Σύμφωνο Σταθερότητας. Απλούστερους κανόνες και χωρίς… «ταμπού», όπως δήλωσε ο Ευρωπαίος Επίτροπος Πάολο Τζεντιλόνι, η Κομισιόν άνοιξε σήμερα τη συζήτηση για με τον τρόπο αναθεώρησης των δημοσιονομικών κανόνων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, προκειμένου να αντιμετωπιστεί η αύξηση του δημόσιου χρέους που προκλήθηκε κατά τη διάρκεια της πανδημίας, αλλά και τις τεράστιες επενδύσεις που απαιτούνται για την καταπολέμηση της κλιματικής αλλαγής.
«Χρειαζόμαστε κανόνες οικονομικής διακυβέρνησης που μπορούν να αντιμετωπίσουν τις προκλήσεις κατά μέτωπο. Σήμερα λοιπόν, ξεκινάμε μια δημόσια συζήτηση. Θέλουμε να ακούσουμε απόψεις και ιδέες και να οικοδομήσουμε συναίνεση και ιδιοκτησία για αποτελεσματική οικονομική παρακολούθηση. Με αυτόν τον τρόπο, μπορούμε να κάνουμε τις κοινωνίες και τις οικονομίες μας πιο βιώσιμες, δίκαιες και ανταγωνιστικές – και πλήρως προετοιμασμένες για μελλοντικές προκλήσεις», δήλωσε ο αντιπρόεδρος της Κομισιόν Βάλντις Ντομπρόβσκις.
Μεγάλη ανησυχία έχει προκαλέσει το γεγονός ότι η πανδημία έχει αφήσει πίσω της τεράστια ελλείμματα και υψηλά χρέη, για τα οποία θα πρέπει να βρεθεί η κατάλληλη «φόρμουλα» μείωσής τους. Το θέμα αφορά άμεσα την Ελλάδα, η οποία καταγράφει διψήφια ποσοστά ελλείμματος, ενώ διαθέτει το υψηλότερο χρέος σε όλη την Ευρώπη, που ξεπερνά το 200% του ΑΕΠ.
Δημοσιονομικοί στόχοι της δεκαετίας του ’90
Με βάση το τρέχον Σύμφωνο Σταθερότητας τα κράτη – μέλη δεν θα πρέπει να ξεπερνούν το όριο ελλείμματος του 3% του ΑΕΠ και το όριο του 60% του Ακαθάριστου Εγχώριου Προϊόντος για το χρέος. Ωστόσο, η ιστορία έχει αποδείξει στην πράξη ότι αυτοί οι δημοσιονομικοί κανόνες έχουν ακυρωθεί στην πράξη εδώ και χρόνια, αφού ο μέσος όρος χρέος στην Ευρώπη ξεπερνά το 100% του ΑΕΠ, από 60-70% στις αρχές της δεκαετίας του 1990, όταν είχαν συνταχθεί οι κανόνες.
«Ξεκινάμε εκ νέου αυτήν την ανασκόπηση της οικονομικής μας διακυβέρνησης με φόντο τις τεράστιες επενδυτικές ανάγκες, καθώς η κλιματική έκτακτη ανάγκη γίνεται όλο και πιο έντονη κάθε χρόνο που περνά. Ταυτόχρονα, η ισχυρή δημοσιονομική υποστήριξη που παρέχεται κατά τη διάρκεια της πανδημίας έχει οδηγήσει σε υψηλότερα επίπεδα χρέους. Αυτές οι προκλήσεις καθιστούν ακόμη πιο ουσιαστικό να υπάρχει ένα διαφανές και αποτελεσματικό δημοσιονομικό πλαίσιο. Η επίτευξη αυτού είναι κοινή μας ευθύνη και είναι ζωτικής σημασίας για το μέλλον της Ένωσης », σημείωσε ο ευρωπαίος επίτροπος Πάολο Τζεντιλόνι.
Σύμφωνο Σταθερότητας: Αυστηρές απαιτήσεις για τα χρέη
Εφόσον οι συζητήσεις με τα κράτη – μέλη καταλήξουν σε μια κοινή συμφωνία, θα πρόκειται για την 4η κατά σειρά αλλαγή του Συμφώνου, από τότε που θεσπίστηκε το 1997 για τον περιορισμό του δανεισμού των κυβερνήσεων, για τη διασφάλιση του ευρώ. Οι δημοσιονομικοί κανόνες είχαν αναθεωρηθεί το 2005, το 2011 και το 2013.
Οι ετήσιες μειώσεις χρέους που απαιτούνται από τους ισχύοντες κανόνες δεν είναι απλώς ρεαλιστικές για χώρες με χρέη 160% του ΑΕΠ όπως η Ιταλία ή πάνω από 200% όπως η Ελλάδα. Πολλοί υπουργοί Οικονομικών της ΕΕ θεωρούν ότι οι απαιτήσεις μείωσης του χρέους είναι πολύ αυστηρές, γι’ αυτό και η συμφωνία δεν αναμένεται να ανακοινωθεί άμεσα. Η άλλη μεγάλη πρόκληση είναι να διασφαλιστεί ότι οι κανόνες δεν δένουν στα χέρια των κυβερνήσεων, τη στιγμή που η ΕΕ πρέπει να κινητοποιήσει εκατοντάδες δισεκατομμύρια ευρώ για να μηδενίσει τις καθαρές εκπομπές CO2 έως το 2050.
Η Κομισιόν ετοιμάζεται να ανακοινώσει έναν «οδηγό» μέσα στο 2022, αφού πρώτα έχει ακούσει τις απόψεις όλων των κρατών μελών. Επίσης, θα υπάρξει δημόσια διαβούλευση με φορείς της Ευρώπης, οι οποίοι θα μπορούν να καταθέσουν τις προτάσεις τους έως το τέλος του 2021.
Σύμφωνο Σταθερότητας: Οι ελληνικές προτάσεις
Στις αρχές Σεπτεμβρίου, το Γραφείο Προϋπολογισμού της Βουλής είχε καταθέσει (κατόπιν αιτήματος του Υπουργού Οικονομικών κ. Χρήστου Σταϊκούρα τις ελληνικές θέσεις για την αναθεώρηση του Δημοσιονομικού πλαισίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης:
1. Το κριτήριο του χρέους στο 60% του ΑΕΠ ως τιμή αναφοράς (anchor) για όλα ανεξαιρέτως τα κράτη μέλη είναι ιδιαίτερα περιοριστικό και πρακτικά ανεφάρμοστο. Tο 2020 το συνολικό δημόσιο χρέος της Ευρωζώνης έφτασε στο 98% του ΑΕΠ (από 84% το 2019). Σε κάποια κράτη-μέλη (Πορτογαλία, Ιταλία) το χρέος είναι υπερδιπλάσιο της τιμής αναφοράς (133,6% και 155,8% αντίστοιχα) ενώ στην Ελλάδα είναι υπερτριπλάσιο (205,6%). Θα πρέπει να καθοριστούν ρεαλιστικοί στόχοι για το ύψος του δημόσιου χρέους, διαφορετικοί για κάθε κράτος-μέλος, που θα λαμβάνουν υπόψη το αρχικό του ύψος, τις ακαθάριστες χρηματοδοτικές ανάγκες, τις ευρύτερες οικονομικές συνθήκες (ονομαστική μεγέθυνση και επιτόκια δανεισμού) και τις δημοσιονομικές δυνατότητες προσαρμογής. Το κριτήριο του χρέους θα πρέπει να χαρακτηρίζεται από σημαντικό βαθμό ευελιξίας, ώστε να είναι συμβατό με τις ποικίλες εθνικές ιδιαιτερότητες και να αποφεύγονται διαταραχές στη συνοχή της Ευρωζώνης. Οι στόχοι αυτοί θα προτείνονται από το κάθε κράτος-μέλος, κατόπιν ανεξάρτητης αξιολόγησης και θα εγκρίνονται από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, δεσμεύοντας τη χώρα να συγκλίνει σε αυτό το επίπεδο σε ορίζοντα 5-10 ετών.
2. Ο μεσοπρόθεσμος δημοσιονομικός στόχος (Medium Term Objective) είναι κριτήριο συμμόρφωσης που θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί συμπληρωματικά. Υπολογίζεται ως το πρωτογενές αποτέλεσμα, αφού εξαιρεθούν τα εφάπαξ μέτρα, ως ποσοστό του δυνητικού ΑΕΠ. Παρότι επιτυγχάνει την εξάλειψη της κυκλικότητας από τη μέτρηση του δημοσιονομικού αποτελέσματος και παρέχει ευελιξία για τη δημιουργία ελλειμμάτων σε συνθήκες ύφεσης, δεν είναι παρατηρήσιμο μέγεθος και ο υπολογισμός του προκύπτει από σχετικά περίπλοκη μεθοδολογία που το καθιστά δυσνόητο στους περισσότερους πολίτες. Μπορεί να παραμείνει ως συμπληρωματικό στοιχείο, ενδεικτικό της δημοσιονομικής κατάστασης, χωρίς όμως να αποτελεί το βασικό κριτήριο συμμόρφωσης και επιβολής κυρώσεων όπως μέχρι σήμερα.
3. Ο ρυθμός αύξησης των καθαρών δημόσιων δαπανών (expenditure benchmark) μπορεί να αποτελέσει το βασικό εργαλείο μέτρησης της δημοσιονομικής προσπάθειας και σύγκλισης προς το επιθυμητό ύψος δημόσιου χρέους. Το εν λόγω μέγεθος έχει οριστεί από το 2011 και υπολογίζεται από το σύνολο των δημόσιων δαπανών αφού αφαιρεθεί η εξυπηρέτηση χρέους και τα επιδόματα ανεργίας και αφού εξαιρεθούν οι (θετικές ή αρνητικές) μεταβολές των φορολογικών εσόδων που οφείλονται σε διακριτικές πολιτικές (δηλαδή αλλαγές συντελεστών). Το συγκεκριμένο μέγεθος είναι σχετικά εύκολα αντιληπτό και ο ρυθμός μεταβολής του πρέπει να καθορίζεται με τρόπο που οδηγεί στη μείωση του δημόσιου χρέους στο επιθυμητό επίπεδο. Επιπρόσθετα, μπορεί να επιτηρείται με διαφάνεια από εθνικούς και ευρωπαϊκούς φορείς ώστε να μετριέται η επίδοση της χώρας.
4. Ιδιαίτερη μεταχείριση απαιτείται για τις δημόσιες επενδύσεις, οι οποίες θα πρέπει να αυξηθούν σημαντικά προκειμένου να επιταχυνθεί η ανάκαμψη και να αντιμετωπιστούν οι προκλήσεις της κλιματικής αλλαγής. Έχει διαπιστωθεί ότι σε πολλές περιπτώσεις δημοσιονομικής προσαρμογής οι δημόσιες επενδύσεις μειώνονταν δυσανάλογα, υπονομεύοντας τις μακροχρόνιες προοπτικές οικονομικής ανάπτυξης. Ένα μέρος τους, σαφώς ορισμένο με αντικειμενικά κριτήρια, πρέπει να εξαιρεθεί από τον ορισμό των καθαρών δαπανών. Για να αποφευχθούν προβλήματα σχετικά με τον ορισμό των δημόσιων επενδύσεων και απόπειρες λογιστικής χειραγώγησης, θα πρέπει να υιοθετηθεί ένας αυστηρός κοινός «συμμετρικός» ορισμός που θα παρακολουθείται σε εθνικό και ευρωπαϊκό επίπεδο. Ενδεικτικά, θα μπορούσαν να αφαιρούνται από τις καθαρές δαπάνες τόσο οι «πράσινες» δημόσιες επενδύσεις όσο και το κόστος μετάβασης σε καθαρές μορφές ενέργειας για κλάδους και περιοχές εξαιτίας της κλιματικής αλλαγής.
5. To Ταμείο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας θα πρέπει να μετεξελιχθεί σε έναν μόνιμο μηχανισμό μακροοικονομικής σταθεροποίησης. Ο μηχανισμός αυτός θα πρέπει να υποστηρίζεται από ένα μεγάλο προϋπολογισμό σε επίπεδο ΕΕ, ο οποίος θα πρέπει να χρηματοδοτείται μέσω φορολογίας και θα πρέπει να έχει τη δυνατότητα δανεισμού από τις διεθνείς αγορές. Η κύρια στόχευσή του θα πρέπει να είναι στη χρηματοδότηση επενδύσεων και στην αντιμετώπιση μεγάλων, εξωγενών διαταραχών.
6. Καθώς κανένα πλαίσιο κανόνων δεν μπορεί να προβλέψει όλα τα πιθανά ενδεχόμενα, είναι απαραίτητο να διαμορφωθούν προϋποθέσεις για την ενεργοποίηση εθνικής ρήτρας διαφυγής, εφόσον συντρέχουν ιδιαίτερα δυσμενείς συνθήκες. Η ύπαρξη αυτών των συνθηκών θα πρέπει να πιστοποιείται από ανεξάρτητη εθνική αξιολόγηση και να εγκρίνεται από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή.