Τα πρόσφατα περιστατικά που σημειώθηκαν σε αστικά μέσα μεταφοράς της Αττικής έχουν αναδείξει σοβαρά ζητήματα ασφάλειας τόσο για τους οδηγούς όσο και για τους επιβάτες. Η αυξημένη συχνότητα ατυχημάτων, ακόμη και με μικρούς τραυματισμούς, έχει προκαλέσει έντονη ανησυχία στις αρχές αλλά και στο επιβατικό κοινό. Σύμφωνα με πληροφορίες, το υπουργείο Υποδομών και Μεταφορών έχει θέσει σε προτεραιότητα την ανάπτυξη και εφαρμογή συστημάτων παρακολούθησης της οδηγικής συμπεριφοράς, με σκοπό την πρόληψη ατυχημάτων που οφείλονται σε ανθρώπινο λάθος.
Το πιο πρόσφατο περιστατικό συνέβη την περασμένη Τετάρτη, όταν τραμ συγκρούστηκε με λεωφορείο της γραμμής 040, προκαλώντας ελαφρούς τραυματισμούς στους οδηγούς και σε μερικούς επιβάτες. Παρόμοια ατυχήματα είχαν σημειωθεί λίγους μήνες πριν, όπως στις 4 Ιουλίου στη Βούλα, όπου λεωφορείο προσέκρουσε σε άλλο όχημα με αποτέλεσμα τον τραυματισμό πάνω από 50 ατόμων. Επιπλέον, πέντε μέρες αργότερα, άλλο λεωφορείο κινήθηκε ανεξέλεγκτα για περίπου 150 μέτρα στη λεωφόρο Βουλιαγμένης, με τον οδηγό να φέρεται να αντιμετωπίζει αδιαθεσία ή να μην έχει εφαρμόσει σωστά το χειρόφρενο.
Ανάλογα περιστατικά έχουν καταγραφεί και σε άλλες περιοχές, όπως σε Μενίδι και Παπάγου, όπου λεωφορεία κύλησαν ανεξέλεγκτα προκαλώντας ζημιές σε σταθμευμένα οχήματα ή πολυκατοικίες. Σύμφωνα με το πόρισμα της τεχνικής επιτροπής του Οργανισμού Συγκοινωνιών (ΟΣΥ), τα περισσότερα από αυτά τα περιστατικά δεν οφείλονται σε τεχνικές βλάβες των οχημάτων, αλλά σε ανθρώπινο λάθος, κυρίως σε μη σωστή χρήση του χειρόφρενου ή σε αδυναμία προσαρμογής σε έκτακτες καταστάσεις.
Για την αντιμετώπιση αυτής της κατάστασης, το υπουργείο Υποδομών και Μεταφορών προχωρά στην πιλοτική εγκατάσταση ειδικής εφαρμογής στα κινητά των οδηγών λεωφορείων και τραμ από τον Οκτώβριο. Η εφαρμογή αυτή παρακολουθεί παραμέτρους όπως η ταχύτητα, η χρήση κινητού τηλεφώνου κατά την οδήγηση, τα απότομα φρεναρίσματα και άλλες ενδείξεις επικινδυνότητας. Στόχος του συστήματος δεν είναι η τιμωρία των οδηγών, αλλά η συλλογή στοιχείων για την αξιολόγηση και βελτίωση της οδηγικής συμπεριφοράς. Μέσω αλγορίθμων, η εφαρμογή υπολογίζει έναν «βαθμό κινδύνου» για κάθε διαδρομή, παρέχοντας στους οδηγούς αναλυτική αναφορά και συμβουλές για ασφαλέστερη οδήγηση.
Παράλληλα, το υπουργείο έχει ζητήσει από την Επιθεώρηση Εργασίας να πραγματοποιήσει ελέγχους στις συνθήκες εργασίας των οδηγών, ώστε να διασφαλίζεται η τήρηση της νομοθεσίας και η εφαρμογή των μέτρων ασφαλείας. Οι αρχές τονίζουν ότι η βελτίωση της οδικής ασφάλειας απαιτεί όχι μόνο τεχνολογικά μέσα, αλλά και εκπαίδευση των οδηγών, καλύτερο σχεδιασμό δρομολογίων και συνεχή εποπτεία.
Οι ειδικοί εκτιμούν ότι η νέα εφαρμογή, σε συνδυασμό με τις ενισχυμένες διαδικασίες εποπτείας, θα μειώσει σημαντικά τον κίνδυνο ατυχημάτων και θα αυξήσει την ασφάλεια των αστικών συγκοινωνιών στην Αττική. Οι επιβάτες θα μπορούν να νιώθουν μεγαλύτερη εμπιστοσύνη στα μέσα μεταφοράς, ενώ οι οδηγοί θα αποκτούν εργαλεία για να βελτιώσουν την οδηγική τους συμπεριφορά και να προλάβουν ενδεχόμενους κινδύνους.
Σε ένα ευρύτερο πλαίσιο, η προσπάθεια αυτή εντάσσεται σε μια στρατηγική που συνδυάζει την τεχνολογία, την εκπαίδευση και την εποπτεία, με στόχο την ενίσχυση της ασφάλειας των αστικών συγκοινωνιών και την προστασία των πολιτών από ατυχήματα που οφείλονται σε ανθρώπινα λάθη ή απροσεξία.