Η δεύτερη θητεία του Ντόναλντ Τραμπ στον Λευκό Οίκο συνεπάγεται σειρά απορρυθμίσεων στον τραπεζικό κλάδο που θα απελευθερώσουν περαιτέρω τις αμερικανικές τράπεζες, καθιστώντας σκληρότερο και δυσκολότερο τον ανταγωνισμό για τις τράπεζες της Ευρωζώνης. Κι αυτό γιατί από την παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση του 2008-2009 και μετά η κερδοφορία των τραπεζών της Ευρωζώνης παραμένει χαμηλή και οι οικονομίες της αδύναμες, ενώ στο ίδιο χρονικό διάστημα έχουν εκτοξευθεί η χρηματιστηριακή αξία και η κερδοφορία των αμερικανικών τραπεζών. Οι αμερικανικές τράπεζες έχουν, άλλωστε, καταλάβει τμήμα του μεριδίου αγοράς των ευρωπαϊκών τραπεζών και ιδιαιτέρως στον τομέα της επενδυτικής τραπεζικής, στον οποίο έχασαν έδαφος οι ευρωπαϊκές τράπεζες.

Όπως σημειώνει ρεπορτάζ της Καθημερινής, οι ευρωπαϊκές τράπεζες πρέπει τώρα να γεφυρώσουν το χάσμα κερδοφορίας που τις χωρίζει από τις αμερικανικές. Είχαν καλλιεργηθεί ελπίδες πως οι αμερικανικές ρυθμιστικές αρχές θα υιοθετούσαν πλέον ορισμένες πτυχές από τις ρυθμίσεις της συμφωνίας Βασιλεία ΙΙΙ, που απαιτεί από τις αμερικανικές τράπεζες να διατηρούν περισσότερα κεφάλαια θέτοντας επί ίσοις όροις τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα στις δύο πλευρές του Ατλαντικού. Ομως η επανεκλογή του Τραμπ ανατρέπει τα δεδομένα και αναμένεται να θέσει και πάλι τις αμερικανικές τράπεζες σε πλεονεκτική θέση. Αντανάκλαση αυτής της προσδοκίας ήταν η θεαματική άνοδος που σημείωσαν οι μετοχές των αμερικανικών τραπεζικών κολοσσών JPMorgan, Goldman Sachs και Morgan Stanley, ενώ ο ευρωπαϊκός τραπεζικός δείκτης STOXX Europe 600 Banks υποχώρησε κατά περισσότερο από 1% μέσα στην εβδομάδα.

Οπως χαρακτηριστικά σχολιάζει ο Ντέιβιντ Ματεράτζι, CEO της ιταλικής πλατφόρμας διαπραγμάτευσης Galileo FX, «είναι σαφές ότι περιμένουμε απορρύθμιση και φοροαπαλλαγές στις ΗΠΑ, ενώ στην Ευρώπη αυστηρούς κανόνες τραπεζικής εποπτείας και πιέσεις από τα χαμηλά επιτόκια». Από τις αρχές του 2010 και μετά, οι μετοχές των ευρωπαϊκών τραπεζών έχουν υποχωρήσει συνολικά κατά 10%, όταν εκείνες των αμερικανικών ανταγωνιστριών τους έχουν τριπλασιάσει την αξία τους. Φαίνεται, πάντως, πως ήδη ορισμένοι Ευρωπαίοι πολιτικοί αρχίζουν να ετοιμάζονται για το νέο τοπίο που θα δημιουργήσει η δεύτερη θητεία Τραμπ.

Η Καρίν Κέλερ Σούτερ, υπουργός Οικονομίας της Ελβετίας, δήλωσε την Πέμπτη πως συζήτησε με τη Βρετανίδα ομόλογό της Ρέιτσελ Ριβς για την απορρύθμιση των αμερικανικών τραπεζών. Μιλώντας στο Reuters η κ. Κέλερ Σούτερ τόνισε πως συμφώνησαν και οι δύο ότι είναι εξαιρετικά σημαντικό να βρουν μια ισορροπία ανάμεσα στη σταθερότητα και την ανταγωνιστικότητα. Μιλώντας στο Reuters, στέλεχος ευρωπαϊκής τράπεζας εξέφρασε την εκτίμηση ότι το κύμα απορρυθμίσεων που αναμένεται στις ΗΠΑ θα μπορούσε να ενθαρρύνει τις ευρωπαϊκές τράπεζες ώστε να ασκήσουν πιέσεις και να προωθήσουν το αίτημά τους για χαλάρωση των κανόνων και στην Ευρώπη. Ωστόσο, η ταχύτητα με την οποία θα προχωρήσει οποιαδήποτε απορρύθμιση θα καθοριστεί από τις νέες ρυθμιστικές αρχές και από τα καινούργια στελέχη τους που πρόκειται να διορίσει ο Τραμπ. Ως εκ τούτου το τοπίο παραμένει ακόμη ασαφές. Ο Μάικλ Ασλεϊ Σούλμαν, υπεύθυνος επενδύσεων στη Running Point Capital Advisors, πιθανολογεί πως ο Τραμπ θα ανακαλέσει και ορισμένες από τις διατάξεις του νόμου Ντοτ-Φρανκ του 2010 που επέβαλε αυστηρότερες ρυθμίσεις στις αμερικανικές τράπεζες προκειμένου να αποτραπεί μια επανάληψη της κατάρρευσης που γνώρισαν κολοσσοί το 2008.

Ο ίδιος θεωρεί, άλλωστε, πιθανή μια εκτόξευση των συγχωνεύσεων και εξαγορών επιχειρήσεων χάρη στις πιο χαλαρές ρυθμίσεις της ομοσπονδιακής επιτροπής εμπορίου, που θα έχει ως αποτέλεσμα την αύξηση των προμηθειών των τραπεζών για τον ρόλο τους σε επενδύσεις. Οπως τονίζει, «είναι λογικό να περιμένουμε μια μεγάλη κινητικότητα στις συγχωνεύσεις περιφερειακών τραπεζών, αλλά την ίδια στιγμή οι ευρωπαϊκές τράπεζες θα προσπαθούν να τις ανταγωνιστούν, ενώ το αυστηρό ρυθμιστικό πλαίσιο θα τους κρατάει το ένα χέρι δεμένο πίσω από την πλάτη». Φέτος εμφανίστηκε πράγματι μια κινητικότητα προς την κατεύθυνση των συγχωνεύσεων ευρωπαϊκών τραπεζών, με κορυφαία την προσπάθεια της ιταλικής UniCredit να εξαγοράσει την Commerzbank και την προσφορά της BBVA για τη Sabadell, αλλά καμία εκ των δύο δεν προχώρησε.

Διαβάστε ακόμη: