Ο επιχειρηματικός κόσμος πιστεύει πως, το 2022, η μάχη που πρέπει να δοθεί και να κερδηθεί είναι αυτή κατά της ακρίβειας, με τον πληθωρισμό, σε αρκετές ευρωπαϊκές χώρες, να καταγράφει ιστορικά υψηλά πολλών ετών.
Γράφει ο Σπύρος Σταθάκης
Όπως επισημαίνει το ΕΒΕΠ, οι πιέσεις αυτές συνδέονται με τη ραγδαία αύξηση των τιμών της ενέργειας και της αναντιστοιχίας μεταξύ της αυξημένης ζήτησης και της αδύναμης προσφοράς, λόγω των δυσχερειών που επέφερε η πανδημία στις εφοδιαστικές αλυσίδες. Το κόστος της πανδημίας στην παγκόσμια οικονομία εκτιμάται μέχρι σήμερα στα 12 τρις δολάρια. Στην Ελλάδα, το κόστος ανέρχεται στα 43,5 δις ευρώ, ενώ το πληθωριστικό φαινόμενο εξελίσσεται με μικρή καθυστέρηση και ελαφρώς μικρότερη ένταση σε σύγκριση με την Ευρωζώνη, που ήδη υπερβαίνει το 6%.
Η αντιμετώπιση των πληθωριστικών πιέσεων θεωρείται μείζονος σημασίας, καθώς η άνοδος του επιπέδου τιμών σε βασικά προϊόντα και, κυρίως, στην ενέργεια, επιβαρύνει σημαντικά τους οικογενειακούς προϋπολογισμούς, συμπιέζοντας, εν τέλει, την αγοραστική δύναμη των νοικοκυριών. Στην πλευρά της καταναλωτικής εμπιστοσύνης συνεχίστηκε η υποχώρηση, κατόπιν της κλιμάκωσης της ανόδου των τιμών βασικών αγαθών κατά 20%, καθώς καταγράφεται ανησυχία για την εξέλιξη των πραγματικών εισοδημάτων των νοικοκυριών.
Οι χειμερινές εκπτώσεις, που θα διαρκέσουν το επόμενο δίμηνο, μπορούν να λειτουργήσουν ως «κόφτης» και ανάχωμα κατά της ακρίβειας για τους καταναλωτές. Ας ελπίσουμε ότι τα μεγάλα ποσοστά εκπτώσεων και η επάρκεια αγαθών στην ελληνική αγορά θα δώσουν τη δυνατότητα, αφενός στα εμπορικά καταστήματα να ρευστοποιήσουν τα εποχικά εμπορεύματα τους και, αφετέρου, στους καταναλωτές κάνουν «έξυπνες» αγορές για να καλύψουν, σε χαμηλότερες τιμές, πολλές οικογενειακές υποχρεώσεις. Απειλή για το εμπόριο και τη βιομηχανία το 2022 είναι ο πληθωρισμός στην Ευρώπη, που τροφοδοτείται από τις σπειροειδείς τιμές της ενέργειας και των εμπορευμάτων, ενώ θα χρειαστούν αρκετοί μήνες για να αποκλιμακωθεί.
Σημειώνεται πώς ο πληθωρισμός στην Ελλάδα αυξήθηκε τον Δεκέμβριο στο 5,1%, ενώ, σύμφωνα με τα στοιχεία της Eurostar, φαίνεται πως έχει αναρριχηθεί στην Ευρωζώνη σε επίπεδα άνω του 6% τον Ιανουάριο. Οι συστημικές τράπεζες θα χρειαστούν σταθερά επιτόκια χρηματοδότησης από την ΕΚΤ για να αποφύγουν δημοσιονομικές αντιδράσεις και να μην σκοτώσουν την ανάκαμψη. Το 2022 θα είναι επίσης μια χρονιά αλλαγής στις ανάγκες του εμπορικού κλάδου σε ένα ολοένα και πιο περίπλοκο περιβάλλον ενεργειακής κρίσης.
Η ακρίβεια, με όχημα το ενεργειακό κόστος και τις διαταραχές της εφοδιαστικής αλυσίδας, θα αποτελέσουν τα βασικά μέτωπα τουλάχιστον το πρώτο εξάμηνο του 2022. Ωστόσο, νεότερες εκτιμήσεις, που απεύχομαι την επιβεβαίωσή τους, θέλουν την κρίση στην εφοδιαστική να εκτείνεται και σε όλο το πρώτο εξάμηνο του τρέχοντος έτους, γεγονός που προδικάζει ότι τα κόστη διαμετακόμισης θα εξακολουθήσουν σε ιστορικά υψηλά, με μικρές διακυμάνσεις, που θα επηρεάσουν τόσο το εισαγωγικό, όσο και το εξαγωγικό εμπόριο.
Στο «σκηνικό» που έχει σχηματοποιηθεί ενυπάρχουν και οι καθυστερήσεις, από 15 έως 45 ημέρες, στην εξυπηρέτηση πλοίων σε κομβικά λιμάνια της Ε.Ε. που αποδίδεται στην έλλειψη χώρων εναπόθεσης, καθώς, με βάση τα τελευταία στοιχεία εμφανίζουν πληρότητες που ξεπερνούν, σε ορισμένες των περιπτώσεων, και το 100%.
Το στοιχείο αυτό «μεταφράζεται» σε επιπρόσθετα κόστη από «σταλίες», καταπτώσεις ρητρών και έξοδα μεταφορτώσεων, που, σε τελική ανάλυση, επηρεάζουν στη διαμόρφωση των τελικών τιμών που καλείται το καταναλωτικό κοινό να καταβάλει. Είναι γεγονός πως η μάχη κατά της ακρίβειας απαιτεί κοινό αγώνα πολιτείας και αγοράς για να κερδηθεί.
Για να περιορίσουμε, λοιπόν, μέρος των αυξήσεων πρέπει να δημιουργήσουμε αποθέματα, άρα χρειάζεται ρευστότητα. Αντί για τη μείωση του ΕΦΚ και του ΦΠΑ, από 13% στο 6%, που θα δημιουργήσει παρέκκλιση του προϋπολογισμού, εν μέσω μάλιστα της προτελευταίας 13ης αξιολόγησης και που δεν ξέρουμε εάν θα μετακυλιστεί στις τελικές τιμές, είναι ίσως τολμηρότερο, αλλά προτιμότερο, να αυξηθούν κατά 6% οι κατώτατοι μισθοί.
Σωστή, λοιπόν η απόφαση του Πρωθυπουργού να επισπεύσει τη 2η , εντός του έτους, αύξηση του κατώτατου μισθού από την 1η Μαΐου με θετικό αντίκτυπο σε 4 εκατ. εργαζόμενους. Ανάσα δίνουν τα τρία πρόσφατα μέτρα στήριξης ύψους 80 εκατ. ευρώ, που περιλαμβάνουν την επέκταση των αναστολών, του επιδόματος των 534 ευρώ για εργαζόμενους στη μουσική, εστίαση, ξενοδοχεία, θέατρα, γυμναστήρια και, συνολικά, 37 ΚΑΔ πληγέντων επιχειρήσεων, με οικονομική ενίσχυση.
Σύμφωνα με όσα ανακοίνωσαν τα υπουργεία Οικονομικών, Ανάπτυξης και Εργασίας θα διατεθούν τα ποσά των 30 εκατ. ευρώ σε εργαζομένους για αναστολές στο 25% έως 100% του προσωπικού, 42 εκατ. ευρώ για επιλεγμένες επιχειρήσεις που θα λάβουν ενίσχυση 8% του τζίρου του 2019 έως 400.000 ευρώ η καθεμία.
Επιπλέον, για τον Ιανουάριο, προβλέπεται το πάγωμα πληρωμής δόσεων φορολογικών υποχρεώσεων στην Εφορία και ρυθμισμένων οφειλών 8 εκατ. ευρώ, τόσο επιχειρήσεων που πλήττονται, όσο και εργαζομένων σε αναστολή εργασίας, με αποπληρωμή στο τέλος της ρύθμισης.
Η κυβέρνηση διαβεβαιώνει ότι τα μέτρα θα συνεχιστούν για όσο διαρκεί η κρίση, με βασικό στόχο την προστασία των θέσεων εργασίας και των εισοδημάτων, ενώ δεν έχει αποκλειστεί το σενάριο για μεγαλύτερο κούρεμα της επιστρεπτέας προκαταβολής ανάλογα με την έκταση των ζημιών επαγγελματιών και επιχειρήσεων. Σύμφωνα με το Δ.Σ. του ΕΒΕΠ στην παρούσα μεταβατική κατάσταση, χρειάζονται, αφενός παρεμβάσεις στοχευμένης στήριξης από την Πολιτεία και, αφετέρου, μέτρα ώστε να μην υπάρξουν κερδοσκοπικά φαινόμενα.
Η αναζήτηση λύσης δεν είναι καθόλου εύκολη και τα όποια αντίμετρα ανάσχεσης δεν επιλύουν συνολικά το πρόβλημα της ακρίβειας. Στο εμπόριο λέμε πως το κλειδί της επιτυχίας είναι η τιμή αγοράς και όχι η τιμή πώλησης.
Τώρα, λοιπόν, στη μάχη κατά της ακρίβειας, οι ΜμΕ της αγοράς πρέπει να επιβεβαιώσουμε πως μπορούμε να βρούμε εγχώριες και ευρωπαϊκές πηγές με τις καλύτερες τιμές. Επί του παρόντος, η ελληνική επιχειρηματικότητα απέναντι στις τρεις βασικές αιτίες του πληθωρισμού, που είναι οι αυξήσεις ενέργειας, μεταφορών και εμπορευμάτων, καλείται να χρησιμοποιήσει αντίστοιχα τρία «αντίμετρα άμυνας», που είναι οι επιδοτήσεις λογαριασμών φυσικού αερίου και ρεύματος, η δίμηνη περίοδο των εκπτώσεων και, στη συνέχεια, η αύξηση των μισθών.