Την ώρα που οι εξελίξεις και η αιματοχυσία σε Παλαιστίνη και Ισραήλ τρέχουν, κυριολεκτικά δυστυχώς και μεταφορικά, έχοντας ανατρέψει πολιτικές και οικονομικές συνθήκες στην ευρύτερη περιοχή της νοτιοανατολικής λεκάνης της Μεσογείου, αλλά και διεθνώς, η ελληνική κυβέρνηση, το υπουργείο Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών και το Ταμείο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας σήμερα και αύριο καλούνται να αποφασίσουν, αν θα συνεχιστεί, πως και πότε η επιχείρηση αποεπένδυσης του Δημοσίου από τις υπόλοιπες τρεις τράπεζες.
Με δεδομένη την τεράστια ζημία που έχει καταγράψει το Δημόσιο και ο Έλληνας φορολογούμενος, που δεν πρόκειται να την αναπληρώσει ποτέ, όποιο τίμημα και να πετύχει, ουσιαστικά τώρα προσπαθεί να πετύχει ένα τίμημα που θα έχει μία ικανοποιητική απόκλιση από την τρέχουσα τιμή της μετοχής.
Περί αυτού πρόκειται και όσο μελάνι και να χυθεί, απλώς η μόνη διαφορά που μπορεί να υπάρξει στο τέλος είναι το μικρότερο δυνατό όφελος, απειροελάχιστο σε σχέση με τα κεφάλαια που χάθηκαν.
Σήμερα Δευτέρα, λοιπόν, σε μία άτυπη πλην λίαν ουσιαστική συνάντηση, συσκέπτονται όλοι οι εμπλεκόμενοι, παρουσία και των ξένων “επιτηρητών”, μελών του ΤΧΣ, παρουσία των συμβούλων του Ταμείου (JP Morgan), αλλά και του συμβούλου που έχει επιλέξει η ίδια η Εθνική, καθώς και παραγόντων της κυβέρνησης και της Τράπεζας της Ελλάδας.
Στη συνάντηση αυτή θα αναλυθεί διεξοδικά και πρωτίστως, εάν οι επικρατούσες συνθήκες στις αγορές είναι οι κατάλληλες, για να προχωρήσει ένα τέτοιο εγχείρημα, που δεν έχει καμία απολύτως σχέση με την πώληση του 1,4% της Eurobank.
Γιατί, όσο και να δηλώνεται προς τα έξω ότι “η απόφαση είναι ειλημμένη”, δεν παύει να υπάρχει και έντονος προβληματισμός και σοβαρή ανησυχία για τις εξελίξεις στην ευρύτερη περιοχή. Και αυτό γιατί, αν δεν υπάρξει αποκλιμάκωση στη Μέση Ανατολή, αλλά αντιθέτως υπάρξει εμπλοκή και άλλων χωρών, όπως η Τουρκία, η Συρία και κυρίως το Ιράν, τότε θα μιλάμε για μία σύρραξη με απρόβλεπτες εξελίξεις, στις οποίες δεν πρόκειται να μείνουν αμέτοχες και οι άλλες μεγάλες δυνάμεις, πέραν των ΗΠΑ, που ήδη ουσιαστικά έχουν εμπλακεί.
Είναι χαρακτηριστική η αποστροφή κορυφαίου τραπεζικού στελέχους, ότι “δεν μπορεί δίπλα σου να γίνεται μακελειό, να πέφτουν βόμβες και η Μ. Ανατολή να φλέγεται και εσύ να βγαίνεις στις αγορές σα να μην συμβαίνει τίποτα”.
Ακριβώς αυτοί οι προβληματισμοί αυξάνονται όσο η κατάσταση στη γειτονιά μας παραμένει έκρυθμη με κίνδυνο ανά πάσα στιγμή να επεκταθεί και για το λόγο αυτό οι σημερινές διαβουλεύσεις όλων των εμπλεκομένων είναι πολύ κρίσιμες, με το βλέμμα φυσικά στη Γάζα, στο Λίβανο, στο Ισραήλ και στις αραβικές χώρες.
Τη σκυτάλη στη συνέχεια, αύριο Τρίτη, θα πάρει το διοικητικό συμβούλιο του ΤΧΣ, το οποίο θα λάβει υπόψη του τους προβληματισμούς που θα διατυπώσουν όλα τα εμπλεκόμενα μέρη και την τελική πρότασή τους, πριν λάβει τη δική του απόφαση για την πώληση ενός πακέτου μετοχών της Εθνικής τράπεζας.
Είτε αυτό είναι 10, 15 ή 20%. Αυτή τη στιγμή, κανείς δεν μπορεί να προεξοφλήσει οποιαδήποτε απόφαση, γιατί, όπως πολύ σωστά ανέφερε και η Moody’s, η υπόθεση της αποεπένδυσης από τη Εθνική και την Πειραιώς, δεν θα είναι καθόλου εύκολη υπόθεση.
Σημαντικό ρόλο θα παίξει και η άποψη που διατύπωσε και ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδας, Γιάννης Στουρνάρας, ότι θα προτιμούσε μακροπρόθεσμα θεσμικά χαρτοφυλάκια ή μεγάλες ξένες τράπεζες, ως μελλοντικούς μετόχους της Εθνικής, η οποία φυσικά περιέχει και έμμεση πλην σαφή κριτική σε όσα προηγήθηκαν της αύξησης στην Τράπεζα Πειραιώς και τις κάκιστες επιλογές επενδυτών τρίτης διαλογής.
Υπάρχει, όμως και μία ακόμα παράμετρος, η οποία μπορεί να φέρει ανατροπές στους όποιους σχεδιασμούς.
Η διοίκηση της Εθνικής έχει κάνει τις δικές της επαφές με ξένους επενδυτές, μέσω του συμβούλου της, της Goldman Sachs, χωρίς να έχει ενημερώσει κανέναν για τα όποια αποτελέσματα τους, προκαλώντας εκνευρισμό και στο ΤΧΣ και στο επιτελείο Χατζηδάκη, παρά το ότι το όλο θέμα γίνεται προσπάθεια να κρατηθεί χαμηλά, για ευνόητους λόγους.
Τέλος, στην αγορά υπάρχει σχεδόν παγιωμένη η πεποίθηση ότι η πορεία της τιμής της μετοχής, μόνο τυχαία δεν είναι, αφήνοντας αιχμές ότι όσοι έχουν λόγους, ωθούν τη μετοχή σε απώλειες, ώστε να επηρεαστείμκαι η τιμή πώλησης του όποιου πακέτου επιλεγεί, τώρα ή σε ευθετότερο χρόνο.