Το εργασιακό νομοσχέδιο που ψηφίστηκε αυτή την εβδομάδα στην Ολομέλεια της Βουλής περιλαμβάνει αρκετές θετικές αλλαγές, οι οποίες στοχεύουν σε ένα σταθερό, δίκαιο και ρεαλιστικό πλαίσιο ρύθμισης των εργασιακών σχέσεων. Υπάρχει, ωστόσο, σημαντικό περιθώριο για βελτιώσεις και τροποποιήσεις επιμέρους διατάξεων, προς την κατεύθυνση της σαφήνειας και της ρύθμισης λεπτομερειών, αλλά και της διασφάλισης ομαλών συνθηκών άσκησης της επιχειρηματικής δραστηριότητας.
Με αυτό τον σκοπό η Επιμελητηριακή Κοινότητα έχει ήδη καταθέσει λεπτομερές υπόμνημα, το οποίο συμπληρώθηκε από πρόσθετες προτάσεις και επισημάνσεις επί συγκεκριμένων άρθρων.
Ένα από τα θέματα που θέτουν τα Επιμελητήρια αφορά την ανάγκη σαφέστερων ορισμών σε αρκετά σημεία του νομοσχεδίου και κυρίως στο άρθρο 1, όπου υπάρχει αναφορά σε «σειρά από απαράδεκτες συμπεριφορές και πρακτικές…» χωρίς αυτές να ορίζονται και να οριοθετούνται περαιτέρω. Για την αποφυγή παρανοήσεων και καταχρηστικών εφαρμογών είναι απαραίτητο να αποσαφηνιστεί αυτή η ορολογία.
Αποσαφήνιση και συμπλήρωση με συγκεκριμένες προϋποθέσεις απαιτείται και στη διάταξη, η οποία εισάγει την έννοια των ευέλικτων μορφών εργασίας, ώστε να μην υπάρχουν παρανοήσεις και προβλήματα στην ορθή εφαρμογή της. Χρειάζεται, επίσης, ιδιαίτερη προσοχή στη διατύπωση των ρυθμίσεων που αφορούν την τηλεργασία, καθώς και άλλες παρόμοιες ρυθμίσεις που αφορούν διοικητικές υποχρεώσεις των επιχειρήσεων. Πρόταση των Επιμελητηρίων είναι να συζητηθεί το θέμα αυτό στο πλαίσιο των διαπραγματεύσεων για την σύσταση της νέας Εθνικής Γενικής Συλλογικής Σύμβασης Εργασίας και μέσω αυτής να εισαχθούν οι νέες ρυθμίσεις.
Όσον αφορά, δε, τις προβλέψεις για την καταπολέμηση της βίας και της παρενόχλησης, ενώ κανείς δεν αμφισβητεί την αναγκαιότητά τους, πρέπει να τονιστεί ότι το διοικητικό κόστος της προβλεπόμενης από τη σχετική διάταξη διαδικασίας είναι υψηλό για τις μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις. Θα πρέπει, επομένως, να εξεταστεί η αύξηση του κατώτατου ορίου εργαζομένων από τους 20 στους 70, προκειμένου να ισχύει η διάταξη. Αυτό δεν σημαίνει βεβαίως ότι οι μικρότερες επιχειρήσεις πρέπει να εξαιρεθούν, αντίθετα, προτείνεται η παροχή δωρεάν συμβουλευτικών υπηρεσιών, ώστε να είναι και σε αυτές δυνατή η αντιμετώπιση των σχετικών φαινομένων.
Ορθό είναι, αναμφισβήτητα, το σκεπτικό και των διατάξεων που επιδιώκουν την εξισορρόπηση επαγγελματικής και προσωπικής ζωής. Ωστόσο, απαιτείται μέριμνα ώστε να διασφαλίζεται παράλληλα η συνέχεια και ο ομαλός προγραμματισμός της λειτουργίας της επιχείρησης, ενώ θα πρέπει να διευκρινιστεί ότι τα κοινωνικά μέτρα που εισάγει το νομοσχέδιο θα χρηματοδοτηθούν με κρατικούς πόρους.
Για παράδειγμα, οι άδειες μικρής διάρκειας δεν θα πρέπει να υπερβαίνουν αθροιζόμενες μια μορφή εύλογου χρονικού διαστήματος. Για τον ίδιο λόγο θα ήταν σκόπιμο να εναρμονιστεί η διάταξη για την άδεια πατρότητας με την αντίστοιχη κοινοτική διάταξη, η οποία προβλέπει διάρκεια 10 ημερών. Θα πρέπει, επίσης, να διευκρινιστεί ότι η καταβολή των αποδοχών για τη χρονική αυτή περίοδο αναλαμβάνεται από τον ΟΑΕΔ ή άλλο κρατικό φορέα και όχι τον εργοδότη. Αντίστοιχη διευκρίνιση απαιτείται και όσον αφορά τις αποδοχές της περιόδου γονικής άδειας και της άδειας φροντιστή.
Η καθιέρωση της ψηφιακής κάρτας εργασίας είναι, επίσης, μια θετική παρέμβαση, η οποία μπορεί να εξυγιάνει συνολικά το καθεστώς εργασίας στη χώρα μας, με οφέλη τόσο για τους εργαζομένους όσο και για τον ανταγωνισμό και τις νομοταγείς επιχειρήσεις.
Όμως, με δεδομένο ότι το κόστος της εγκατάστασης των απαραίτητων συστημάτων είναι υψηλό, κυρίως για τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις, θα πρέπει να υπάρξει οικονομική συνδρομή του κράτους, προκειμένου το μέτρο να εφαρμοστεί σωστά χωρίς ελλείψεις και κενά. Θα πρέπει, παράλληλα, να επανεξεταστεί το ύψος των προβλεπόμενων προστίμων, τα οποία είναι εξοντωτικά για τον εργοδότη και να αναθεωρηθεί η διάταξη του άρθρου 78, το οποίο προβλέπει διοικητικές κυρώσεις για τη μη έγκυρη καταχώριση αλλαγών του ωραρίου ή της οργάνωσης του χρόνου εργασίας στο σύστημα Εργάνη.
Πρόκειται για ένα μέτρο που παραβλέπει την ύπαρξη έκτακτων περιστάσεων, για λόγους φόρτου εργασίας ή άλλων απρόβλεπτων αναγκών. Όσον αφορά, δε, την επιπρόσθετη αποζημίωση, το ποσοστό του 120% που εισάγει το νομοσχέδιο είναι υπερβολικό και δημιουργεί σοβαρά προβλήματα στις επιχειρήσεις.
Τέλος, θα πρέπει να εξεταστεί εκ νέου η ρύθμιση, η οποία παρέχει σε κάθε συλλογικό φορέα εκπροσώπησης τη δυνατότητα να ασκεί εν ονόματι του εργαζομένου αγωγές και άλλα ένδικα μέσα. Η συγκεκριμένη ρύθμιση –η οποία αντιτίθεται στην καθιερωμένη αρχή ότι όποιος έχει άμεσο και ενεστώς έννομο συμφέρον δικαιούται να ασκεί στο όνομά του ένδικα μέσα– δημιουργεί τον κίνδυνο να αναπτυχθεί μια βιομηχανία δικαστικών διεκδικήσεων σε βάρος επιχειρήσεων.
Λαμβάνοντας ουσιαστικά υπόψη και ενσωματώνοντας τις προτάσεις των κοινωνικών εταίρων, το εργασιακό νομοσχέδιο μπορεί να γίνει η βάση ενός σύγχρονου πλαισίου, το οποίο προστατεύει και προωθεί τα δικαιώματα των εργαζομένων, αλλά ταυτόχρονα και την ανάπτυξη των επιχειρήσεων και κατ’ επέκταση της απασχόλησης.