Η Δίκη του Άουσβιτς, ήταν στην πραγματικότητα μια σειρά από δίκες που διεξήχθησαν από τις 20 Δεκεμβρίου 1963 ως τις 19 Αυγούστου 1965 στο μέγαρο “Bürgerhaus Gallus”

Οι 22 κατηγορούμενοι που εμφανίστηκαν στο δικαστήριο δεν έμοιαζαν με τους υψηλόβαθμους Ναζί της Δίκης της Νυρεμβέργης, ούτε είχαν τον καθοριστικό ρόλο στον συντονισμό του Ολοκαυτώματος. Αυτοί οι άνθρωποι ήταν μεσαίοι ή χαμηλόβαθμοι αξιωματούχοι, οι οποίοι ήταν υπεύθυνοι για τον έλεγχο των κρατουμένων και αποφάσιζαν για το ποιοι από αυτούς θα στέλνονταν απευθείας στους θαλάμους αερίων του στρατοπέδου αμέσως μετά την κάθοδό τους από το τρένο που τους είχε φέρει ως εκεί.

Οι κατηγορούμενοι δικάστηκαν μόνο για τις δολοφονίες και τα άλλα εγκλήματα που διέπραξαν με δική τους πρωτοβουλία και όχι για οτιδήποτε έκαναν στο Άουσβιτς υπακούοντας σε διαταγές, κάτι που κρίθηκε από τα δικαστήρια ότι είχε μικρότερη βαρύτητα από τη διάπραξη φόνου.

Καθώς η εισαγγελία παρουσίαζε τα στοιχεία της υπόθεσης, μερικοί από τους κατηγορούμενους άρχισαν να αποκτούν ξεχωριστή υπόσταση, ακριβώς λόγω των συντριπτικών μαρτυριών σε βάρος τους. Ένας από αυτούς ήταν ο αξιωματικός της Γκεστάπο Βίλχελμ Μπόγκερ, γνωστός ως ο “Τίγρης του Άουσβιτς”, ο οποίος θεωρείται ότι ήταν ενας από τους πιο αδίστακτους ανακριτές του στρατοπέδου, γιατί χρησιμοποιούσε συχνά την “Κούνια Μπόγκερ”, ένα ειδικό μέσο βασανισμού των κρατουμένων.

Μετά τον πόλεμο, η Φράου Μπράουν, γραμματέας στο τμήμα διοίκησης του στρατοπέδου όπου ήταν επικεφαλής ο Μπόγκερ, έδωσε μια λεπτομερή περιγραφή για το πως χρησιμοποιούσε ο Μπόγκερ την κούνια.

“Ο μηχανισμός ήταν μια κούνια από την οποία οι κρατούμενοι κρέμονταν ανάποδα στη διάρκεια των βασανιστηρίων. Ο Μπόγκερ έδενε τα θύματα από τους καρπούς σε ένα ξύλο αυτού του μηχανισμού και τους έκανε ερωτήσεις ενώ το σώμα τους ταλαντωνόταν στον αέρα και ένας φρουρός τους χτυπόυσε με έναν λοστό.” Η Μπράουν και οι άλλοι άνθρωποι που δούλευαν στο γραφείο δεν έβλεπαν τη διαδικασία, αλλά όπως είπε η ίδια: “Άκουγαν τα διαπεραστικά ουρλιαχτά των θυμάτων. Τους ανάγκαζαν να καταθέτουν μεγαλόφωνα και μετά τους έβγαζαν τα νύχια και τους έκαναν άλλα βασανιστήρια.”

Τα περισσότερα θύματα πέθαιναν κατά την διάρκεια των βασανιστηρίων, ενώ άλλα λίγο αργότερα.

Η πιο ανατριχιαστική μαρτυρία ήταν ίσως της Ντούνια Βάσερστρομ, η οποία είδε ένα φορτηγό γεμάτο με μικρά παιδιά να σταματά μπροστά στο τμήμα διοίκησης. Ένα εβραιόπουλο τεσσάρων ή πέντε χρόνων πήδησε κάτω έχοντας ένα μήλο στο χέρι του και εκείνη τη στιγμή βγήκε στην πόρτα ο Μπόγκερ, ο οποίος έπιασε το παιδί από τα πόδια και του έσπασε το κεφάλι στον τοίχο. Λίγο αργότερα, ο Μπόγκερ κάλεσε την Βάσερστρομ στο γραφείο του για μια δουλειά και εκείνη τον βρήκε να τρώει το μήλο του παιδιού που μόλις είχε σκοτώσει.

Μετά την δίκη καταδικάστηκε σε ισόβια συν 5 έτη φυλάκισης και πέθανε σε ηλικία των 70 ετών στις 3 Απριλίου 1977, 19 χρόνια μετά την σύλληψη του και τη δίκη του.