Χωρίς σημαντικές απώλειες αλλά και χωρίς να αποφεύγονται οι λελογισμένες ρευστοποιήσεις οι αγορές παρακολουθούν τις τελευταίες μέρες τις εξελίξεις στην Μέση Ανατολή, τις οποίες φαίνεται να θεωρούν ήσσονος σημασίας αν συγκριθούν με όσα προέκυψαν από τον Φεβρουάριο του 2022 και την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία.

Με καθαρά οικονομικούς όρους, δεν υπάρχουν αμφιβολίες: Οι οικονομικές επιδράσεις των σημερινών εξελίξεων φαίνονται προς το παρόν μικρές, αν συγκριθούν με το ειδικό βάρος στην παγκόσμια εφοδιαστικό αλυσίδα τόσο της Ρωσίας όσο και της Ουκρανίας.

Πρόκειται για το καλό σενάριο που προϋποθέτει ότι το ένστικτο της αυτοσυντήρησης θα αναγκάσει Ισραηλινούς και Παλαιστινίους να μην ξεφύγουν εντελώς και να κινηθούν μέσα σε μη ελεγχόμενα μεν, πλην παραδεκτά επίπεδα.

Ποιος όμως μπορεί να διαβεβαιώσει για κάτι τέτοιο όταν και στις δύο πλευρές το «πάνω χέρι» μοιάζει να τον έχουν ακραία στοιχεία τα οποία δίνουν τον δικό τους αγώνα επιβίωσης; Νετανιάχου και Χαμάς επιδιώκουν μέσω της σύγκρουσης να κατοχυρώσουν τη θέση τους στις εξελίξεις της περιοχής.

Ο Ισραηλινός πρωθυπουργός διότι γνωρίζει ότι δεν θα έχει κανένα πολιτικό μέλλον αν χάσει αυτή τη μάχη, και η ακραία (ή τρομοκρατική) οργάνωση γιατί τα 2,5 εκατ. που κατοικούν στη λωρίδα της Γάζας θα αμφισβητήσουν την απόλυτη κυριαρχία της, ίσως να προσανατολιστούν σε μετριοπαθέστερες θέσεις αν βρεθεί μια κάποια λύση και αποφευχθεί η τελική σύγκρουση.

Με την επέμβαση του Ισραήλ να επικρέμαται ως απειλή για τις επόμενες ώρες, οι σοβαροί αναλυτές ομολογούν ότι προβλέψεις δεν χωρούν αφού οι εμπλεκόμενες πλευρές είναι πολλές και απρόβλεπτες.

Πάντως τίποτε δεν αποκλείεται, ούτε η απαρχή ευρύτερων γεωπολιτικών αλλαγών παρόλο που η κοινή λογική λέει ότι μια περιοχή λίγων τετραγωνικών χιλιομέτρων στην Μέση Ανατολή δεν μπορεί να ανατρέψει τις ισορροπίες (τρόμου ίσως) που διεθνώς σήμερα καταγράφονται.

Ένα μεγάλο μέρος αυτών των ερωτημάτων δεν θα βραδύνει να απαντηθεί, πιθανόν εντός των επόμενων ημερών ή και ωρών.

Ως τότε η διεθνής σκηνή θα παρακολουθεί με κομμένη την ανάσα τις εξελίξεις.

Όπως και οι αγορές που φαίνεται να εμπιστεύονται τον μυθικό «από μηχανής θεό», που θα προσφέρει την βέλτιστη λύση και θα αποφύγει τα χειρότερα.

Σε μια ανάλογη εκδοχή προσανατολίζονται και τα χρηματιστήρια διεθνώς που, ως την Πέμπτη τουλάχιστον, απέφευγαν τις μαζικές ρευστοποιήσεις αν και αρκετοί αναλυτές θεωρούσαν πως τα χαρτοφυλάκια πρέπει να διατηρούν ατσάλινα νεύρα και αυξημένη ρευστότητα, που την προσδιόριζαν κοντά στο 50%.

Τι θα γίνει με τις τράπεζες

Στον ελληνικό «μικρόκοσμο» μόλις κλείσει η παρένθεση των αυριανών εκλογών οι προβολείς θα στραφούν στην ελληνική οικονομία, αλλά και στις προσπάθειες να «γίνουμε Ευρώπη» στη δημόσια διοίκηση.

Παράλληλα, στον «μικρόκοσμο» του χρηματιστηρίου μετά τα αποτελέσματα του ενεαμήνου και τις αξιολογήσεις των διεθνών οίκων θα κυριαρχήσει το ζήτημα της αποεπένδυσης του ΤΧΣ από τις τράπεζες.

Αρμοδίως αναφέρεται ότι ο σχεδιασμός δεν έχει αλλάξει, όμως οι επικρατούσες συνθήκες προκαλούν προβληματισμό.

Μετά την επιτυχή κίνηση της Eurobank oι Moody’s έσπευσαν αν σημειώσουν πως προέκυψε η πρώτη εγχώρια συστημική τράπεζα χωρίς καμία κρατική συμμετοχή στο μετοχικό της κεφάλαιο.

Σύμφωνα με τον διεθνή οίκο η πώληση των μετοχών του ΤΧΣ στην Εθνική Τράπεζα και την Τράπεζα Πειραιώς θα μπορούσε να είναι πιο δύσκολη από τη συναλλαγή της Eurobank, διότι έχει σημαντικά υψηλότερες συμμετοχές (40,4% και 27%, αντίστοιχα), ενώ το ποσοστό της στην Alpha Bank (9% ) θα ήταν ευκολότερο να εκποιηθεί.

Επίσης εκτιμάται ότι το ΤΧΣ ευνοεί στρατηγικούς επενδυτές για αυτά τα σημαντικά μετοχικά μερίδια, όπως διεθνώς αναγνωρισμένα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα και μακροπρόθεσμα επενδυτικά κεφάλαια –συμπεριλαμβανομένων τυχόν αξιόπιστων υφιστάμενων μετόχων– που θα μπορούσαν να βοηθήσουν στη βελτίωση της ικανότητας των τραπεζών να προσαρμοστούν και να αντιμετωπίσουν τις νέες προκλήσεις της αγοράς.

Αλαζονεία μόνο, ή…;

Υπό μια οπτική και με βάση τα συντελούμενα στην ευρύτερη περιοχή της ΝΑ Μεσογείου ο αυριανός δεύτερος γύρος των αυτοδιοικητικών εκλογών για 6 περιφέρειες και 85 δήμους της χώρας θεωρείται ελάσσονος σημασίας.

Όμως δεν είναι έτσι. Στις εκλογές σήμερα κρίνονται πολλά και όχι μόνο ως προ τις συγκεκριμένες περιφέρειες και τους διεκδικούμενους δήμους, από τη στιγμή μάλιστα που πολλοί από τους άμεσα εμπλεκόμενους υποστηρίζουν ότι η ψήφος υπέρ τους αποτελεί γεγονός καθοριστικής για το μέλλον των περιοχών τους.

Έστω ως υπερβολή, αυτού του είδους η θεώρηση θα μπορούσε να θεωρηθεί ότι εντάσσεται σε ένα αποδεκτό πλαίσιο «ευγενών φιλοδοξιών».

Το πράγμα αρχίζει να «χαλάει» όταν επικρατούν άλλου είδους λογικές.

Το απόλυτο «εμείς ή αυτοί», τα εμφανή κρούσματα αλαζονείας περιτυλιγμένα με έμμεσες ή άμεσες απειλές («ψηφίστε μας γιατί αν δεν …, θα πάθετε αυτό», «θα δυσκολευτείτε να πάρετε τις αποζημιώσεις», κ.λ.π.) παραπέμπουν σε εποχές μαυρογιαλουρισμού και νταραβεριτζήδων αισχίστου είδους, που ουδείς εχέφρων πολίτης θα ανέμενε να εκπέμπονται σήμερα.

Ιδιαίτερα όταν εκφωνούνται από πολιτικούς που είτε είναι ηλικιακά νέοι είτε κομπάζουν πως βρίσκονται στην πολιτική σκηνή για να φέρουν την ανανέωση.

Στις συγκεκριμένες περιπτώσεις ταιριάζει απόλυτα η γνωστή σύσταση: «Κύριες – κύριοι, λίγη ψυχραιμία».

Μικρό θα ήταν όλα αυτά να προέρχονται από έναν άκρατο εγωισμό, αλλά οι ψηφοφόροι υποψιάζονται ότι συμβαίνουν γιατί «τα λεφτά είναι πολλά»…

Ανησυχητικές ενδείξεις

Η αστάθεια εξακολουθεί να παραμένει βασικό χαρακτηριστικό στις αγορές διεθνώς.

Σύμφωνα με δείκτη που παρακολουθεί την αγορά εταιρικών ομολόγων των ΗΠΑ, και βάσει στοιχείων που έχει συλλέξει η παγκόσμια πλατφόρμα ανάλυσης Koyfin, τον Αύγουστο του τρέχοντος έτους ο S&P 500 «σκαρφάλωσε» στα επίπεδα που παρατηρήθηκαν πριν από τη φούσκα dot-com.

Μάλιστα, ο εν λόγω δείκτης εξακολουθεί να διατηρείται κοντά σε αυτά τα υψηλά επίπεδα, παρά την πρόσφατη υποχώρηση των μετοχών.

Ο δείκτης έφτασε για τελευταία φορά σε αυτό το υψηλό την άνοιξη του 2000, και ακολούθησε πολυετής κατάρρευση, με αποτέλεσμα ο S&P 500 να καταρρεύσει κατά 50% μεταξύ Μαρτίου 2000 και Οκτωβρίου 2002.

Ένας άλλος δείκτης που δείχνει τη «διάσταση» χρέους-μετοχών είναι το λεγόμενο επασφάλιστρο κινδύνου μετοχών, ή αλλιώς η επιπλέον απόδοση των μετοχών σε σχέση με το δημόσιο χρέος, που θεωρείται η ασφαλέστερη μορφή επένδυσης.

Ο εν λόγω δείκτης έχει βυθιστεί φέτος σε πολυετή χαμηλά υποδηλώντας πως οι αποτιμήσεις των μετοχών είναι ιδιαίτερα αυξημένες.

«Το ασφάλιστρο κινδύνου μετοχικού κεφαλαίου πλησιάζει το χειρότερο επίπεδό του από το 1927. Στις περιπτώσεις που συνέβη αυτό οι αγορές βίωσαν σημαντική διόρθωση και ύφεση/ύφεση: 1929, 1969, 99/00, 07, 18/19, σήμερα» ανέφερε η εταιρεία ερευνών Macro Edge σε πρόσφατη ανάρτησή της στο X.

Διαβάστε ακόμη: