Ήταν 13 Απριλίου του 2000, όταν οι Metallica κατέθεσαν αγωγή κατά του Napster. Αυτή η αγωγή θα άλλαζε για πάντα τον τρόπο με τον ακούμε μουσική.
Η ιστορία αυτή ξεκινά το 1999, με τον Shawn Fanning, ένα 19χρονο φοιτητή. Αγανακτισμένος γιατί δεν βρίσκει το υλικό που θέλει στο ίντερνετ, ο Fanning παρατάει τις σπουδές του για να δημιουργήσει το Napster. Πρόκειται ουσιαστικά για μία peer-to-peer πλατφόρμα που σου επιτρέπει να δεις και να «κατεβάσεις» τα αρχεία MP3 που είναι αποθηκευμένα στους άλλους υπολογιστές που είναι συνδεδεμένοι με το σύστημα. Αυτό σημαίνει, αυτόματα, ότι και τα δικά σου αρχεία είναι διαθέσιμα προς download από τους υπόλοιπους.
Ο Fanning θα εξηγούσε αργότερα ότι αρχικά ήθελε απλά έναν τρόπο για να μοιράζεται κανείς αρχεία με τους φίλους του. Όμως, μόλις το πρόγραμμα βγήκε στον αέρα, η δημοτικότητά του ήταν εκρηκτική. Εκατομμύρια τραγούδια ήταν διαθέσιμα σε όλους σχεδόν μέσα σε ένα βράδυ και έτσι, ο αριθμός των χρηστών του Napster έτρεχε με τέτοιους ρυθμούς, ώστε διπλασιαζόταν κάθε λίγες εβδομάδες.
Ήταν η εποχή που για να ακούσει κανείς τα τραγούδια που του άρεσαν, έπρεπε να αγοράσει το CD. Πολλοί έγραφαν κασέτες, τις οποίες μοίραζαν σε φίλους τους, με αποτέλεσμα οι δισκογραφικές εταιρείες να καθιερώσουν τη σήμανση «οι ερασιτεχνικές κασέτες σκοτώνουν τη μουσική» σε δίσκους και σε CD. Όμως τώρα, το Napster εκτόξευσε την πειρατεία σε μία εντελώς διαφορετική κλίμακα. Πλέον, ο καθένας μπορούσε να «κατεβάζει» όσα τραγούδια ήθελε δωρεάν. Κανείς δεν χρειαζόταν πια να πληρώνει για τη μουσική.
Ασφαλώς, αυτό που έκανε το Napster ήταν εντελώς παράνομο. Για αυτό και οι πρώτες αγωγές δεν άργησαν να έρθουν. Στις αρχές του 2000, η ένωση των αμερικανικών δισκογραφικών, Recording Industry Association of America (RIAA), μήνυσε το Napster για παραβίαση πνευματικών δικαιωμάτων. «Το Napster διευκολύνει την πειρατεία και προσπαθεί να χτίσει μια επιχείρηση στην πλάτη των καλλιτεχνών και των ιδιοκτητών των πνευματικών δικαιωμάτων», έλεγε ο Cary Sherman, εκτελεστικός αντιπρόεδρος του RIAA.
Όμως, λίγοι ασχολήθηκαν τότε. Ώσπου ένα μεγάλο και αναγνωρίσιμο όνομα έφερε την υπόθεση στο mainstream κοινό.
Οι Metallica εξοργίστηκαν όταν διαπίστωσαν ότι το τραγούδι «I disappear» που είχαν ηχογραφήσει για το soundtrack της ταινίας «Mission: Impossible 2» είχε διαρρεύσει στο Napster. Το συγκρότημα σκόπευε να κυκλοφορήσει το τραγούδι μήνες αργότερα, το καλοκαίρι, όταν θα έβγαινε η ταινία στις κινηματογραφικές αίθουσες. Όμως με κάποιο τρόπο, αυτό βρέθηκε στο Napster και από εκεί, παίχθηκε σε 20 ραδιοφωνικούς σταθμούς ανά τις ΗΠΑ.
«Είχα ένα τηλεφώνημα από το γραφείο μας την επόμενη ημέρα, που έλεγε ‘όλα ξεκίνησαν από κάτι που ονομάζεται Napster’», θυμόταν το 2013 ο ντράμερ του συγκροτήματος, Lars Ulrich. «Και είπαμε, ‘λοιπόν, μας ****, θα τους **** και εμείς!».
Η αγωγή των Metallica κατά του Napster κατατέθηκε στις 13 Απριλίου του 2000, στην Καλιφόρνια.
«Με κάθε project, περνάμε μία σκληρή δημιουργική διαδικασία για να πετύχουμε την μουσική που πιστεύουμε ότι αντιπροσωπεύει τους Metallica σε εκείνη τη στιγμή της ζωής μας. Παίρνουμε την τέχνη μας -τη μουσική, τους στίχους, τις φωτογραφίες και το δημιουργικό- πολύ σοβαρά, όπως οι περισσότεροι καλλιτέχνες. Επομένως, μας αρρωσταίνει να γνωρίζουμε ότι η τέχνη μας ανταλλάσσεται σαν εμπόρευμα και όχι ως τέχνη. Από επιχειρηματικής σκοπιάς, αυτό έχει να κάνει με την πειρατεία, με το να παίρνεις κάτι που δεν σου ανήκει. Και αυτό είναι ηθικά και νομικά λάθος. Η ανταλλαγή αυτών των πληροφοριών -είτε είναι μουσική, βίντεο, φωτογραφίες ή ο,τιδήποτε άλλο- είναι στην πραγματικότητα, διακίνηση κλεμμένων προϊόντων», έλεγε η ανακοίνωση των Metallica.
Το συγκρότημα ζητούσε το εξωφρενικό ποσό των 100.000 δολαρίων για κάθε παραβίαση των πνευματικών του δικαιωμάτων. Και κατάφερε να εντοπίσει την ταυτότητα 335.000 χρηστών του Napster που είχαν «κατεβάσει» τα τραγούδια τους παράνομα, ζητώντας από την εταιρεία να τους αποκλείσει από την πλατφόρμα της.
Φυσικά, το Napster έχασε. Όμως, το αφήγημα είχε αλλάξει. Από εκπρόσωπος της αντικουλτούρας, ο Ulrich έγινε ο άπληστος εκατομμυριούχος ντράμερ που κυνηγούσε ένα σπασικλάκι, αλλά και τους ίδιους τους θαυμαστές του συγκροτήματος. Ξαφνικά, η βιομηχανία της μουσικής παρουσιαζόταν παρωχημένη, αδύναμη να ακολουθήσει την εποχή, σαν να νοιάζεται μόνο για τα χρήματα.
Ο κόσμος χωρίστηκε σε δύο στρατόπεδα και καλλιτέχνες όπως οι Public Enemy, η Courtney Love και οι Offspring έσπευσαν να πάρουν το μέρος των θαυμαστών.
Το Napster αναγκάστηκε να κλείσει το file-sharing σύστημα τον Ιούλιο του 2001 και το 2002 χρεοκόπησε. Όμως η φωτιά που άναψε πριν από 20 χρόνια, καίει ακόμα.
Ο τρόπος με τον οποίο ο κόσμος ακούει μουσική είχε αλλάξει. Το Napster ουσιαστικά δημιούργησε την αγορά της online κατά παραγγελία ψυχαγωγίας που σήμερα εκτείνεται όχι μόνο στη μουσική, αλλά και στο τηλεοπτικό περιεχόμενο.
Όμως οι πόλεμοι της μουσικής δεν κόπασαν ποτέ, είτε αφορούν το iTunes της Apple, το YouTube που γιγαντώθηκε πάνω σε πειρατικά video clips ή το Spotify και τη διαμάχη του με τους καλλιτέχνες για τα δικαιώματα.
«Δεν ήμασταν προετοιμασμένοι για την καταιγίδα στην οποία μπλεχτήκαμε», θα παραδεχόταν αργότερα ο Ulrich των Metallica. «Νομίζω η ιστορία έχει αποδείξει ότι είχαμε κάποιο δίκιο», έλεγε. Εξέφρασε, όμως, μία πικρία για το γεγονός ότι η υπόθεση αυτή έχει καταφέρει να επισκιάσει ακόμα και τη μουσική του συγκροτήματος. «Θα είναι στις πρώτες πέντε προτάσεις της νεκρολογίας μου, και κάπως το αποδέχομαι», είπε.