Η Έλενα Μπόμπου, εν ενεργεία αστυνομικός που υπηρετεί σε υπηρεσία της Τροχαίας Αττικής, αποφάσισε πριν από λίγες ημέρες να δημοσιοποιήσει ένα βίντεο στα social media στο οποίο καταγγέλλει ότι υπέστη ξυλοδαρμό από τον πρώην σύντροφό της, επίσης αστυνομικό, κατά τη διάρκεια νυχτερινής της εξόδου σε κέντρο διασκέδασης.

Το βίντεο συνοδεύεται, σύμφωνα με την ίδια, από επιπλέον οπτικό υλικό που τελεί υπό διερεύνηση.

Η υπόθεση, πέραν της ποινικής οδού, ενεργοποίησε και πειθαρχικές διαδικασίες στο εσωτερικό του Σώματος: ο κατηγορούμενος τέθηκε σε διαθεσιμότητα και παρέδωσε το υπηρεσιακό του όπλο.

Η Έλενα μιλάει ήρεμα. Οι παύσεις της είναι μετρημένες σαν να ελέγχει κάθε λέξη για να μη γλιστρήσει ξανά στον φόβο. «Δεν ήθελα να το πιστέψω. Έλεγα ότι είναι μια κακή στιγμή, πως θα αλλάξει. Ήταν και συνάδελφος, άνθρωπος με στολή. Νόμιζα ότι αυτό από μόνο του θα τον σταματούσε», λέει, ανασύροντας την πρώτη -σχεδόν αυτονόητη- προσδοκία, ότι η στολή αποτελεί εγγύηση.

Στα πρώτα στάδια της σχέσης τους όπως περιγράφει η ίδια, εκείνος φαινόταν «ευγενικός, προσεγμένος, προστατευτικός».

«Στην αρχή ένιωθα ότι βρήκα έναν άνθρωπο σταθερό, ώριμο. Με έκανε να νιώθω ασφαλής», λέει. Η εμπιστοσύνη αυτή, όπως εξηγεί, μετατράπηκε σταδιακά σε παγίδα. «Άρχισε να αλλάζει. Από τις κουβέντες πέρασε στις φωνές. Από τις φωνές στα πρώτα χαστούκια», αφηγείται χωρίς δραματοποίηση αλλά με σαφήνεια.

Για μεγάλο διάστημα η Έλενα δεν μίλησε. Δεν μίλησε σε φίλους, δεν μίλησε σε προϊσταμένους. «Ντρεπόμουν. Ήμασταν και οι δύο αστυνομικοί. Σκεφτόμουν, “ποιος θα με πιστέψει;”», εξηγεί.

Η ντροπή και ο φόβος, σε συνδυασμό με την ελπίδα ότι ο θύτης θα αλλάξει, την κρατούσαν σιωπηλή, ένα μοτίβο που οι ειδικοί χαρακτηρίζουν «κύκλο της κακοποίησης»: ένταση, βία και περίοδος «πρόσκαιρης συμφιλίωσης», όπου ο θύτης δείχνει μεταμέλεια και υπόσχεται αλλαγή. «Μου έλεγε ότι δεν θα το ξανακάνει, ότι ήταν ένα λάθος. Τον πίστευα. Ήθελα να τον πιστέψω», παραδέχεται.

Με χτυπούσε χωρίς να σταματά, ήταν το πιο τρομακτικό βράδυ της ζωής μου, λέει η αστυνομικός που πάτησε το Panic Button
Η Έλενα Μπόμπου εξηγεί ότι τα περιστατικά βίας σταδιακά γίνονταν όλο και συχνά

Τα περιστατικά, σύμφωνα πάντα με τους ισχυρισμούς της, κλιμακώθηκαν. Ένα βράδυ για ασήμαντη αφορμή, όπως αφηγείται, «με βάραγε χωρίς να σταματά. Ήταν το πιο τρομακτικό βράδυ της ζωής μου». Παρ’ όλα αυτά, τότε ακόμη δεν υπέβαλε επίσημη καταγγελία. Σε εκδήλωση γενεθλίων ενός φίλου του στο σπίτι του, προσθέτει, την έριξε κάτω μπροστά σε κόσμο και, αντί για υποστήριξη, βίωσε την αδράνεια των παρευρισκομένων.

«Μετά μου ζήτησε συγγνώμη, με δάκρυα στα μάτια. Και ξαναγύρισα». Η συμπεριφορά του πρώην συντρόφου, πέρα από τη σωματική βία, πήρε συστηματικές διαστάσεις στοχοποίησης: απειλές, ψευδείς καταγγελίες και υποκρισία. «Μου έλεγε “θα σου κάνω καταγγελίες για να σε διασύρω και να μπορείς να κυκλοφορήσεις πουθενά! Θα δεις τι σου ετοιμάζω”. Δεν το πίστευα. Μέχρι που το έκανε», αναφέρει.

Η μετάβαση από ιδιωτική κακοποίηση σε δημόσια στοχοποίηση έκανε αποφασιστική την ανάγκη αναζήτησης βοήθειας. Η Έλενα απευθύνθηκε σε ψυχολόγο και, μετά από καιρό δισταγμού, κατήγγειλε επισήμως τα περιστατικά, ανάμεσα στα στοιχεία που υπέβαλε ήταν και υλικό revenge porn.

Στην ίδια ημέρα της υποβολής της καταγγελίας, της χορηγήθηκε το λεγόμενο panic button, μια εφαρμογή που συνδέει άμεσα το κινητό της καταγγέλλουσας με το Κέντρο Επιχειρήσεων της Αστυνομίας. Η Έλενα περιγράφει την αίσθηση ασφάλειας που της έδωσε αυτή η κίνηση: «Μου το έβαλαν στο κινητό κι ένιωσα για πρώτη φορά ότι αν με ξαναπλησιάσει έχω μια έτοιμη άμυνα».

Με χτυπούσε χωρίς να σταματά, ήταν το πιο τρομακτικό βράδυ της ζωής μου, λέει η αστυνομικός που πάτησε το Panic Button

Πριν από λίγες ημέρες, στο νυχτερινό κατάστημα όπου διασκέδαζε με φίλη της, ο πρώην σύντροφος εμφανίστηκε ξαφνικά. Στο βίντεο, που έχει αρχίσει να κυκλοφορεί ευρέως στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, καταγράφονται σκηνές έντασης μέσα σε γνωστό νυχτερινό κατάστημα. Η Έλενα φαίνεται να προσπαθεί να απομακρυνθεί, ενώ ο πρώην σύντροφός της την πλησιάζει με εμφανώς επιθετική διάθεση, εκτοξεύοντας ύβρεις και απειλές.

Στη συνέχεια, όταν εκείνη πάει να πάρει τα προσωπικά της αντικείμενα και να αποχωρήσει, εκείνος, όπως προκύπτει από το οπτικό υλικό, τη τραβάει, τη σπρώχνει βίαια, τη ρίχνει κάτω και αρχίζει να τη χτυπά επανειλημμένα με τα δύο του πόδια. Γύρω τους επικρατεί αναστάτωση.

Οι θαμώνες κοιτούν αμήχανα, κάποιοι φωνάζουν, κανείς όμως δεν παρεμβαίνει άμεσα.

Το περιστατικό, σύμφωνα με μαρτυρίες, διήρκεσε λίγα δευτερόλεπτα, αλλά ήταν αρκετά για να προκαλέσει σοκ σε όσους βρίσκονταν εκεί. Η ίδια, όπως λέει, προσπάθησε κι εκείνη να καταγράψει τη στιγμή, για να έχει αποδεικτικά στοιχεία της επίθεσης, αλλά δεν πρόλαβε. «Εκείνη τη στιγμή δεν σκεφτόμουν τίποτα άλλο, μόνο να φύγω. Πήγα να πάρω τα πράγματά μου και πριν το καταλάβω, με είχε σπρώξει και έπεσα. Ένιωσα τα χτυπήματά του στο σώμα μου και άκουγα γύρω μου κόσμο να φωνάζει», λέει.

Τότε η Έλενα «πάτησε το panic button» και «σε δέκα λεπτά είχαν έρθει αστυνομικοί. Δεν θα ξεχάσω ποτέ αυτή τη στιγμή. Ένιωσα ότι το κράτος ήταν δίπλα μου», ότι όντως η Ελληνική Αστυνομία στην οποία ανήκω, με προστατεύει» λέει.

Ο δράστης κατάφερε να διαφύγει από την πίσω πόρτα του καταστήματος, ωστόσο το περιστατικό δηλώθηκε και άνοιξαν οι σχετικοί φάκελοι στα ανακριτικά και πειθαρχικά όργανα. Η δημόσια καταγγελία της Έλενας ήρθε σε μια συγκυρία όπου το ίδιο το πρόσωπό της είχε ήδη απασχολήσει τα μέσα ενημέρωσης στο παρελθόν, μετά από καταγγελία που είχε γίνει εις βάρος της στην Υπηρεσία Εσωτερικών Υποθέσεων.

Από την έρευνα αποδείχθηκε πλήρως το ψευδές και ανυπόστατο της καταγγελίας, ωστόσο η υπόθεση οδήγησε σε έντονη δημόσια έκθεση και, όπως η ίδια σημειώνει, σε διαπόμπευση. Η εμπειρία αυτή, προσθέτει, έκανε ακόμη δυσκολότερο το να βρει στήριξη όταν η βία επανήλθε στη ζωή της. Παρά την προσωπική της δυσκολία να μιλήσει, η επιλογή της να δημοσιοποιήσει το βίντεο και την καταγγελία έχει ευρύτερη διάσταση. Λειτουργεί ως δημόσια καταγγελία ενός περιστατικού ενδοοικογενειακής/συντροφικής βίας εντός του Σώματος, αλλά και ως κάλεσμα προς άλλες γυναίκες που μπορεί να βιώνουν παρόμοιες καταστάσεις. «Δε θέλω εκδίκηση. Θέλω να μην περάσει άλλη γυναίκα αυτό που πέρασα εγώ. Να μη φοβηθεί να πατήσει το κουμπί», δηλώνει.

Στο προσωπικό επίπεδο, η αστυνομικός επιχειρεί να εξηγήσει τον δικό της εγκλωβισμό. «Ήθελα να σώσω κάτι που δεν σωζόταν. Και δεν κατάλαβα πότε σταμάτησα να σώζω εκείνον και άρχισα να χάνω τον εαυτό μου».

Η φράση «Συγγνώμη για τη διάρκεια του βίντεο», την οποία επανέλαβε όταν μίλησε δημόσια, περιγράφει, όπως σχολιάζουν ειδικοί, την ενοχή που συχνά συνοδεύει τα θύματα που παίρνουν την απόφαση να μιλήσουν.

Σε επίπεδο πολιτικής και υπηρεσιακής απάντησης, το panic button και οι αντίστοιχες γραμμές υποστήριξης έχουν καταγράψει αυξημένη χρήση τα τελευταία χρόνια. Χιλιάδες γυναίκες έχουν ζητήσει βοήθεια μέσω υποστηρικτικών γραμμών και το panic button έχει ενεργοποιηθεί εκατοντάδες φορές, στοιχεία που υποδεικνύουν μια αυξημένη προσφυγή σε διαθέσιμα εργαλεία προστασίας.

Οι ειδικοί τονίζουν, ωστόσο, ότι αυτά τα εργαλεία δεν είναι πανάκεια. Προσφέρουν ωστόσο πολύτιμο χρόνο, συχνά κρίσιμο για την ασφάλεια ενός θύματος.

Διαβάστε ακόμη: