Λίγες ημέρες πριν από τη συνάντησή του με τον Κινέζο πρόεδρο Σι Τζινπίνγκ στη Νότια Κορέα, ο Ντόναλντ Τραμπ δείχνει να προσεγγίζει το πιο δύσκολο πεδίο της παγκόσμιας διπλωματίας: τον πόλεμο στην Ουκρανία.

του Χρήστου Μυτιλινιού

Από το προεδρικό αεροσκάφος Air Force One, ο Αμερικανός πρόεδρος δήλωσε ανοιχτά ότι θα ήθελε «η Κίνα να βοηθήσει με τη Ρωσία», επισημαίνοντας ότι ο Σι Τζινπίνγκ «έχει τη δύναμη να επηρεάσει τον Πούτιν».

«Θέλω να τελειώσει αυτός ο πόλεμος»

«Έχω πολύ καλές σχέσεις με τον πρόεδρο Σι. Και εκείνος θέλει να δει τον πόλεμο να τελειώνει», τόνισε ο Τραμπ, αποδίδοντας την πρωτοβουλία του στη βούλησή του να τερματιστεί μια αιματοχυσία που έχει παραταθεί πέρα από κάθε πρόβλεψη.

Σύμφωνα με τις δηλώσεις του, ο Κινέζος ηγέτης «μπορεί να έχει μεγάλη επιρροή» στον Βλαντίμιρ Πούτιν — μια εκτίμηση που δείχνει τη διάθεση του Τραμπ να αναζητήσει λύση ακόμη και μέσω της Κίνας, παρά τις γεωπολιτικές αντιστάσεις που αυτό συνεπάγεται.

Ρεαλιστική προσέγγιση και πολιτικό ρίσκο

Ο πρώην πρόεδρος των ΗΠΑ δεν κρύβει την απογοήτευσή του για την εξέλιξη της σύγκρουσης.
«Κάθε φορά που μιλάω με τον Βλαντίμιρ, έχουμε καλές συνομιλίες, αλλά δεν καταλήγουν πουθενά», είπε, διευκρινίζοντας ότι δεν θα χάσει τον καιρό του σε νέα συνάντηση χωρίς ορατή προοπτική ειρήνης.

Η τοποθέτησή του αποτελεί ανοιχτή διαφοροποίηση από τις γραμμές που κυριαρχούν σε Ουάσιγκτον και Βρυξέλλες, καθώς ο Τραμπ δείχνει πρόθυμος να αξιοποιήσει όποιο κανάλι μπορεί να επιφέρει κατάπαυση του πυρός – ακόμη και αν αυτό τον φέρει σε αντίθεση με τα κυρίαρχα αφηγήματα του δυτικού πολιτικού κατεστημένου.

Η Κίνα στο επίκεντρο

Η συνάντηση της Πέμπτης με τον Σι αναμένεται να καλύψει κυρίως τα εμπορικά ζητήματα μεταξύ ΗΠΑ και Κίνας, όμως, όπως είπε ο ίδιος, «θα συζητηθούν τα πάντα – ακόμη και ο πόλεμος στην Ουκρανία».

Το Πεκίνο, αν και παραμένει σταθερός σύμμαχος της Μόσχας, δεν έχει απορρίψει ποτέ το ενδεχόμενο ειρηνευτικής διαμεσολάβησης.
Ο Τραμπ φαίνεται να επιχειρεί να εκμεταλλευτεί αυτή τη λεπτή ισορροπία, θεωρώντας ότι μια “σιωπηλή” κινεζική παρέμβαση μπορεί να ασκήσει πραγματική πίεση στη Ρωσία.

Η πολιτική διάσταση στις ΗΠΑ

Η κίνηση του Τραμπ να εμπλέξει την Κίνα προκαλεί συζητήσεις στην Ουάσιγκτον, καθώς για πολλούς αντιστρέφει τη λογική του Ψυχρού Πολέμου.
Αντί να συντηρεί το κλίμα αντιπαράθεσης, επιδιώκει να φέρει στο τραπέζι ακόμη και τους πιο απρόθυμους παίκτες, με μόνο στόχο την λήξη των εχθροπραξιών.

Η στάση αυτή έρχεται σε αντίθεση με όσους προτιμούν τη συνέχιση της πίεσης προς τη Μόσχα μέσω εξοπλισμών και κυρώσεων, αλλά συνάδει με την παραδοσιακή ρεαλπολιτίκ που χαρακτήρισε πολλές από τις πρωτοβουλίες του Τραμπ στο παρελθόν.

Κυρώσεις και πολιτική ισορροπία

Παράλληλα, ο Αμερικανός πρόεδρος ανακοίνωσε νέες κυρώσεις κατά των δύο μεγαλύτερων ρωσικών πετρελαϊκών εταιρειών, την ώρα που διαμηνύει ότι θέλει να δει τον πόλεμο να σταματά.
Η διπλή αυτή τακτική –πίεση στη Ρωσία, δίαυλος με την Κίνα– δείχνει ότι ο Τραμπ επιδιώκει πραγματιστικά αποτελέσματα και όχι απλώς διπλωματικές εντυπώσεις.

Ένας Τραμπ που αναζητεί ειρήνη

Παρά τις επικρίσεις από αντιπάλους που τον κατηγορούν για «διφορούμενη στάση» απέναντι στη Μόσχα και το Πεκίνο, ο Τραμπ εμφανίζεται πιο αποφασισμένος από ποτέ να δώσει τέλος στη σύγκρουση.

Με τη φράση του «δεν θα χάνω τον καιρό μου χωρίς συμφωνία», στέλνει μήνυμα ότι επιλέγει τη διπλωματία των αποτελεσμάτων, ακόμη κι αν αυτό σημαίνει να συγκρουστεί με κατεστημένα συμφέροντα ή αφήγηματα που επενδύουν στη συνέχιση του πολέμου.

Η επερχόμενη συνάντησή του με τον Σι Τζινπίνγκ αναμένεται να αποτελέσει κομβική στιγμή για τη διεθνή σκηνή — και ίσως το πρώτο βήμα προς ένα πραγματικό μονοπάτι ειρήνης στην Ουκρανία.

Δυτικός προβληματισμός για την “πρωτοβουλία Τραμπ”

Η πρόθεση του Ντόναλντ Τραμπ να εμπλέξει την Κίνα ως μεσολαβητή για τον τερματισμό του πολέμου Ρωσίας – Ουκρανίας προκάλεσε έντονο προβληματισμό σε ΗΠΑ, ΝΑΤΟ και ΕΕ.
Διπλωμάτες στις Βρυξέλλες σχολιάζουν ότι η ιδέα είναι «ανορθόδοξη αλλά όχι παράλογη», καθώς το Πεκίνο έχει τη μοναδική ικανότητα να επηρεάζει πραγματικά τη Μόσχα.

Στην Ουάσιγκτον, ωστόσο, δεν λείπουν οι αντιδράσεις από μέλη του Κογκρέσου που θεωρούν ότι η πρωτοβουλία του Τραμπ «αποδυναμώνει τη δυτική συνοχή».
Ο ίδιος, πάντως, επιμένει:

«Η ειρήνη δεν πρέπει να θεωρείται υποχώρηση. Είναι το μόνο αποτέλεσμα που αξίζει τον κόπο».

«Δεν χρειαζόμαστε ατελείωτους πολέμους»

Σύμφωνα με συνεργάτες του, ο Τραμπ θεωρεί ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες δεν μπορούν να συνεχίσουν επ’ αόριστον να χρηματοδοτούν συγκρούσεις χωρίς στρατηγικό τέλος.
Στο περιβάλλον του Λευκού Οίκου επικρατεί η άποψη ότι «ο πόλεμος στην Ουκρανία πρέπει να τελειώσει στο τραπέζι, όχι στο πεδίο».

Αν και η θέση αυτή προκαλεί δυσφορία στους πιο «γερακιούς» κύκλους του Πενταγώνου, ο Τραμπ υπερασπίζεται τη ρεαλιστική προσέγγιση της διπλωματίας και όχι της εξάντλησης.
Η επιλογή του να ζητήσει τη συνδρομή του Σι Τζινπίνγκ —και όχι ενός Ευρωπαίου ηγέτη— ερμηνεύεται ως προσπάθεια να σπάσει τα παραδοσιακά σχήματα της δυτικής διπλωματίας.

Η Ευρώπη ανάμεσα σε επιφυλάξεις και προσδοκίες

Στις ευρωπαϊκές πρωτεύουσες, η αντίδραση είναι διττή.
Από τη μια, Παρίσι και Ρώμη βλέπουν με θετικό μάτι κάθε προσπάθεια αποκλιμάκωσης. Από την άλλη, Βερολίνο και Βρυξέλλες φοβούνται ότι η Κίνα θα εκμεταλλευτεί την πρωτοβουλία για να ενισχύσει τη γεωπολιτική της επιρροή.

Διπλωματική πηγή στις Βρυξέλλες ανέφερε χαρακτηριστικά:

«Ο Τραμπ κινείται σε λεπτή γραμμή. Αν πετύχει, θα έχει αλλάξει το αφήγημα του πολέμου. Αν αποτύχει, θα έχει νομιμοποιήσει τη Μόσχα και το Πεκίνο».

Παρά τις επιφυλάξεις, όλοι αναγνωρίζουν ότι η συζήτηση για ειρήνη έχει επανέλθει στο τραπέζι – και αυτό από μόνο του συνιστά μετατόπιση ύστερα από τρία χρόνια πολέμου.

Αλλαγή παραδείγματος στη διπλωματία

Η κίνηση του Τραμπ να ζητήσει τη βοήθεια του Σι Τζινπίνγκ για τη Ρωσία δεν είναι αποκομμένη από τη γενικότερη στρατηγική του.
Από την προεδρία του ακόμη, ο Τραμπ επεδίωκε προσωπικές σχέσεις με ηγέτες, παρά γραφειοκρατικές διαπραγματεύσεις.
Το μοντέλο αυτό, που πολλοί επικρίνουν ως «μονοπρόσωπη διπλωματία», του επέτρεψε ωστόσο να επιτύχει ανατροπές — όπως οι συμφωνίες με τη Βόρεια Κορέα ή οι πιέσεις στο Ιράν χωρίς νέα στρατιωτική επέμβαση.

Στην περίπτωση της Ουκρανίας, επιχειρεί κάτι αντίστοιχο: να επαναφέρει τη λογική των συμφωνιών και όχι των μετώπων.
Ακόμα κι αν οι περισσότεροι δυτικοί αναλυτές κρατούν μικρό καλάθι, το γεγονός ότι η Ουάσιγκτον συζητά ξανά την “ειρήνη μέσω Κίνας” αποτελεί ήδη πολιτικό σεισμό.

Η νέα πραγματικότητα στο Κίεβο

Οι δηλώσεις του Τραμπ ήρθαν σε μια στιγμή πολιτικής κόπωσης στο Κίεβο.
Οι ΗΠΑ αρνήθηκαν να παραδώσουν πυραύλους Tomahawk, οι ευρωπαίοι εταίροι δεν αποδέσμευσαν τα παγωμένα ρωσικά κεφάλαια και η Ουκρανία δέχτηκε νέες επιθέσεις με δεκάδες νεκρούς.

Σε αυτό το περιβάλλον, η προοπτική μιας αμερικανοκινεζικής διαμεσολάβησης, όσο αβέβαιη κι αν είναι, δημιουργεί για πρώτη φορά την αίσθηση πολιτικού “παράθυρου”.
Η Ουάσιγκτον δείχνει να εξετάζει τρόπους διαχείρισης της σύγκρουσης και όχι πλέον απλώς τη συνέχισή της.

Η γραμμή Τραμπ: «Πρώτα η Αμερική, αλλά με ειρήνη»

Για τον Ντόναλντ Τραμπ, η ειρήνη δεν αποτελεί μόνο διεθνή στόχο, αλλά και επέκταση του δόγματος “America First”.
Η αντίληψή του είναι ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες μπορούν να διατηρήσουν την παγκόσμια ισχύ τους χωρίς να αιμορραγούν σε ατέρμονες πολεμικές επιχειρήσεις.

Όπως δήλωσε πρόσφατα:

«Η Αμερική δεν χρειάζεται να πολεμά για να είναι ισχυρή. Χρειάζεται να ηγείται για να επικρατεί η ειρήνη».

Με αυτή τη ρητορική, ο Τραμπ προσπαθεί να ανατρέψει το αφήγημα του “απρόβλεπτου ηγέτη” και να το μετατρέψει σε αφήγημα πολιτικού πραγματισμού, που τολμά να αναζητήσει λύσεις εκεί όπου το παραδοσιακό διπλωματικό κατεστημένο βλέπει μόνο εμπόδια.

Το στοίχημα της επόμενης ημέρας

Όσο πλησιάζει η συνάντηση του Τραμπ με τον Σι Τζινπίνγκ, το ενδιαφέρον της διεθνούς κοινότητας κορυφώνεται.
Κανείς δεν αναμένει θεαματικά αποτελέσματα άμεσα, αλλά είναι σαφές πως η ατζέντα έχει αλλάξει: από τη ρητορική της σύγκρουσης, περνάμε στη ρητορική της αποκλιμάκωσης.

Αν ο Τραμπ καταφέρει να ανοίξει έναν αξιόπιστο δίαυλο με το Πεκίνο και να φέρει τον Πούτιν πιο κοντά στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων, θα έχει επιτύχει μια διπλωματική νίκη ιστορικών διαστάσεων — και ίσως την πρώτη πραγματική κίνηση ειρήνης μετά από χρόνια.

Διαβάστε ακόμη: