Υψηλές προσδοκίες για την αύξηση του κατώτατου μισθού, η οποία ενδέχεται να ξεπεράσει ακόμη και το 6%, καλλιεργεί η κυβέρνηση, ενώ η διαδικασία έχει εισέλθει στο τελικό της στάδιο με το ΚΕΠΕ σήμερα Παρασκευή 15 Απριλίου να παραδίδει στον υπουργό Εργασίας το πόρισμα του διαλόγου που προηγήθηκε με τους επιστημονικούς και κοινωνικούς φορείς.
Η κυβέρνηση φαίνεται αποφασισμένη να προωθήσει μια υψηλή αύξηση που θα οδηγεί τον νέο κατώτατο μισθό στο πεδίο των 703 έως 710 ευρώ.
Η πρόθεση αυτή διατυπώθηκε – εκ νέου – κατά την ομιλία του πρωθυπουργού κ. Κ. Μητσοτάκη στη Βουλή, ο οποίος μίλησε για «νέα – τη δεύτερη εντός του 2022 – σημαντική αύξηση του κατώτατου μισθού».
Διαδικαστικά ο υπουργός Εργασίας διευκρίνισε ότι η εισήγησή του προς το υπουργικό Συμβούλιο θα γίνει μετά τις εορτές του Πάσχα, την τελευταία εβδομάδα του Απριλίου και η ισχύ του νέου μισθού θα ξεκινήσεις από την 1η Μαΐου.
Σύμφωνα με τις τελευταίες ενδείξεις η κυβερνητική εισήγηση ενδέχεται να είναι υψηλότερη του 6% και να κινηθεί γύρω στο 7%, πέραν του 2% που δόθηκε κατά την 1.1.2022.
Το ύψος της αύξησης των μισθών – το οποίο αναμένεται να ξεπερνά τον πληθωρισμό – σε συνδυασμό με τα μέτρα στήριξης νοικοκυριών και επιχειρήσεων αποτελούν το σκέλος των κυβερνητικών παρεμβάσεων για την αντιμετώπιση της ακρίβειας.
Έτσι οδεύουμε σε μία αύξηση: είτε 6% και νέο κατώτατο στα 703 ευρώ, είτε 7% και νέο κατώτατο μισθό στα 710 ευρώ.
Σύμφωνα με το κυβερνητικό σενάριο, η αύξηση για το 2022 – αθροιστικά από κοινού με το 2% – θα «κινείται» κοντά ή και θα ξεπερνά την περιοχή της αύξησης του ΑΕΠ, που προσδιορίσθηκε στο 8,3%.
Την ίδια ώρα η ΓΣΕΕ επιμένει στην επαναφορά του κατώτατου μισθού στα 751 ευρώ από τα 663 ευρώ – γεγονός που αντιστοιχεί σε αύξηση περίπου 13% – δηλαδή η «διαφορά» μεταξύ των δύο πλευρών αγγίζει το 10%.
Η τράπεζα της Ελλάδος διατυπώνει την πλέον συγκρατημένη πρόταση με επιπλέον αυξήσεις από 2,7% έως 3,4%, επικαλούμενη την «αυξημένη αβεβαιότητα λόγω των διεθνών τιμών της ενέργειας, την αύξηση του πληθωρισμού και την πολεμική κρίση στην Ουκρανία».
Ενώ το ΚΕΠΕ εκτιμά ότι η αύξηση δεν θα πρέπει να είναι υπερβολικά μεγάλη, καθώς κάτι τέτοιο θα επιβαρύνει περισσότερο τις μικρές επιχειρήσεις, όπως και τις επιχειρήσεις συγκεκριμένων κλάδων.