Ένας από τους σημαντικότερους Έλληνες ποιητές, χωρίς όμως να έχει ζήσει ποτέ στη ζωή του στην Ελλάδα, είναι αδιαμφισβήτητα ο Κωνσταντίνος Καβάφης, το έργο του οποίου «σημάδεψε» ανεξίτηλα την ελληνική και παγκόσμια λογοτεχνία.

Ο Κωνσταντίνος Καβάφης θεωρείται ένας από τους πιο σημαντικούς Έλληνες ποιητές. Γεννήθηκε σαν σήμερα, 29 Απριλίου του 1863 στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου και ακριβώς 70 χρόνια μετά, την ημέρα των γενεθλίων του, το 1933, έφυγε από τη ζωή!

Ο Καβάφης, έζησε το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του και άφησε την τελευταία του πνοή στην Αλεξάνδρεια και ως εκ τούτου πολλοί τον αποκαλούν και ως τον «μεγάλο Αλεξανδρινό ποιητή». Η Αλεξάνδρεια μάλιστα πρωταγωνιστεί πολλές φορές και στην ποίησή του.

Kωνσταντίνος Π. Καβάφης: Ο Αλεξανδρινός ποιητής που ήρθε και έμεινε

 

Κωνσταντίνος Καβάφης – Ποιήματα

Με αφορμή την γέννησή του -αλλά και τον θάνατό του την ημέρα των γενεθλίων του 70 χρόνια μετά- θυμόμαστε πέντε ποιήματά του.

  • Ιθάκη

Σα βγεις στον πηγαιμό για την Ιθάκη,

να εύχεσαι νάναι μακρύς ο δρόμος,

γεμάτος περιπέτειες, γεμάτος γνώσεις.

Τους Λαιστρυγόνας και τους Κύκλωπας,

τον θυμωμένο Ποσειδώνα μη φοβάσαι,

τέτοια στον δρόμο σου ποτέ σου δεν θα βρεις,

αν μέν’ η σκέψις σου υψηλή, αν εκλεκτή

συγκίνησις το πνεύμα και το σώμα σου αγγίζει.

Τους Λαιστρυγόνας και τους Κύκλωπας,

τον άγριο Ποσειδώνα δεν θα συναντήσεις,

αν δεν τους κουβανείς μες στην ψυχή σου,

αν η ψυχή σου δεν τους στήνει εμπρός σου.

 

Να εύχεσαι νάναι μακρύς ο δρόμος.

Πολλά τα καλοκαιρινά πρωιά να είναι

που με τι ευχαρίστησι, με τι χαρά

θα μπαίνεις σε λιμένας πρωτοειδωμένους·

να σταματήσεις σ’ εμπορεία Φοινικικά,

και τες καλές πραγμάτειες ν’ αποκτήσεις,

σεντέφια και κοράλλια, κεχριμπάρια κ’ έβενους,

και ηδονικά μυρωδικά κάθε λογής,

όσο μπορείς πιο άφθονα ηδονικά μυρωδικά·

σε πόλεις Aιγυπτιακές πολλές να πας,

να μάθεις και να μάθεις απ’ τους σπουδασμένους.

 

Πάντα στον νου σου νάχεις την Ιθάκη.

Το φθάσιμον εκεί είν’ ο προορισμός σου.

Aλλά μη βιάζεις το ταξείδι διόλου.

Καλλίτερα χρόνια πολλά να διαρκέσει·

και γέρος πια ν’ αράξεις στο νησί,

πλούσιος με όσα κέρδισες στον δρόμο,

μη προσδοκώντας πλούτη να σε δώσει η Ιθάκη.

 

Η Ιθάκη σ’ έδωσε τ’ ωραίο ταξείδι.

Χωρίς αυτήν δεν θάβγαινες στον δρόμο.

Άλλα δεν έχει να σε δώσει πια.

 

Κι αν πτωχική την βρεις, η Ιθάκη δεν σε γέλασε.

Έτσι σοφός που έγινες, με τόση πείρα,

ήδη θα το κατάλαβες η Ιθάκες τι σημαίνουν.

  • Μύρης· Aλεξάνδρεια του 340 μ.X.

Την συμφορά όταν έμαθα, που ο Μύρης πέθανε,

πήγα στο σπίτι του, μ’ όλο που το αποφεύγω

να εισέρχομαι στων Χριστιανών τα σπίτια,

προ πάντων όταν έχουν θλίψεις ή γιορτές.

 

Στάθηκα σε διάδρομο. Δεν θέλησα

να προχωρήσω πιο εντός, γιατί αντελήφθην

που οι συγγενείς του πεθαμένου μ’ έβλεπαν

με προφανή απορίαν και με δυσαρέσκεια.

 

Τον είχανε σε μια μεγάλη κάμαρη

που από την άκρην όπου στάθηκα

είδα κομμάτι· όλο τάπητες πολύτιμοι,

και σκεύη εξ αργύρου και χρυσού.

 

Στέκομουν κ’ έκλαια σε μια άκρη του διαδρόμου.

Και σκέπτομουν που η συγκεντρώσεις μας κ’ η εκδρομές

χωρίς τον Μύρη δεν θ’ αξίζουν πια·

και σκέπτομουν που πια δεν θα τον δω

στα ωραία κι άσεμνα ξενύχτια μας

να χαίρεται, και να γελά, και ν’ απαγγέλλει στίχους

με την τελεία του αίσθησι του ελληνικού ρυθμού·

και σκέπτομουν που έχασα για πάντα

την εμορφιά του, που έχασα για πάντα

τον νέον που λάτρευα παράφορα.

 

Κάτι γρηές, κοντά μου, χαμηλά μιλούσαν για

την τελευταία μέρα που έζησε—

στα χείλη του διαρκώς τ’ όνομα του Χριστού,

στα χέρια του βαστούσ’ έναν σταυρό.—

Μπήκαν κατόπι μες στην κάμαρη

τέσσαρες Χριστιανοί ιερείς, κ’ έλεγαν προσευχές

ενθέρμως και δεήσεις στον Ιησούν,

ή στην Μαρίαν (δεν ξέρω την θρησκεία τους καλά).

 

Γνωρίζαμε, βεβαίως, που ο Μύρης ήταν Χριστιανός.

Aπό την πρώτην ώρα το γνωρίζαμε, όταν

πρόπερσι στην παρέα μας είχε μπει.

Μα ζούσεν απολύτως σαν κ’ εμάς.

Aπ’ όλους μας πιο έκδοτος στες ηδονές·

σκορπώντας αφειδώς το χρήμα του στες διασκεδάσεις.

Για την υπόληψι του κόσμου ξένοιαστος,

ρίχνονταν πρόθυμα σε νύχτιες ρήξεις στες οδούς

όταν ετύχαινε η παρέα μας

να συναντήσει αντίθετη παρέα.

Ποτέ για την θρησκεία του δεν μιλούσε.

Μάλιστα μια φορά τον είπαμε

πως θα τον πάρουμε μαζύ μας στο Σεράπιον.

Όμως σαν να δυσαρεστήθηκε

μ’ αυτόν μας τον αστεϊσμό: θυμούμαι τώρα.

A κι άλλες δυο φορές τώρα στον νου μου έρχονται.

Όταν στον Ποσειδώνα κάμναμε σπονδές,

τραβήχθηκε απ’ τον κύκλο μας, κ’ έστρεψε αλλού το βλέμμα.

Όταν ενθουσιασμένος ένας μας

είπεν, Η συντροφιά μας νάναι υπό

την εύνοιαν και την προστασίαν του μεγάλου,

του πανωραίου Aπόλλωνος — ψιθύρισεν ο Μύρης

(οι άλλοι δεν άκουσαν) «τη εξαιρέσει εμού».

 

Οι Χριστιανοί ιερείς μεγαλοφώνως

για την ψυχή του νέου δέονταν.—

Παρατηρούσα με πόση επιμέλεια,

και με τι προσοχήν εντατική

στους τύπους της θρησκείας τους, ετοιμάζονταν

όλα για την χριστιανική κηδεία.

Κ’ εξαίφνης με κυρίευσε μια αλλόκοτη

εντύπωσις. Aόριστα, αισθάνομουν

σαν νάφευγεν από κοντά μου ο Μύρης·

αισθάνομουν που ενώθη, Χριστιανός,

με τους δικούς του, και που γένομουν

ξ έ ν ο ς εγώ, ξ έ ν ο ς π ο λ ύ· ένοιωθα κιόλα

μια αμφιβολία να με σιμώνει: μήπως κι είχα γελασθεί

από το πάθος μου, και π ά ν τ α τού ήμουν ξένος.—

Πετάχθηκα έξω απ’ το φρικτό τους σπίτι,

έφυγα γρήγορα πριν αρπαχθεί, πριν αλλοιωθεί

απ’ την χριστιανοσύνη τους η θύμηση του Μύρη.

  • Όσο μπορείς

Κι αν δεν μπορείς να κάμεις την ζωή σου όπως την θέλεις,

τούτο προσπάθησε τουλάχιστον

όσο μπορείς: μην την εξευτελίζεις

μες στην πολλή συνάφεια του κόσμου,

μες στες πολλές κινήσεις κι ομιλίες.

 

Μην την εξευτελίζεις πηαίνοντάς την,

γυρίζοντας συχνά κι εκθέτοντάς την

στων σχέσεων και των συναναστροφών

την καθημερινήν ανοησία,

ως που να γίνει σα μια ξένη φορτική.

  • Ηδονή

Χαρά και μύρο της ζωής μου η μνήμη των ωρών

που ηύρα και που κράτηξα την ηδονή ως την ήθελα.

Χαρά και μύρο της ζωής μου εμένα, που αποστράφηκα

την κάθε απόλαυσιν ερώτων της ρουτίνας.

  • Θερμοπύλες

Τιμή σ’ εκείνους όπου στην ζωή των

ώρισαν και φυλάγουν Θερμοπύλες.

Ποτέ από το χρέος μη κινούντες·

δίκαιοι κ’ ίσοι σ’ όλες των τες πράξεις,

αλλά με λύπη κιόλας κ’ ευσπλαχνία·

γενναίοι οσάκις είναι πλούσιοι, κι όταν

είναι πτωχοί, πάλ’ εις μικρόν γενναίοι,

πάλι συντρέχοντες όσο μπορούνε·

πάντοτε την αλήθεια ομιλούντες,

πλην χωρίς μίσος για τους ψευδομένους.

Και περισσότερη τιμή τους πρέπει

όταν προβλέπουν (και πολλοί προβλέπουν)

πως ο Εφιάλτης θα φανεί στο τέλος,

κ’ οι Μήδοι επί τέλους θα διαβούνε.