Τις βάσεις για καλύτερη και εξατομικευμένη θεραπευτική προσέγγιση των ασθενών με νόσο Πάρκινσον στο μέλλον μπορεί να θέσει νέα επιστημονική μελέτη στη Δανία, η οποία καταδεικνύει πως στην πραγματικότητα υφίστανται δύο τύποι της νόσου με σημείο εκκίνησης είτε τον εγκέφαλο, είτε το έντερο -γεγονός το οποίο έρχεται να εξηγήσει τη μεγάλη διαφοροποίηση στη συμπτωματολογία.
Η ερευνητική μελέτη -που δημοσιεύεται στο Brain- διενεργήθηκε υπό τον εποπτεία του καθηγητή Per Borghammer και του ιατρού Jacob Horsager στο Τμήμα Κλινικής Ιατρικής στο Πανεπιστήμιο Aarhus και το πανεπιστημιακό νοσοκομείο στην ομώνυμη πόλη της Δανίας.
Σχεδιάστηκε ακριβώς για να απαντήσει στο εάν η νόσος Πάρκινσον είναι μία ή εάν υφίστανται περισσότεροι τύποι, γεγονός το οποίο είχε καταδειχθεί σε προγενέστερες μελέτες αλλά χωρίς να έχει εμπεριστατωθεί καθαρά έως σήμερα.
Οι ειδικοί αναφέρουν πως με τη χρήση προηγμένων απεικονιστικών μεθόδων απέδειξαν ότι η νόσος Πάρκινσον μπορεί να χωριστεί σε δύο τύπους που έχουν ως σημείο εκκίνησης διαφορετικά σημεία του σώματος.
«Σε ορισμένους ασθενείς, η νόσος ξεκινά από το έντερο και εξαπλώνεται από εκεί στον εγκέφαλο μέσω νευρικών οδών. Σε άλλους η νόσος ξεκινά στον εγκέφαλο και εξαπλώνεται στο έντερο και σε άλλα όργανα όπως η καρδιά» εξηγεί ο Per Borghammer.
Και υπογραμμίζει ότι η ανακάλυψη αυτή θα μπορούσε να αποδειχθεί πολύ σημαντική για τη θεραπεία της νόσου Πάρκινσον στο μέλλον, καθώς θα πρέπει να βασίζεται στη μορφή της νόσου κάθε ασθενούς.
Η νόσος Πάρκινσον αποδίδεται στην ανεξελέγκτη συσσώρευση της α-συνουκλεΐνης, πρωτεΐνης που συγκεντρώνεται στα εγκεφαλικά κύτταρα, προκαλώντας τον εκφυλισμό τους, γεγονός που σχετίζεται με τη χαρακτηριστική της νόσου βραδυκινησία και δυσκαμψία.
Στη μελέτη συμπεριλήφθηκαν και άτομα που δεν έχουν ακόμη διαγνωστεί, αλλά θεωρούνται υψηλού κινδύνου για την εκδήλωση της νόσου.
Η μελέτη κατέδειξε ότι ορισμένοι ασθενείς είχαν βλάβη στο σύστημα ντοπαμίνης του εγκεφάλου πριν εμφανιστούν βλάβες στα έντερο και στην καρδιά. Σε άλλους ασθενείς, οι απεικονίσεις αξονικής και μαγνητικής τομογραφίας έδειξαν βλάβη στα νευρικά συστήματα του εντέρου και της καρδιάς πριν εμφανιστεί η βλάβη στο σύστημα ντοπαμίνης του εγκεφάλου.
Αυτή η γνώση είναι σημαντική και συνιστά πρόκληση ως προς την επικρατούσα έως σήμερα αντίληψη για τη νόσο, λέει ο Per Borghammer, προσθέτοντας ότι γίνονται με τα νέα δεδομένα πιο κατανοητές και οι σημαντικές διαφορές που παρατηρούνται στη συμπτωματολογία.
Οι ερευνητές αναφέρονται στους δύο τύπους της νόσου Πάρκινσον ως «πρώτα το σώμα» και «πρώτα ο εγκέφαλος».
Στην περίπτωση της εκδήλωσης της νόσου «πρώτα στο σώμα» διαδραματίζει ρόλο η σύνθεση του εντερικού μικροβιώματος.
«Εδώ και καιρό έχει αποδειχθεί ότι οι ασθενείς με νόσο Πάρκινσον έχουν διαφορετικό εντερικό μικροβίωμα από τον υγιή πληθυσμό, χωρίς να καταλαβαίνουμε πραγματικά τη σημασία αυτού. Τώρα που είμαστε σε θέση να αναγνωρίσουμε τους δύο τύπους της νόσου Πάρκινσον, μπορούμε να εξετάσουμε τους παράγοντες κινδύνου και πιθανούς γενετικούς παράγοντες που μπορεί να είναι διαφορετικοί για τους δύο τύπους» αναφέρει ο Per Borghammer.
Κατ΄αυτόν, το επόμενο βήμα είναι να εξεταστεί εάν, για παράδειγμα, αυτός ο τύπος νόσου Πάρκινσον επιδέχεται αντιμετώπισης με παρέμβαση σε παράγοντες που επηρεάζουν το εντερικό μικροβίωμα.
Ο τύπος νόσου Πάρκινσον με σημείο εκκίνησης τον εγκέφαλο συνιστά μεγαλύτερη πρόκληση, σύμφωνα με την επιστημονική ομάδα που εξηγεί ότι δεν υπάρχουν συνήθως πρόδρομα συμπτώματα πριν εμφανιστούν οι διαταραχές στην κίνηση και γίνει η διάγνωση του ασθενή.
Όμως, έως τότε ο ασθενής «έχει ήδη χάσει πάνω από το μισό σύστημα ντοπαμίνης» επισημαίνει ο Per Borghammer, διευκρινίζοντας ότι είναι πιο δύσκολο να εντοπιστούν οι ασθενείς αρκετά νωρίς ώστε να είναι σε θέση οι ιατροί να επιβραδύνουν τη νόσο.