Οι προεδρικές εκλογές του 2024, στις ΗΠΑ, αποτελούν, μαζί με τον πληθωρισμό και τα επιτόκια, τους σημαντικότερους καταλύτες για τις διεθνείς αγορές, στο έτος που διανύουμε.

Σύμφωνα με σχετική ανάλυση της τράπεζας Alpha Bank, η εκλογική διαδικασία αναμένεται να αναδείξει σημαντικές προκλήσεις, τόσο για τους επενδυτές, όσο και για τους υπευθύνους χάραξης της νομισματικής πολιτικής. Σύμφωνα με πρόσφατη ανάλυση (Presidential cycle still supportive of stocks, LPL Financial, Δεκέμβριος 2023), ανεξάρτητα από την έκβαση του αποτελέσματος, ο δείκτης S&P 500 αυξήθηκε κατά 7%, κατά μέσο όρο, στα εκλογικά έτη από το 1952.

Λαμβάνοντας υπόψη τις νομισματικές και εκλογικές εξελίξεις στις ΗΠΑ, σε αυτό το δελτίο αναλύουμε τη σχέση μεταξύ των τιμών των ομολόγων και των μετοχών και πως επηρεάζεται αυτή η σχέση από τις τρέχουσες συνθήκες. Από τα μέσα του 2021 έλαβε χώρα αλλαγή της συσχέτισης, από αρνητική που ήταν, τις τελευταίες δύο δεκαετίες, σε θετική. Τούτο ήταν αποτέλεσμα του υψηλού πληθωρισμού και της αυστηροποίησης της νομισματικής πολιτικής.

Γιατί συνέβη αυτό; Εμπειρικά, το περιβάλλον πληθωρισμού και οι προσδοκίες για την οικονομική ανάπτυξη διαδραματίζουν βασικό ρόλο στη διαμόρφωση της συσχέτισης των αποδόσεων των μετοχών και των ομολόγων. Για παράδειγμα, σε περιόδους χαμηλού πληθωρισμού, η επίδραση των «ειδήσεων» για χαμηλή μελλοντική οικονομική μεγέθυνση οδηγεί σε προσδοκίες για χαμηλότερη κερδοφορία. Παράλληλα, θα αυξηθούν οι προσδοκίες των επενδυτών για χαλάρωση της νομισματικής πολιτικής, οπότε οι αποδόσεις των ομολόγων θα μειωθούν.

Επομένως, σε ένα περιβάλλον χαμηλού πληθωρισμού, επικρατεί αρνητική συσχέτιση μεταξύ των αποδόσεων των μετοχών και των ομολόγων. Αντίθετα, σε περιόδους υψηλού πληθωρισμού, όπως αυτή που επικράτησε την τελευταία τριετία, οι «ειδήσεις» για τον μελλοντικό πληθωρισμό είναι αυτές που κυριαρχούν στη διαμόρφωση της αναμενόμενης πορείας των επιτοκίων νομισματικής πολιτικής. Οι προσδοκίες για άνοδο του πληθωρισμού αυξάνουν τις αποδόσεις των ομολόγων, καθώς προεξοφλείται η άνοδος των επιτοκίων παρέμβασης.

Στην περίπτωση που, παρά την άνοδο των επιτοκίων, δεν διαμορφώνονται συνθήκες στασιμοπληθωρισμού, όπως συνέβη στις ΗΠΑ την τελευταία τριετία, οι αποδόσεις των μετοχών παραμένουν και αυτές σε θετικό έδαφος. Σε ένα τέτοιο περιβάλλον, η συσχέτιση μεταξύ των αποδόσεων των μετοχών και των ομολόγων είναι θετική.

Το ανωτέρω ερμηνευτικό πλαίσιο, εξηγεί σε κάποιο βαθμό τις εξελίξεις των τελευταίων μηνών στις διεθνείς αγορές. Από τα τέλη του περασμένου Οκτώβρη, οι αποδόσεις των 10ετών αμερικανικών ομολόγων κατέγραψαν έντονη άνοδο, καθώς οι αγορές προεξοφλούσαν ότι τα βασικά επιτόκια θα παραμείνουν σε υψηλά επίπεδα, για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα. Όμως, με την αποκλιμάκωση των πληθωριστικών πιέσεων από τον Νοέμβριο και μετά, οι αποδόσεις των ομολόγων μειώθηκαν, αντικατοπτρίζοντας τις αναθεωρημένες προσδοκίες των αγορών για μείωση των επιτοκίων.

Ουσιαστικά, οι αγορές καθησυχάστηκαν από τις δηλώσεις των ιθυνόντων της FED, οι οποίες υποδήλωναν ότι οι αυστηρότερες πιστωτικές συνθήκες και η ταχύτερη πρόοδος του αποπληθωρισμού καθιστούσαν λιγότερο πιθανές περαιτέρω αυξήσεις των επιτοκίων. Παράλληλα, η ανθεκτικότητα της αμερικανικής οικονομίας και τα αυξημένα επιχειρηματικά κέρδη έδωσαν ώθηση στους χρηματιστηριακούς δείκτες των ΗΠΑ, δηλαδή στις τιμές των μετοχών, διατηρώντας τη θετική συσχέτιση μεταξύ των τιμών των μετοχών και των ομολόγων.

Ειδικά, ο δείκτης S&P 500 βρίσκεται σε ιστορικά υψηλά επίπεδα, κατευθυνόμενος από επτά μετοχές του κλάδου της τεχνολογίας (Magnificent Seven13), που αποτελούν, περίπου, το 29% της συνολικής κεφαλαιοποίησης του δείκτη και παρουσίασαν σημαντική αύξηση, το 2023. Το ερώτημα που ανακύπτει από τις ανωτέρω εξελίξεις είναι το κατά πόσον θα συνεχιστεί η θετική συσχέτιση μεταξύ των αποδόσεων των μετοχών και των ομολόγων και το 2024 ή θα επιβεβαιωθεί η επιστροφή σε αρνητική συσχέτιση. Οι βασικοί παράγοντες που θα επηρεάσουν αυτή τη σχέση είναι:

  • Πρώτον, οι προσδοκίες για τον πληθωρισμό. Τα στοιχεία, από τις αρχές του 2024, επιβεβαιώνουν την εικόνα που ξεκίνησε να διαμορφώνεται, από τον περασμένο Νοέμβριο, δηλαδή την απότομη αύξηση των τιμών των αμερικανικών μετοχών, σε συνδυασμό με τη ρευστοποίηση ομολόγων στις παγκόσμιες αγορές, με τους επενδυτές να αναμένουν μειώσεις των επιτοκίων εντός του 2024.
  • Δεύτερον, οι εκλογές. Εν αναμονή των εκλογικών διαδικασιών στις ΗΠΑ, την ΕΕ και το Ηνωμένο Βασίλειο, εκτιμάται ότι θα υπάρξει πολιτική πίεση για να μειωθούν τα επιτόκια ή τουλάχιστον για να μην πραγματοποιηθούν περαιτέρω αυξήσεις, δεδομένης της επιβάρυνσης των νοικοκυριών και των επιχειρήσεων από τις αυστηρότερες πιστωτικές συνθήκες.
  • Τρίτον, οι προοπτικές για την οικονομική μεγέθυνση των οικονομιών. Ήδη από τις αρχές του έτους, στις ανησυχίες των αγορών φαίνεται να κυριαρχούν περισσότερο οι κίνδυνοι για στασιμότητα ή αναιμική ανάπτυξη, παρά η επαναφορά των πληθωριστικών πιέσεων. Σε τούτο συνηγορούν και οι εκτιμήσεις για επιβράδυνση της οικονομικής μεγέθυνσης από τους διεθνείς οργανισμούς, που σημαίνει ότι οι τιμές των μετοχών μπορεί να υποχωρήσουν, εξαιτίας των χαμηλότερων αναμενόμενων κερδών. Παράλληλα, ενισχύονται οι προσδοκίες για χαλάρωση της νομισματικής πολιτικής, με αποτέλεσμα να αυξηθούν και οι τιμές των ομολόγων, λόγω χαμηλότερων προεξοφλητικών επιτοκίων.

Διαβάστε ακόμη: