Η Impax Asset Management Group, η οποία διαχειρίζεται κεφάλαια 35 δισ. δολ. προετοιμάζεται να επωφεληθεί σε περίπτωση που οι αυξανόμενοι φόβοι για μια «φούσκα» γύρω από την τεχνητή νοημοσύνη προκαλέσουν απότομη στροφή των επενδυτών μακριά από τις μεγάλες τεχνολογικές εταιρείες, δήλωσε ο διευθύνων σύμβουλος της εταιρείας.

Ο εταρεία, που ειδικεύεται σε χαμηλών εκπομπών άνθρακα και βιώσιμες επενδυτικές στρατηγικές, ήδη «βλέπει σημάδια ότι αυτά τα οφέλη αρχίζουν να αποδίδουν», σύμφωνα με τον CEO Ian Simm.

Ο κίνδυνος μιας φούσκας που σχηματίζεται γύρω από τις μεγάλες εταιρείες τεχνολογίας που οδηγούν την ανάπτυξη της τεχνητής νοημοσύνης είναι πλέον επαναλαμβανόμενο θέμα στις συζητήσεις των επενδυτών, καθώς εκατοντάδες δισεκατομμύρια δολάρια κατευθύνονται σε τεχνολογίες των οποίων η δυνατότητα για διαρκή κερδοφορία παραμένει αβέβαιη. Ωστόσο, ο φόβος ότι κάποιος θα «μείνει εκτός» έχει τροφοδοτήσει εντυπωσιακές αυξήσεις στις αποτιμήσεις, με ορισμένους να εκτιμούν ότι η Nvidia Corp. θα μπορούσε να φτάσει κεφαλαιοποίηση 5 τρισ. δολαρίων.

Οι λεγόμενες «Magnificent Seven» -Nvidia, Microsoft, Apple, Alphabet, Amazon, Meta και Tesla- αντιπροσωπεύουν σχεδόν το 45% του δείκτη Nasdaq 100.

«Πολλοί θεσμικοί επενδυτές ανησυχούν για την υπερσυγκέντρωση της αγοράς και επιδιώκουν να διαφοροποιήσουν τα χαρτοφυλάκιά τους πέρα από τις “Mag 7” μετοχές», δήλωσε ο Simm. «Η αγορά δεν μπορεί να συνεχίσει να είναι τόσο στενή».

Η Impax έχει περάσει δύσκολα τα τελευταία χρόνια, καθώς αρκετές επενδύσεις χαμηλών εκπομπών άνθρακα δεν απέδωσαν, οδηγώντας και σε απώλειες εντολών διαχείρισης. Στο τέλος του 2024, έχασε σύμβαση με την St. James’s Place, ύψους περίπου 6 δισ. δολαρίων, η οποία μεταφέρθηκε στη Schroders. Παράλληλα, σημειώθηκαν εκροές από κεφάλαια που διαχειριζόταν για λογαριασμό της BNP Paribas Asset Management και εξαγορές από πελάτες στη Βόρεια Αμερική.

Ο Simm παραδέχθηκε πέρυσι ότι η Impax καθυστέρησε να αντιληφθεί τις δυνατότητες της Nvidia, αλλά εκμεταλλεύτηκε μια προσωρινή πτώση της μετοχής για να αρχίσει να χτίζει θέση. Παρά ταύτα, η εταιρεία έχει αποφύγει γενικά τη μαζική συμμετοχή στη «μεγάλη τεχνολογία», κάτι που –όπως υποστηρίζει– της επιτρέπει να διαθέτει πιο διαφοροποιημένο και λιγότερο εκτεθειμένο χαρτοφυλάκιο σε περίπτωση διόρθωσης.

«Η Impax στρέφεται σαφώς προς αμυντική ανάπτυξη και μικρομεσαίες εταιρείες, με έμφαση στη βιομηχανία, στα υλικά και λιγότερο στην ψηφιακή τεχνολογία», είπε.

Παρότι παρακολουθεί πώς θα εξελιχθούν οι αποτιμήσεις των Big Tech, ο Simm παραδέχθηκε ότι εξακολουθούν να υπάρχουν εκροές από μεμονωμένους επενδυτές «που δεν σκέφτονται μαθηματικά ή στρατηγικά για τη διαχείριση του ρίσκου τους». Ωστόσο, όπως είπε, υπάρχει περιθώριο προσέλκυσης νέων θεσμικών πελατών, καθώς ορισμένοι Ευρωπαίοι επενδυτές αποσύρουν κεφάλαια από αμερικανικές εταιρείες που εγκατέλειψαν τις κλιματικές συμμαχίες.

Ο Simm ανέφερε ότι η Impax έχει ήδη εξασφαλίσει «νέες, σημαντικές εντολές διαχείρισης», χωρίς να αποκαλύψει ονόματα. «Είμαστε αισιόδοξοι για τη μελλοντική ανάπτυξη, ιδιαίτερα στον θεσμικό τομέα», είπε.

Το Impax Global Environmental Markets Fund, με ενεργητικό περίπου 2 δισ. δολαρίων, έχει ενισχυθεί κατά 13% φέτος. Οι τοποθετήσεις του περιλαμβάνουν τη Microsoft και την Nvidia, αλλά και πιο «πράσινες» εταιρείες όπως η Schneider Electric, η Xylem και η Waste Management.

Η Impax προσφέρει επίσης επενδύσεις private equity στον τομέα της καθαρής ενέργειας, ο οποίος έχει ανακάμψει χάρη στη ζήτηση που δημιουργεί η τεχνητή νοημοσύνη για παραγωγή ηλεκτρικής ισχύος. Ο δείκτης S&P Global Clean Energy Transition έχει αυξηθεί περίπου 40% φέτος, έναντι 11% του S&P 500, ενώ ο δείκτης S&P Global Oil έχει ενισχυθεί λιγότερο από 5%.

«Υπάρχει έλλειμμα παραγωγής ενέργειας σε μεγάλο μέρος του δυτικού κόσμου – ιδιαίτερα στις ΗΠΑ – λόγω της αυξανόμενης ζήτησης για νέα data centers», ανέφερε ο Simm. «Και, φυσικά, υπάρχει μεγάλο ενδιαφέρον για την ενεργειακή αποδοτικότητα, δεδομένου ότι οι τιμές της ενέργειας, και ειδικά του ηλεκτρισμού, έχουν αυξηθεί σημαντικά».

Διαβάστε ακόμη: