Η «Διαχείριση Αρχαιοτήτων στο πλαίσιο Μεγάλων Τεχνικών Έργων» είναι το θέμα του τριήμερου επιστημονικού συνεδρίου που πραγματοποιείται στο Μέγαρο Μουσικής Θεσσαλονίκης. Περισσότεροι από 45 ομιλητές προσεγγίζουν τα ζητήματα διαχείρισης των αρχαιολογικών δεδομένων, σε μεγάλα έργα υποδομής, όπως το Μετρό της Θεσσαλονίκης, το Μετρό του Πειραιά, το έργο της Εγνατίας Οδού και ανάλογα έργα εκτός Ελλάδος, όπως ο Μητροπολιτικός Σιδηρόδρομος της Νάπολης.
Η υπουργός Πολιτισμού Λίνα Μενδώνη, υπογράμμισε στην εισήγησή της κατά το άνοιγμα των εργασιών του επιστημονικού συνεδρίου: «Καθώς η ελληνική επικράτεια στο σύνολό της, σχεδόν, αποτελεί έναν αναπεπταμένο αρχαιολογικό χώρο, με μνημεία που καλύπτουν τη μακρά ιστορική διάρκεια, διάσπαρτα στον χώρο, ήταν δεδομένο και αναμενόμενο τα μείζονα έργα αναπτυξιακού χαρακτήρα, ή τουλάχιστον τα περισσότερα από αυτά, να προσκρούσουν σε ποικίλα κατάλοιπα όλων των περιόδων της αρχαιότητας. Να αποκαλύψουν εκατοντάδες μνημεία και αρχαιολογικούς χώρους, διαφόρων εποχών, λιγότερο ή περισσότερο σημαντικά, τα οποία δίνουν νέα δεδομένα και συμβάλλουν καθοριστικά, στον εμπλουτισμό, και σε ορισμένες περιπτώσεις και στην αλλαγή του αρχαιολογικού χάρτη της πατρίδας μας. Μέσα στα εργοτάξια αναπτύχθηκε μια πραγματικά πολυεπιστημονική αρχαιολογική και ιστορική έρευνα, ένα υψηλής ποιότητας αρχαιολογικό έργο, στο οποίο οι ανασκαφικές μέθοδοι προσαρμόστηκαν με τις σύγχρονες δυναμικές, και το οποίο αποκάλυψε πλήθος νέων δεδομένων που άλλαξε, διόρθωσε, συμπλήρωσε τον αρχαιολογικό και ιστορικό χάρτη πολλών περιοχών, εμπλούτισε την τοπική ιστορία με νέες άγνωστες μαρτυρίες και τα μουσεία με νέα ευρήματα».
Η υπουργός αναφέρθηκε ειδικά σε τρία μεγάλα τεχνικά έργα, τον Μητροπολιτικό Σιδηρόδρομο της Αθήνας, την Εγνατία Οδό και τον Μητροπολιτικό Σιδηρόδρομο της Θεσσαλονίκης. Για την εμπειρία που αποκτήθηκε από την κατασκευή του Μετρό της Αθήνας, επισήμανε: «Η κατασκευή του Μετρό της Αθήνας απέδειξε, 22 χρόνια πριν, ότι η υψηλή ποιότητα του αρχαιολογικού έργου, μπορεί να συνδυαστεί με την ταχύτητα που απαιτεί το τεχνικό, και ότι η επιστημονική έρευνα στον ευαίσθητο τομέα της αρχαιογνωσίας είναι δυνατόν να ευδοκιμήσει ακόμη και σε συνθήκες εργοταξίου. Με τα δημόσια έργα εντός του αθηναϊκού άστεως, τα οποία εκτέλεσε με αυξημένη αποτελεσματικότητα το Υπουργείο Πολιτισμού, απέκτησε μια τεράστια εμπειρία, ενώ η αρχαιολογική επιστημονική κοινότητα ενισχύθηκε με μια «Σχολή», σύμφωνα με την οποία η κατασκευή ενός τεχνικού έργου σε μια πόλη ζωντανή και πυκνοκατοικημένη, με την διαχρονική της ιστορία και τον μνημειακό της πλούτο να καλύπτει την μακρά ιστορική διάρκεια, συνδυάστηκε όχι μόνον με την αρχαιολογική έρευνα και την συνεπαγόμενη αυξημένη γνώση, αλλά κυρίως με την προστασία και την ανάδειξη του μνημειακού αποθέματος».
Η Λίνα Μενδώνη σημείωσε ότι κατά τη διάρκεια των εργασιών για τη χάραξη της Εγνατίας Οδού εντοπίστηκαν περισσότεροι από 270 άγνωστοι, έως τότε, αρχαιολογικοί χώροι, γεγονός που ανέδειξε την ανάγκη μετάβασης από τη μελέτη των μεμονωμένων αρχαιολογικών θέσεων στη μελέτη του ιστορικού και αρχαιολογικού τοπίου. «Η αρχαιολογική επιστήμη αποκτά μια σταδιακά αυξανόμενη τεχνοκρατική διάσταση, αυτήν της διαχείρισης των πόρων, πολιτιστικών και οικονομικών, των μνημείων, των τόπων, των τοπίων, με έντονα ποιοτικά χαρακτηριστικά, ενταγμένη στο πλαίσιο της αειφόρου ανάπτυξης. Οι αρχαιολογικοί χώροι μετέχουν και αποτελούν μέρος του χωροταξικού σχεδιασμού, ενώ οι γνώση των μορφών του παρελθόντος βοηθά ουσιαστικά στην κατανόηση του παρόντος».
Όσον αφορά το μείζον ζήτημα της διαχείρισης των αρχαιοτήτων κατά την κατασκευή του Μετρό Θεσσαλονίκης, η Λίνα Μενδώνη επεσήμανε: «Δώσαμε μια υποδειγματική, επιστημονική και δεοντολογικά ορθή λύση στην επίπονη εξίσωση, καθώς η αποκάλυψη και η ανάδειξη των αρχαιολογικών ευρημάτων συνδυάστηκε με την επίσπευση και την αποπεράτωση του τεχνικού έργου. Αν είχε επιλεγεί η πρόταση της κατά χώραν παραμονής των αρχαιοτήτων στο σταθμό Βενιζέλου, είναι βέβαιο ότι το Μετρό δεν θα είχε ολοκληρωθεί ακόμη. Δεν θα υπήρχε αναδεδειγμένος και ο αρχαιολογικός χώρος που επισκέπτεται ήδη πλήθος κόσμου, και ασφαλώς, δεν θα υπήρχε ένα πλήθος αρχαιολογικών και ιστορικών τεκμηρίων, που αποκαλύφθηκαν από την ανασκαφή και τη μελέτη των υποκειμένων αρχαιολογικών στρωμάτων. Η επιλογή της προσωρινής απόσπασης και της οριστικής επανατοποθέτησης των ευρημάτων δικαιώθηκε από το αποτέλεσμα».
Για το ίδιο θέμα, που προκάλεσε πολλές συζητήσεις αλλά και αντιδράσεις η υπουργός Πολιτισμού ανέφερε: «Στο πλαίσιο της κατασκευής του Μετρό Θεσσαλονίκης, διενεργήθηκε η μεγαλύτερη ανασκαφική έρευνα σωστικού χαρακτήρα, που έχει ποτέ πραγματοποιηθεί στη χώρα, συμβάλλοντας στην αναδίφηση της ιστορίας της πόλης από την ίδρυσή της, το 316 π.Χ., έως τις αρχές του 20ού αιώνα. Το ιστορικό όφελος από την αρχαιολογική έρευνα σε όλο το έργο, ιδιαίτερα, στους σταθμούς «Αγία Σοφία» και «Βενιζέλου» είναι τεράστιο. Τα ευρήματα αποτυπώνουν διαχρονικά την πολεοδομική εξέλιξη του αστικού ιστού, στο ύψος της κεντρικής οδού, που διέτρεχε πάντα την πόλη, στην ίδια σχεδόν χάραξη, από τον 3ο αι. π.Χ. ως σήμερα. Οι ανασκαφές αποκάλυψαν τη μνημειακή εικόνα της πρωτοβυζαντινής πόλης, με επιβλητικές κιονοστήρικτες μαρμαρόστρωτες πλατείες εκατέρωθεν του μαρμαρόστρωτου δρόμου, ενώ, παράλληλα, τεκμαίρεται ο ευρύς αστικός ανασχεδιασμός του δημόσιου χώρου, στον 6ο αι. Στον σταθμό Βενιζέλου, αποκαλύφθηκαν οι παλαιότερες οικοδομικές φάσεις της Θεσσαλονίκης, από τα ελληνιστικά χρόνια, τεκμηριώνοντας την ίδρυση της Θεσσαλονίκης, από τον Κάσσανδρο, το 316 π.Χ., και την ανάπτυξή της στα πεδινά και προς τη θάλασσα. Στο πλαίσιο της κατασκευής του Μητροπολιτικού Σιδηροδρόμου, της Θεσσαλονίκης αναδείχθηκε μια ακόμη «Σχολή» για τη διαχείριση, την τεκμηρίωση, την προστασία, την ανάδειξη των αρχαιοτήτων. Διαφορετική από αυτή της Αθήνας: Πιο σύγχρονη, πιο δυναμική, αφομοιώνοντας τις σύγχρονες τεχνικές και τεχνολογικές μεθόδους. Συντελέστηκε, σε παγκόσμια κλίμακα, ένα πρωτότυπο και καινοτόμο, εγχείρημα, το οποίο απαιτούσε κυριολεκτικά χειρουργικές κινήσεις, γνώσεις, εμπειρία, υπευθυνότητα, μέθοδο, σχολαστικότητα και συνεχή εποπτεία. Ωστόσο, η εκτέλεσή του ήταν υποδειγματική, καθώς πραγματοποιήθηκε με απόλυτη τήρηση των διεθνών προτύπων και της κείμενης αρχαιολογικής νομοθεσίας.
Το Υπουργείο Πολιτισμού μπορεί να είναι υπερήφανο για τις λύσεις που έδωσε, για τις γνώσεις που αποκόμισε και μπορεί να προσφέρει στις επιστημονικές κοινότητες μηχανικών και αρχαιολόγων για το έργο που επιτέλεσε, σε απόλυτη συνεργασία με το Υπουργείο Υποδομών, την Ελληνικό Μετρό, την ανάδοχο εταιρεία. Η Θεσσαλονίκη μπορεί να σεμνύνεται για κάτι μοναδικό. Έναν αναπεπταμένο αρχαιολογικό χώρο ενταγμένο σε ένα μείζον τεχνικό κοινωφελές έργο. Αλλά και έναν αρχαιολογικό χώρο, που εντάσσεται οργανικά στην καθημερινότητα των πολιτών. Κάθε επιβάτης, μπαίνοντας στο Μετρό, έρχεται σε άμεση επαφή με τη μακραίωνη ιστορία της πόλης. Και αυτό είναι ένα μοναδικό προνόμιο της Θεσσαλονίκης διεθνώς».
Κλείνοντας την τοποθέτηση της η υπουργός Πολιτισμού αναφερόμενη στον Μητροπολιτικό Σιδηρόδρομο της Θεσσαλονίκης, υπογράμμισε: «Η πολιτιστική κληρονομιά δε φαλκιδεύει την αναπτυξιακή προοπτική της πατρίδας μας. Αντίθετα, αποτελεί συγκριτικό πλεονέκτημα και πολλαπλασιαστή της οικονομικής και κοινωνικής μας προόδου».
Διαβάστε ακόμη:
- Κλαυδία για τη νίκη της στον ελληνικό τελικό της Eurovision: Μακάρι να πάω στην Ευρώπη και να τους βάλω τα «γυαλιά»
- Παπαζάχος για ηφαίστειο της Σαντορίνης: Ξεχάστε εικόνες από ταινίες του Χόλιγουντ – Τι είναι οι «αποτυχημένες εκρήξεις»
- Κόκκινη κάρτα από ΔΝΤ στην Ελλάδα για την επαναφορά των δώρων στο δημόσιο
- Προειδοποίηση ECDC και ΠΟΥ: Ασυνήθιστα υψηλός αριθμός ανιχνεύσεων πολιομυελίτιδας στην Ευρώπη