Η Ευρώπη υφίσταται μια διαδικασία αργής ενοποίησης για σχεδόν τέσσερεις δεκαετίες και ίσως τώρα είναι καλύτερη περίοδος για αυτήν να επιταχύνει τις ενέργειές της. Σήμερα υπάρχουν λιγότερες συγκρούσεις μεταξύ ευρωπαϊκών χωρών από ό,τι οποιαδήποτε στιγμή στην ιστορία και η συλλογική δύναμη κάνει την Ευρώπη ισχυρή, ακόμη και τώρα στην εποχή του κορωνοϊού. Τα τελευταία χρόνια, η Ε.Ε. έχει αφιερώσει πολύ χρόνο και χρήμα, επικοινωνώντας με τους πολίτες της, εξηγώντας τις πολιτικές και τους σκοπούς της. Αλλά αυτή η επικοινωνία μέχρι σήμερα είχε υψηλή ορολογία και σχετικά χαμηλή επίδραση.
Η Ε.Ε. και τα κράτη – μέλη απέτυχαν να κοινοποιήσουν τα εποικοδομητικά πλεονεκτήματα της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης, της συνοχής και συνεργασίας. Η Ευρώπη υπολείπεται μιας βιώσιμης στρατηγικής επικοινωνίας και πρέπει να εφαρμοστούν αποτελεσματικές πρακτικές επικοινωνίας για να δημιουργηθεί μια ισχυρή σχέση με τους ανθρώπους. Μια ισχυρή σύνδεση με τους πολίτες δεν μπορεί να επιτευχθεί χωρίς μια καλά μελετημένη στρατηγική επικοινωνίας και αποτελεσματικά εργαλεία, πρακτικές και ανάλυση. Άλλωστε, οι κυβερνητικές πολιτικές σπάνια επιτυγχάνουν όταν η επικοινωνία αποτυγχάνει. Υπάρχει, λοιπόν, μια ανάγκη για αλλαγή, ώστε το ευρωπαϊκό μήνυμα να είναι ενδιαφέρον για τα μέσα ενημέρωσης και να γίνει κατανοητό από τους πολίτες.
Το Κοινοβούλιο, η Επιτροπή και το Συμβούλιο εκφράζουν συχνά αποκλίνουσες και ακόμη και αντιφατικές απόψεις, με αποτέλεσμα την κακοφωνία. Η Ευρώπη μπορεί να λειτουργήσει μόνο εάν όλοι εργαστούν για ενότητα και ομοιότητα και ξεχάσουν τον ανταγωνισμό μεταξύ αρμοδιοτήτων και θεσμών. Μόνο τότε θα είναι η Ευρώπη κάτι περισσότερο από το άθροισμα των τμημάτων της.
Ωστόσο, υπάρχουν μερικές επιτυχημένες μέθοδοι για την παραγωγική και αποτελεσματική επικοινωνία της Ευρώπης, όπως, για παράδειγμα, κάνοντας την επικοινωνία στρατηγική προτεραιότητα, μιλώντας για επιτυχία, υποστηρίζοντας τη ποιοτική δημοσιογραφία, εστιάζοντας στη σημασία του ανθρώπου και αναδεικνύοντας τον ρόλο της Ε.Ε. στον κόσμο. Ο διάλογος με τους πολίτες σε δημόσιες συζητήσεις με Ευρωπαίους Επιτρόπους και άλλους υπεύθυνους λήψης αποφάσεων της Ε.Ε., όπως μέλη του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, εθνικούς, περιφερειακούς και τοπικούς πολιτικούς, είναι πολύ χρήσιμος.
Οι συνεδρίες πρέπει να είναι ελεύθερες, να μεταδίδονται ζωντανά στο διαδίκτυο και κυρίως πρέπει να έχουν τη μορφή ερωτήσεων και απαντήσεων. Οι πολίτες μπορούν να κάνουν ερωτήσεις στους πολιτικούς της Ε.Ε., να σχολιάζουν και να τους λένε πώς τις επηρεάζουν οι πολιτικές της Ε.Ε. Μπορούν επίσης να μοιραστούν τις ιδέες τους για το μέλλον της Ευρώπης. Μια επιτυχημένη εκστρατεία είναι αυτή του investEU, που αφηγείται τις ιστορίες πίσω από την υποστήριξη της Ε.Ε. για έργα που ξεκίνησαν, νέες θέσεις εργασίας, σύγχρονα σχολεία και πανεπιστήμια, αποτελεσματικές υποδομές μεταφορών, πράσινη ενέργεια και καινοτομία παντού στην Ευρώπη.
Μια τεράστια ευκαιρία για την ακριβή επικοινωνία του ευρωπαϊκού έργου είναι βεβαίως η Διάσκεψη για το Μέλλον της Ευρώπης. Αν η τελική σύνθεση και η μεθοδολογία εργασίας, είναι δομημένη, τότε θα προσφέρει τη δυνατότητα να θέσει το μέλλον της Ε.Ε. στο επίκεντρο της ευρωπαϊκής συζήτησης και να αναζωογονήσει την ευρωπαϊκή ιδέα. Σημαντικό έργο είναι η αναγνώριση και ο σεβασμός των διαφορετικών εθνικών διαστάσεων, μέσω μιας διαδικασίας συζήτησης, αλληλεπίδρασης πολιτών που θα οδηγήσει στη διαμόρφωση νέων ιδεών.
Τα κράτη – μέλη της Ε.Ε. έχουν διαφορετικές κοινές γνώμες ανάλογα με το ιστορικό, κοινωνικοοικονομικό και πολιτικό τους πλαίσιο και αυτός είναι ο βασικός λόγος γιατί ένα μεγάλο μέρος των Ευρωπαίων δεν υποστηρίζει την Ένωση. Για να ξεκινήσει μια συζήτηση για το τι είναι μια ευρωπαϊκή ταυτότητα και ποιες είναι οι αξίες της, πρέπει να επικοινωνηθούν τα αποτελέσματα μιας διαδικασίας με ένα μήνυμα ενοποίησης με συνεκτικό τρόπο, λαμβάνοντας υπόψη την ποικιλομορφία του κοινού και των χωρών.
Η επικοινωνία για το μέλλον της Ευρώπης θα μπορούσε να είναι ένα εξαιρετικό παράδειγμα για την ενδυνάμωση και συνεργασία των πολιτών, την υποστήριξη της ανάπτυξης μιας ευρωπαϊκής δημόσιας σφαίρας, τη δημιουργία αμφίδρομου διαλόγου, την ακρόαση των πολιτών και τη διαφάνεια. Σήμερα, όλοι θέλουν να συμμετέχουν και έτσι η συζήτηση επικεντρώνεται στη μορφή και όχι στο περιεχόμενο. Η συζήτηση για το μέλλον της Ευρώπης δεν είναι καινούργια.
Η Λευκή Βίβλος για το Μέλλον της Ευρώπης ήταν μια έρημη επιβεβαίωση της απουσίας μελλοντικού οράματος και ηγεσίας. Οι Βρυξέλλες δεν μπορούν να βρουν λύση για το αδιέξοδο στο οποίο βρίσκονται εδώ και πολλά χρόνια. Ωστόσο, τα περισσότερα από τα κύρια προβλήματα, όπως η κρίση των μεταναστών, ο ευρωσκεπτικισμός, η συνεργασία σε θέματα ασφάλειας και η πανδημία του κορωνοϊού, απαιτούν μια συνολική, συλλογική και συντονισμένη ευρωπαϊκή απάντηση.
Η Ε.Ε. πρέπει να επικεντρωθεί στη συμμετοχή της κοινωνίας των πολιτών σε συζητήσεις ουσίας σχετικά με το μέλλον της Ευρώπης και να παράσχει βιώσιμες λύσεις για το πώς η Ένωση μπορεί να ανταποκριθεί στις ανάγκες των λαών. Πρέπει να προσδιορίσει τι κάνει καλά η Ε.Ε. και ποια νέα μέτρα χρειάζεται να κάνει καλύτερα, να αυξήσει την ικανότητά της να ενεργεί ταχύτερα. Θα πρέπει να παρέχει περισσότερες πληροφορίες σε τομείς που αφορούν τη διαφάνεια των εργασιών της και να κάνει ένα χρήσιμο βήμα προς την κατεύθυνση της δομής μιας ευρωπαϊκής δημόσιας σφαίρας.
Συμπερασματικά, η Ευρώπη σίγουρα δεν είναι ένα έθνος και η Ε.Ε. δεν είναι ομοσπονδιακό κράτος, αλλά μία ένωση, που πρέπει να επικοινωνήσει καλύτερα το μέλλον της Ευρώπης.