Τα στοιχεία για την εκτέλεση του Κρατικού Προϋπολογισμού περιόδου Ιανουαρίου – Αυγούστου 2024, έρχονται ουσιαστικά να πιστοποιήσουν τα όσα ανέφερε ο οίκος αξιολόγησης Moodys, στην πρόσφατη ανακοίνωσή του για την αναβάθμιση των προοπτικών της ελληνικής οικονομίας.

Ότι δηλαδή, η Ελλάδα έχει επιδείξει ισχυρή προσήλωση στη δημοσιονομική σύνεση και έχει εφαρμόσει τα τελευταία χρόνια μια σειρά δημοσιονομικών μεταρρυθμίσεων (ψηφιοποίηση της ΑΑΔΕ, ηλεκτρονική τιμολόγηση, διασύνδεση των POS με τις ταμειακές μηχανές) που έχουν ενισχύσει τα έσοδα.Ο οίκος σημείωνε ακόμη ότι τα υψηλότερα πρωτογενή πλεονάσματα, ενδεχομένως σε συνδυασμό με ισχυρότερη πραγματική και ονομαστική αύξηση του ΑΕΠ, θα υποστηρίξουν με τη σειρά τους την ταχύτερη μείωση του χρέους.

Σύμφωνα λοιπόν με την ανακοίνωση του ΥΠΕΘΟ, σε τροποποιημένη ταμειακή βάση, για την περίοδο του Ιανουαρίου – Αυγούστου 2024, παρουσιάζεται πλεόνασμα στο ισοζύγιο του κρατικού προϋπολογισμού ύψους 1.044 εκατ. ευρώ έναντι στόχου για έλλειμμα 2.774 εκατ. ευρώ που έχει περιληφθεί για το αντίστοιχο διάστημα του 2024 στην εισηγητική έκθεση του Προϋπολογισμού 2024 και ελλείμματος 92 εκατ. ευρώ το αντίστοιχο διάστημα του 2023. Το πρωτογενές αποτέλεσμα σε τροποποιημένη ταμειακή βάση διαμορφώθηκε σε πλεόνασμα ύψους 7.567 εκατ. ευρώ, έναντι στόχου για πρωτογενές πλεόνασμα 3.316 εκατ. ευρώ και πρωτογενούς πλεονάσματος 5.596 εκατ. ευρώ για την ίδια περίοδο το 2023.

Σημειώνεται ότι μέρος της διαφοράς στις εισπράξεις των φορολογικών εσόδων ύψους 647 εκατ. ευρώ προσμετράται στο δημοσιονομικό αποτέλεσμα του έτους 2023, ενώ ποσό που αφορά ετεροχρονισμό των μεταβιβαστικών πληρωμών προς ΟΚΑ ύψους 1.854 εκατ. ευρώ και των δαπανών για εξοπλιστικά προγράμματα ύψους 634 εκατ. ευρώ (ήτοι συνολικά 2.488 εκατ. ευρώ), δεν επηρεάζει το αποτέλεσμα σε δημοσιονομικούς όρους.Εξαιρουμένων των ανωτέρω ποσών, η υπέρβαση του στόχου στο πρωτογενές πλεόνασμα του κρατικού προϋπολογισμού για την περίοδο Ιανουαρίου-Αυγούστου ανέρχεται σε 1.116 εκατ. ευρώ.

Επιπλέον, κατά την κατάρτιση του Προγράμματος Σταθερότητας τον Απρίλιο του 2024, έχει ήδη ληφθεί υπόψη ότι ποσό ύψους 1.238 εκατ. ευρώ σε δημοσιονομική βάση που προέρχεται από επικαιροποιημένη πρόβλεψη των φορολογικών εσόδων του 2024, κατευθύνεται σε αυξημένες δαπάνες του τακτικού Προϋπολογισμού των φορέων Γενικής Κυβέρνησης, καθώς και του Εθνικού σκέλους του Προγράμματος Δημοσίων Επενδύσεων.

Η εικόνα των φορολογικών εσόδων

Τις υψηλές δημοσιονομικές επιδόσεις συντηρούν κατά κύριο λόγο οι αυξημένες εισπράξεις των φορολογικών εσόδων. Έτσι, τα έσοδα της κατηγορίας «Φόροι» ανήλθαν σε 43.002 εκατ. ευρώ, αυξημένα κατά 1.899 εκατ. ευρώ ή 4,6% έναντι του στόχου που έχει περιληφθεί στην εισηγητική έκθεση του Προϋπολογισμού 2024.

Η υπερεκτέλεση αυτή προέρχεται από την καλύτερη απόδοση των φόρων εισοδήματος φυσικών και νομικών προσώπων του προηγούμενου έτους που εισπράχθηκαν σε δόσεις μέχρι και το τέλος Φεβρουαρίου 2024 (σημειώνεται ότι εκτιμώμενο ποσό ύψους 647 εκατ. ευρώ προσμετράται στο δημοσιονομικό αποτέλεσμα του έτους 2023), όσο και την καλύτερη απόδοση στην είσπραξη των φόρων του τρέχοντος έτους. Συνεπώς η υπέρβαση των φορολογικών εσόδων που προσμετράται δημοσιονομικά στο έτος 2024 ανέρχεται σε 1.252 εκατ. ευρώ.

Ειδικότερα για τους κυριότερους φόρους της κατηγορίας αυτής παρατηρούνται τα εξής:

  • Τα έσοδα από ΦΠΑ ανήλθαν σε 16.796 εκατ. ευρώ και είναι αυξημένα έναντι του στόχου κατά 532 εκατ. ευρώ.
  • Τα έσοδα των ΕΦΚ ανήλθαν σε 4.744 εκατ. ευρώ και είναι αυξημένα έναντι του στόχου κατά 132 εκατ. ευρώ.
  • Τα έσοδα των φόρων ακίνητης περιουσίας ανήλθαν σε 1.941 εκατ. ευρώ και είναι αυξημένα έναντι του στόχου κατά 48 εκατ. ευρώ.
  • Τα έσοδα των φόρων εισοδήματος ανήλθαν σε 14.938 εκατ. ευρώ και είναι αυξημένα έναντι του στόχου κατά 1.197 εκατ. ευρώ, εκ των οποίων:
  1. Ο Φόρος Εισοδήματος Φυσικών Προσώπων είναι αυξημένος κατά 384 εκατ. ευρώ
  2. Ο Φόρος Εισοδήματος Νομικών Προσώπων αυξημένος κατά 613 εκατ. ευρώ
  3. Οι Λοιποί Φόροι Εισοδήματος αυξημένοι κατά 200 εκατ. ευρώ έναντι του στόχου

Τέρμα η δημοσιονομική χαλάρωση στην Ε.Ε.

Στο σημείο αυτό θα πρέπει να επισημανθεί ότι, αυτή η υπεραπόδοση της Ελλάδας στο “μετωπο” της δημοσιονομικής πολιτικής, καταγράφεται σε μια περίοδο όπου η Ε.Ε. βρίσκεται στα πρώτα στάδια εφαρμογής του νέου Συμφώνου Σταθερότητας και Ανάπτυξης (ΣΣΑ), δηλαδή ένα νέο περιοριστικό πλαίσιο που εισάγεται τόσο για την Ελλάδα όσο και για τις υπόλοιπες ευρωπαϊκές χώρες, το οποίο ωστόσο είναι χαλαρότερο σε σχέση με τους παλαιούς δημοσιονομικούς κανόνες. Το νέο δημοσιονομικό πλαίσιο προβλέπει σημαντικούς περιορισμούς στον ρυθμό αύξησης των δημόσιων δαπανών, ενώ οποιοσδήποτε δημοσιονομικός χώρος δημιουργείται στην πλευρά των εσόδων θα κατευθύνεται στη μείωση του δημόσιου χρέους.

Όπως σημείωνε σε πρόσφατη σχετική ανάλυση και η Τράπεζα της Ελλαδος (ΤτΕ),  σκοπός της μεταρρύθμισης είναι να αντιμετωπίσει τις ατέλειες του υφιστάμενου δημοσιονομικού πλαισίου. Συγκεκριμένα, επιδιώκει να διασφαλίσει ότι οι νέοι δημοσιονομικοί κανόνες είναι απλούστεροι, πιο διαφανείς και αποτελεσματικοί, με μεγαλύτερη εθνική ιδιοκτησία και ένα καλύτερο σύστημα επιβολής και επιτήρησης. Οι νέοι κανόνες δημοσιονομικής πειθαρχίας λαμβάνουν υπόψη την ανάγκη μείωσης των αυξημένων επιπέδων δημόσιου χρέους, ως αποτέλεσμα – μεταξύ άλλων – της πανδημίας, με ρεαλιστικό, σταδιακό και μόνιμο τρόπο.

Παράλληλα, το νέο πλαίσιο οικονομικής διακυβέρνησης της ΕΕ βασίζεται στα διδάγματα που αντλήθηκαν από τις πολιτικές που ασκήθηκαν για την αντιμετώπιση των επιπτώσεων της παγκόσμιας χρηματοπιστωτικής κρίσης και της κρίσης χρέους στην ευρωζώνη, οπότε σημειώθηκαν προκυκλικές πολιτικές δημοσιονομικής προσαρμογής και έλλειψη επενδύσεων, η οποία εμπόδισε την ταχεία οικονομική ανάκαμψη.

Η μεταρρύθμιση του πλαισίου οικονομικής διακυβέρνησης της ΕΕ, η οποία προέκυψε από μια μακρόχρονη διαδικασία διαβούλευσης και διαπραγμάτευσης, αποτελεί αναμφισβήτητα θετική εξέλιξη η οποία αντιμετωπίζει αρκετές από τις ανεπάρκειες και τις ατέλειες του προηγούμενου πλαισίου. Ανάλογα βήματα προόδου είχαν γίνει και στις προηγούμενες μεταρρυθμίσεις του ΣΣΑ το 2011-201325 και το 201526. Οι αλλαγές που τελικά προκρίνονται ενδεχομένως είναι λιγότερο φιλόδοξες σε σχέση με τις αρχικές προσδοκίες, αλλά σε κάθε περίπτωση το δημοσιονομικό πλαίσιο της ΕΕ σταδιακά προσαρμόζεται στις μεταβαλλόμενες συνθήκες. Σε τελική ανάλυση, η αποτελεσματικότητα του νέου πλαισίου θα εξαρτηθεί από την αξιόπιστη εφαρμογή του.

Τα βασικά σημεία του νέου δημοσιονομικού πλαισίου

Πιο αναλυτικά, παράλληλα με τη διατήρηση των τιμών αναφοράς για το δημοσιονομικό έλλειμμα και το δημόσιο χρέος που προβλέπονται στις ευρωπαϊκές συνθήκες, οι νέοι δημοσιονομικοί κανόνες περιλαμβάνουν αρκετές καινοτομίες, θέτοντας τη μακροχρόνια βιωσιμότητα του δημόσιου χρέους ως κεντρικό στόχο πολιτικής.Συγκεκριμένα, διατηρούνται τα όρια 3% του ΑΕΠ για το δημοσιονομικό έλλειμμα και 60% του ΑΕΠ για το δημόσιο χρέος που προβλέπονται στο υφιστάμενο ΣΣΑ.

Βασική καινοτομία του νέου πλαισίου είναι η κατάργηση των οριζόντιων αριθμητικών κανόνων και η υιοθέτηση διαφοροποιημένης προσέγγισης για κάθε κράτος-μέλος, ώστε να λαμβάνονται υπόψη η ανομοιογένεια των δημοσιονομικών θέσεων, του δημόσιου χρέους και των οικονομικών προκλήσεων, καθώς και οι κίνδυνοι βιωσιμότητας (risk-based approach). Ως εκ τούτου, θα καθορίζονται πολυετείς, ειδικές ανά χώρα, δημοσιονομικές πορείες ώστε να διασφαλίζεται η μακροχρόνια βιωσιμότητα του δημόσιου χρέους με μόνιμο τρόπο.

Η ΤτΕ επισημαίνει ότι σημαντικό ρόλο στο σχεδιασμό της οικονομικής πολιτικής αποκτούν τα μεσοπρόθεσμα δημοσιονομικά-διαρθρωτικά σχέδια για τη μείωση των ελλειμμάτων και του χρέους και την προώθηση επενδύσεων και μεταρρυθμίσεων. Κάθε κράτος-μέλος θα καταρτίζει μεσοπρόθεσμο σχέδιο τεσσάρων ή πέντε ετών, με το οποίο θα δεσμεύεται να ακολουθεί συγκεκριμένη δημοσιονομική πορεία, καθώς και να πραγματοποιεί δημόσιες επενδύσεις και μεταρρυθμίσεις που να εξασφαλίζουν από κοινού τη διαρκή και σταδιακή μείωση του χρέους και τη διατηρήσιμη οικονομική μεγέθυνση. Επιπλέον, τα εθνικά μεσοπρόθεσμα σχέδια θα περιλαμβάνουν και δράσεις για την αντιμετώπιση τυχόν μακροοικονομικών ανισορροπιών, σύμφωνα με τις συστάσεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής (Macroeconomic Imbalance Procedure, MIP).

 Τι προβλέπεται για τη δημοσιονομική προσαρμογή

Από κει και πέρα, η περίοδος της δημοσιονομικής προσαρμογής ορίζεται σε τέσσερα έτη, η οποία δύναται να επεκταθεί σε έως επτά έτη, εάν τα κράτη-μέλη δεσμευθούν στην υλοποίηση μεταρρυθμίσεων και επενδύσεων που συμβάλλουν στην ενίσχυση της αναπτυξιακής δυναμικής και την προσαρμογή των οικονομιών στις τρέχουσες συνθήκες, σύμφωνα και με τις ευρωπαϊκές προτεραιότητες. Αυτές οι προτεραιότητες περιλαμβάνουν την επίτευξη δίκαιης, πράσινης και ψηφιακής μετάβασης, τη διασφάλιση ενεργειακής αυτονομίας, την ενίσχυση της κοινωνικής και οικονομικής ανθεκτικότητας και της άμυνας.

Σύμφωνα με την ΤτΕ, δίνεται επίσης η δυνατότητα αναθεώρησης των σχεδίων πριν από τη λήξη τους, είτε σε περίπτωση κυβερνητικής αλλαγής είτε όταν επέλθουν μεταβολές που καθιστούν αδύνατη την εφαρμογή τους. Η ενσωμάτωση δημοσιονομικών, μεταρρυθμιστικών και επενδυτικών στόχων σε ένα ενιαίο μεσοπρόθεσμο σχέδιο θα συμβάλλει στη δημιουργία μιας συνεκτικής και εξορθολογισμένης διαδικασίας.

Με αυτό τον τρόπο δίνεται μεγαλύτερη αυτονομία στα κράτη-μέλη για την κατάρτιση των δημοσιονομικών σχεδίων και αυξάνεται η εθνική ιδιοκτησία των μέτρων δημοσιονομικής προσαρμογής. Παράλληλα, ενισχύεται ο διάλογος μεταξύ των κρατών-μελών και των θεσμικών οργάνων της ΕΕ, έτσι ώστε να υπάρχει μεγαλύτερη διαφάνεια και δημόσια επεξήγηση των αποφάσεων για τον προσδιορισμό των δημοσιονομικών στόχων. Κάθε κράτος-μέλος θα υποβάλλει ετήσιες εκθέσεις προόδου στο πλαίσιο του Ευρωπαϊκού Εξαμήνου, όπου θα γίνεται η παρακολούθηση της υλοποίησης των μεσοπρόθεσμων εθνικών σχεδίων.

Η δημοσιονομική προσαρμογή ορίζεται σε όρους βελτίωσης του διαρθρωτικού πρωτογενούς δημοσιονομικού αποτελέσματος. Τα κράτη-μέλη με δημόσιο χρέος άνω του 60% του ΑΕΠ ή με δημοσιονομικό έλλειμμα άνω του 3% του ΑΕΠ θα λαμβάνουν από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή – μετά από προαιρετική διαβούλευση με αυτήν – διαφοροποιημένη “δημοσιονομική πορεία αναφοράς” με βάση τους εκτιμώμενους κινδύνους, η οποία θα προσδιορίζει τις ανάγκες δημοσιονομικής προσαρμογής σε όρους βελτίωσης του διαρθρωτικού πρωτογενούς αποτελέσματος και θα εκφράζεται σε ένα λειτουργικό κανόνα δαπανών.

Για τα κράτη-μέλη με δημοσιονομικό έλλειμμα κάτω από την τιμή αναφοράς 3% του ΑΕΠ και δημόσιο χρέος μικρότερο του 60% του ΑΕΠ, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή θα παρέχει (κατόπιν σχετικού αιτήματος) “τεχνική πληροφόρηση” σχετικά με το ύψος του διαρθρωτικού πρωτογενούς αποτελέσματος που απαιτείται προκειμένου το ονομαστικό έλλειμμα να διατηρείται κάτω από το 3% του ΑΕΠ χωρίς πρόσθετα μέτρα πολιτικής για περίοδο 10 ετών μετά το τέλος του εθνικού μεσοπρόθεσμου δημοσιονομικού-διαρθρωτικού σχεδίου.

Η έμφαση στο δημόσιο χρέος

Σκοπός της δημοσιονομικής προσαρμογής, σύμφωνα με το νέο κοινοτικό πλαίσιο,  είναι η διασφάλιση της μακροχρόνιας βιωσιμότητας του δημόσιου χρέους και η διατήρηση του δημοσιονομικού ελλείμματος κάτω από το όριο του 3% του ΑΕΠ. Στο τέλος της περιόδου προσαρμογής, ο λόγος του δημόσιου χρέους/ΑΕΠ θα πρέπει να βρίσκεται σε μια ρεαλιστική και μόνιμη πτωτική πορεία ή να διατηρείται σε συνετά επίπεδα κάτω του 60% στο βασικό σενάριο αμετάβλητης δημοσιονομικής πολιτικής (no fiscal policy change) που λαμβάνεται υπόψη στις αναλύσεις βιωσιμότητας του δημόσιου χρέους της Ευρωπαϊκής Επιτροπής.

Στο στάδιο του προσδιορισμού της δημοσιονομικής προσαρμογής σε όρους βελτίωσης του διαρθρωτικού πρωτογενούς αποτελέσματος εισάγεται και η ανάλυση των δημοσιονομικών κινδύνων, σύμφωνα με την οποία το χρέος θα πρέπει να βρίσκεται σε πτωτική πορεία με υψηλή πιθανότητα (στοχαστική ανάλυση). Πρακτικά αυτό σημαίνει ότι η δημοσιονομική προσπάθεια θα πρέπει να είναι τέτοια ώστε μετά την περίοδο προσαρμογής το χρέος να μειώνεται με ικανοποιητικό ρυθμό και η καθοδική του πορεία να μη διαταράσσεται όχι μόνο στο βασικό σενάριο αλλά και σε μια σειρά δυσμενών σεναρίων.

Επιπλέον, προβλέπεται πρόσθετο κριτήριο (διασφάλιση)που παρέχει εγγυήσεις για τη μείωση του δείκτη χρέους/ΑΕΠ κατά την περίοδο προσαρμογής Αυτή η διασφάλιση ουσιαστικά προσδιορίζεει την ελάχιστη δημοσιονομική προσαρμογή που απαιτείται για τη συμμόρφωση με το νέο δημοσιονομικό πλαίσιο και εξασφαλίζει τον εμπροσθοβαρή χαρακτήρα της δημοσιονομικής προσπάθειας και την τήρηση των δημοσιονομικών ορίων ακόμη και σε δυσμενείς οικονομικές συνθήκες.

Πιο συγκεκριμένα, σύμφωνα με το κριτήριο διασφάλισης της βιωσιμότητας του χρέους:

α) οι χώρες με χρέος άνω του 90% του ΑΕΠ θα πρέπει να μειώνουν το χρέος τους κατά 1 ποσοστιαία μονάδα (ποσ. μον.) του ΑΕΠ κατ’ ελάχιστο κατά μέσο όρο ετησίως στη διάρκεια της περιόδου προσαρμογής, ενώ

β) οι χώρες με χρέος μεταξύ 60% και 90% του ΑΕΠ θα πρέπει να μειώνουν το χρέος τους τουλάχιστον κατά 0,5 ποσ. μον. του ΑΕΠ κατά μέσο όρο ετησίως στη διάρκεια της περιόδου προσαρμογής.

Το κριτήριο αυτό θεσπίστηκε για να διασφαλιστεί ο στόχος της σταδιακής αποκλιμάκωσης του χρέους και κατά τη διάρκεια της περιόδου προσαρμογής, δεδομένου ότι ο κανόνας δαπανών αφορά τις πρωτογενείς δαπάνες και μια αύξηση των δαπανών για τόκους θα μπορούσε θεωρητικά να αυξήσει πρόσκαιρα το λόγο χρέους/ΑΕΠ, χωρίς να παραβιάζεται ο λειτουργικός κανόνας συμμόρφωσης και να απειλείται η επίτευξη του δημοσιονομικού στόχου (σε όρους βελτίωσης του διαρθρωτικού πρωτογενούς αποτελέσματος).

Με αυτό τον τρόπο ενισχύονται η προβλεψιμότητα του πλαισίου και η ίση μεταχείριση των κρατών-μελών που πρέπει να υποστούν δημοσιονομική προσαρμογή. Παράλληλα, δημιουργείται μια νέα τιμή αναφοράς για το δημόσιο χρέος, πέρα από την τιμή του 60% του ΑΕΠ που περιλαμβάνεται στο υφιστάμενο ΣΣΑ.

Διαβάστε ακόμη: