Μόνο επτά χώρες πληρούσαν τα πρότυπα ποιότητας του αέρα του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας το 2024, σύμφωνα με τα νέα στοιχεία του Οργανισμού που δημοσιεύθηκαν την Τρίτη, με τους ερευνητές να κρούουν τον κώδωνα του κινδύνου ότι ο πόλεμος κατά της αιθαλομίχλης θα γίνει δυσκολότερος μετά μάλιστα και την απόσυρση των ΗΠΑ από το έργο παρακουλούθησης των επίπεδων της αιθαλομίχλης.
Το Τσαντ στην Αφρική και το Μπαγκλαντές είχαν τον πιο κακό αέρα παγκοσμίως τη χρονιά που μας πέρασε, με μέσο όρο επιπέδων αιθαλομίχλης πάνω από 15 φορές υψηλότερο από τις κατευθυντήριες γραμμές του ΠΟΥ, σύμφωνα με τα στοιχεία που συνέταξε η ελβετική εταιρεία παρακολούθησης της ποιότητας του αέρα IQAir.
Μόνο η Αυστραλία, η Νέα Ζηλανδία, οι Μπαχάμες, τα Μπαρμπέιντος, η Γρενάδα, η Εσθονία και η Ισλανδία κατάφεραν να περάσουν με επιτυχία σύμφωνα με την IQAir. σύμφωνα με το Reuters. Παραταύτα, σημαντικές ελλείψεις δεδομένων, ιδίως στην Ασία και την Αφρική, θολώνουν το παγκόσμιο τοπίο και πολλές αναπτυσσόμενες χώρες έχουν βασιστεί σε αισθητήρες ποιότητας του αέρα που έχουν τοποθετηθεί σε κτίρια πρεσβειών και προξενείων των ΗΠΑ για να παρακολουθούν τα επίπεδα αιθαλομίχλης.
Ωστόσο, το Στέιτ Ντιπάρτμεντ επικαλούμενο δημοσιονομικούς περιορισμούς, έβαλε τέλος στο έργο παρακολούθησης με περισσότερα από 17 χρόνια δεδομένων να αφαιρούνται την περασμένη εβδομάδα από τον επίσημο ιστότοπο παρακολούθησης της ποιότητας του αέρα της αμερικανικής κυβέρνησης, συμπεριλαμβανομένων των μετρήσεων που συλλέχθηκαν στο Τσαντ.
«Οι περισσότερες χώρες εχουν κάποιες άλλες πηγές δεδομένων, αλλά αυτό θα επηρεάσει σημαντικά την Αφρική, επειδή συχνά αυτές είναι οι μόνες πηγές διαθέσιμων δεδομένων παρακολούθησης της ποιότητας του αέρα σε πραγματικό χρόνο», δήλωσε η Christi Chester-Schroeder, επιστημονική υπεύθυνη της IQAir για την ποιότητα του αέρα.
Οι ανησυχίες για τα δεδομένα σήμαιναν ότι το Τσαντ αποκλείστηκε από τη λίστα του IQAir για το 2023, αλλά κατατάχθηκε επίσης ως η πιο μολυσμένη χώρα το 2022, που πλήττεται από τη σκόνη της Σαχάρας καθώς και από την ανεξέλεγκτη καύση καλλιεργειών.
Οι μέσες συγκεντρώσεις μικρών, επικίνδυνων αιωρούμενων σωματιδίων, γνωστών ως PM2,5, έφτασαν τα 91,8 μικρογραμμάρια ανά κυβικό μέτρο (mg/cu m) πέρυσι στη χώρα, ελαφρώς υψηλότερες από το 2022. Ο ΠΟΥ συνιστά επίπεδα που δεν υπερβαίνουν τα 5 mg/cu m, ένα πρότυπο που τηρήθηκε μόνο από το 17% των πόλεων πέρυσι.
Η Ινδία, πέμπτη στη λίστα της αιθαλομίχλης μόλις πίσω από το Τσαντ, το Μπαγκλαντές, το Πακιστάν και τη Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό, είδε το μέσο όρο των PM2.5 να μειώνεται κατά 7% σε σχέση με το προηγούμενο έτος σε 50,6 mg/cu m. Ωστόσο, αντιπροσώπευε 12 από τις 20 πιο μολυσμένες πόλεις, με την πρώτη θέση να καταλαμβάνει το Μπερνιάτ, σε ένα έντονα βιομηχανοποιημένο τμήμα του βορειοανατολικού τμήματος της χώρας, καταγράφοντας μέσο επίπεδο PM2.5 128 mg/cu m.
Σε κάθε περίπτωση, η κλιματική αλλαγή παίζει ολοένα και μεγαλύτερο ρόλο στην αύξηση της ρύπανσης, προειδοποίησε η Chester-Schroeder, με τις υψηλότερες θερμοκρασίες να προκαλούν και εντονότερες πυρκαγιές που σάρωσαν τμήματα της Νοτιοανατολικής Ασίας και της Νότιας Αμερικής. Η διευθύντρια του προγράμματος Clean Air Program στο Ινστιτούτο Ενεργειακής Πολιτικής (EPIC) του Πανεπιστημίου του Σικάγο, Christa Hasenkopf, δήλωσε ότι τουλάχιστον 34 χώρες θα χάσουν την πρόσβαση σε αξιόπιστα στοιχεία για τη ρύπανση μετά το κλείσιμο του αμερικανικού προγράμματος.