση του δημόσιου χρέους.
Επιπρόσθετα, στην οικονομική ανάπτυξη αλλά και στον έλεγχο των δημοσιονομικών μεγεθών βασικό εργαλείο θα αποτελέσει και ο έλεγχος των ελλειμμάτων του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών, διότι το έλλειμμα αυτό αποτελεί τον βασικότερο οικονομικό κίνδυνο, καθώς αποτελεί δομικό πρόβλημα της ελληνικής οικονομίας που καταδεικνύει το προβληματικό πρότυπο ανάπτυξης της χώρας που, παρά τις μεταρρυθμίσεις που έχουν γίνει την τελευταία δεκαετία, ακόμη στηρίζεται στην κατανάλωση, κυρίως εισαγόμενων προϊόντων, και όχι στις επενδύσεις και τις εξαγωγές όπως θα έπρεπε.
Περισσότερο προβληματικό δε είναι το παραγωγικό μοντέλο της χώρας που στηρίζεται σε μεγάλο ποσοστό σε εισαγόμενες εισροές. Συνοπτικά, η διατήρηση της δημοσιονομικής πειθαρχίας και η βελτίωση της αποτελεσματικότητας των δημόσιων δαπανών θα αποτελέσουν προτεραιότητες για το 2023. Είναι σημαντικό να διατηρηθεί η ισορροπία μεταξύ της ανάγκης για δημόσιες επενδύσεις και της διασφάλισης της κοινωνικής προστασίας των πολιτών. Η διατήρηση της δημοσιονομικής πειθαρχίας, η ανταγωνιστικότητα της οικονομίας και η κοινωνική προστασία παραμένουν οι βασικές παράμετροι της οικονομικής πολιτικής.
Διαβάστε ακόμη: