Το Εθνικό Σχέδιο Ανάκαμψης, που έδωσε πρόσφατα στη δημοσιότητα η κυβέρνηση, περιγράφει τις προτεραιότητες και τα εργαλεία χρηματοδότησης της αναπτυξιακής πολιτικής της χώρας για τα επόμενα έξι χρόνια. Σύμφωνα με τις προβλέψεις του σχεδίου, μέχρι το 2026 μπορούν να εισρεύσουν στην οικονομία πόροι ύψους ως και 57 δισ. ευρώ, ποσό που αντιστοιχεί στο 30% του ΑΕΠ της χώρας συνολικά, ή σε 5% του ΑΕΠ ετησίως.

Το ποσό αυτό διαμορφώνεται στη βάση δύο στρατηγικών επιλογών. Κατ’ αρχήν με την απόφαση της κυβέρνησης να λάβει τόσο τα ευρωπαϊκά κονδύλια ύψους 18 δισ. ευρώ, που παρέχονται ως επιχορήγηση από την Ε.Ε. όσο και τα κονδύλια ύψους 12,5 δισ. ευρώ, που παρέχονται με τη μορφή χαμηλότοκων δανείων – και με την υποχρέωση αποπληρωμής στο μέλλον. Παρά το ότι η Ελλάδα έχει ήδη υψηλό δημόσιο χρέος, η επιλογή για χρήση αυτών των κονδυλίων ήταν απόλυτα επιβεβλημένη, με βάση τις ανάγκες της ελληνικής οικονομίας.

Στη διάρκεια της οικονομικής κρίσης, οι επενδύσεις παγίων στην Ελλάδα κατέρρευσαν και η συμμετοχή τους στο ΑΕΠ βρίσκεται σήμερα περίπου στο 11%, ενώ το αντίστοιχο μέγεθος στην Ευρωζώνη υπερβαίνει το 20%. Μέσα σε μια δεκαετία, από το 2010 ως το 2020, το φυσικό κεφάλαιο της ελληνικής οικονομίας μειώθηκε σχεδόν κατά 100 δισ. ευρώ, οδηγώντας σε σοβαρή υποβάθμιση των παραγωγικών δυνατοτήτων της χώρας. Για να μπορέσει να καλυφθεί αυτό το κενό και να πλησιάσει η συμμετοχή των επενδύσεων παγίων στο ΑΕΠ στον μέσο όρο της Ευρωζώνης, θα πρέπει αυτές να αυξάνονται με ετήσιο ρυθμό της τάξης του 9-10% την επόμενη δεκαετία. Για να χρηματοδοτηθεί αυτό το επενδυτικό άλμα και να μπορέσει η Ελλάδα να συμβαδίσει με τις απαιτήσεις της ψηφιακής οικονομίας και της τέταρτης βιομηχανικής επανάστασης, είναι απαραίτητη η αξιοποίηση όλων των διαθέσιμων επιλογών που παρέχει η Ε.Ε.

Μια ακόμη στρατηγική επιλογή, η οποία αποτυπώνεται στον προϋπολογισμό του σχεδίου, αφορά τη συγχρηματοδότηση επενδυτικών προγραμμάτων με φορείς του ιδιωτικού τομέα. Μέσω αυτής της οδού στόχος είναι να κινητοποιηθούν επιπλέον ιδιωτικά κεφάλαια ύψους 26,5 δισ. ευρώ. Και αυτή η απόφαση είναι στη σωστή κατεύθυνση, αφού, πέραν της χρηματοδότησης επενδύσεων με δημόσιους πόρους, δημιουργεί πρόσθετες ευκαιρίες για την προσέλκυση επενδυτών και κεφαλαίων στη χώρα, κυρίως από το εξωτερικό. Με την προϋπόθεση ότι θα διασφαλιστούν ισχυρές δικλείδες διαφάνειας και λογοδοσίας, τα προγράμματα αυτά μπορούν να διευρύνουν σημαντικά το αναπτυξιακό όφελος για την ελληνική οικονομία.

Σε αυτό το πλαίσιο, το Σχέδιο Ανάκαμψης μπορεί πράγματι να κινητοποιήσει πόρους 57 δισ. ευρώ και –μέσα από την ενίσχυση της ανάπτυξης– να επιτρέψει και τη μελλοντική αποπληρωμή των χαμηλότοκων δανείων, χωρίς σοβαρή επιβάρυνση στο δημόσιο χρέος. Ο σχεδιασμός αυτός, ωστόσο, περιλαμβάνει και ένα μεγάλο ερωτηματικό: το αν οι ιδιωτικές επενδύσεις που προβλέπει θα μπορέσουν πράγματι να κινητοποιηθούν. Κι αυτό θα εξαρτηθεί από το αν θα συνεχιστούν απρόσκοπτα οι διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις που μπορούν να καταστήσουν το επιχειρηματικό και επενδυτικό περιβάλλον της χώρας περισσότερο αξιόπιστο, προβλέψιμο, λειτουργικό.

Εάν εστιάσουμε σε αυτό το επίπεδο, παράλληλα με την παροχή κινήτρων, οι υποθέσεις και οι επιλογές του Σχεδίου Ανάκαμψης θα λειτουργήσουν στην πράξη. Εάν επικρατήσει η λογική της «διανομής χρημάτων», αν επιστρέψουμε στον λαϊκισμό και στις διαρκείς υπαναχωρήσεις στο μέτωπο των μεταρρυθμίσεων, τα αποτελέσματα θα είναι κατώτερα των στόχων και των προσδοκιών.

 

Δείτε όλες τις  τελευταίες Ειδήσεις από την  Ελλάδα και τον  Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο  Radar.gr.