Η Γροιλανδία δεν μιλούσε για τίποτε άλλο επί δύο εβδομάδες. Το ντοκιμαντέρ «Ο Λευκός Χρυσός της Γροιλανδίας», διάρκειας 55 λεπτών, έφερε στην επιφάνεια μια αποσιωπημένη ιστορία αποικιοκρατικής εκμετάλλευσης, προκαλώντας ισχυρούς πολιτικούς κραδασμούς — όχι μόνο στη Γροιλανδία, αλλά και στη Δανία.
Η παραγωγή του δημόσιου ραδιοτηλεοπτικού φορέα DR αποκάλυψε τη μακροχρόνια οικονομική εκμετάλλευση του ορυχείου κρυολίτη στην Ιβιτούτ, αποτιμώντας τα συνολικά κέρδη της Δανίας στα πάνω από 400 δισ. κορώνες (περίπου 46 δισ. λίρες). Ο παραγωγός Μίκαελ Μπέβορτ σχολίασε ότι η συζήτηση γύρω από το φιλμ «ήταν μεγαλύτερη και από τον Τραμπ».
Το χρονικό της εκμετάλλευσης ξεκινά από το 1854, ενώ το ντοκιμαντέρ βασίστηκε σε ιστορικά λογιστικά δεδομένα, τονίζοντας ότι τα περισσότερα έξοδα —και τα οφέλη— δεν έμειναν στη Γροιλανδία, αλλά επέστρεψαν στο δανικό κράτος.
Σιωπή ή αλήθεια; Ο διχασμός Δανίας – Γροιλανδίας
Η αντίδραση στη Γροιλανδία ήταν άμεση και έντονη, ιδίως καθώς το φιλμ προβλήθηκε στη διάρκεια προεκλογικής περιόδου. Πάνω από το 30% των πολιτών δήλωσε ότι επηρεάστηκε στην εκλογική του απόφαση. Στη Νουούκ, την πρωτεύουσα, το ντοκιμαντέρ χαρακτηρίστηκε ως πολιτικός καταλύτης.
Αντίθετα, στη Δανία το αρχικό ενδιαφέρον έδωσε γρήγορα τη θέση του στην αμηχανία και την απόρριψη. Ο υπουργός Πολιτισμού χαρακτήρισε την παραγωγή «κακή δημοσιογραφία», ενώ οικονομολόγοι αμφισβήτησαν την ερμηνεία των αριθμών, υποστηρίζοντας πως πρόκειται για ακαθάριστο τζίρο και όχι καθαρό κέρδος.
Παρά την επιμονή της DR ότι δεν υπήρξε παραβίαση δεοντολογίας, η πίεση κορυφώθηκε. Το αποτέλεσμα; Η απόσυρση του ντοκιμαντέρ και η παραίτηση του αρχισυντάκτη Θόλμας Φάλμπε. Επισήμως, αιτία ήταν ένα γραφικό με ανακριβή δεδομένα. Ωστόσο, οι αναλύσεις κάνουν λόγο για πολιτικά κίνητρα και «brand protection».
Η Γροιλανδή υπουργός Ναάγια Ναθανίλσεν χαρακτήρισε την απόφαση υπερβολική και δήλωσε ότι «η Δανία έχει χώρο μόνο για μία αφήγηση: ότι ήταν καλή για τη Γροιλανδία — και τίποτα παραπάνω».
Το φιλμ, που πλέον δεν είναι διαθέσιμο στο κοινό, είχε ήδη γίνει σημείο αναφοράς για την ιστορική μνήμη και τον πολιτικό διάλογο, και η «σιωπή» του αποδυναμώνει μια ουσιαστική συζήτηση που μόλις είχε ξεκινήσει.
Ένα ντοκιμαντέρ που δεν επιδίωξε να πολώσει, αλλά να ανοίξει την κουβέντα για το παρελθόν — και τελικά, ίσως αυτό ακριβώς να ενόχλησε περισσότερο.