Γράφει η Καλομοίρα Γ. Νεράτζη (*)
Σύμφωνα με την έκθεση εποπτείας της Ευρωπαϊκής Επιτροπής η Ελλάδα διατηρεί την ικανότητα να εξυπηρετήσει το χρέος της. Παρά τις πολλές προκλήσεις, η ελληνική οικονομική, δημοσιονομική και χρηματοπιστωτική κατάσταση εξακολουθεί να είναι ανθεκτική. Σύμφωνα με την ανάλυση βιωσιμότητας του χρέους, η Ελλάδα εκτιμάται ότι αντιμετωπίζει χαμηλούς κινδύνους βραχυπρόθεσμα και μακροπρόθεσμα.
Οι μεσοπρόθεσμοι κίνδυνοι φαίνεται να είναι υψηλοί λόγω του ακόμη υψηλού δείκτη χρέους προς ΑΕΠ. Οι ακαθάριστες χρηματοδοτικές ανάγκες της κυβέρνησης για την περίοδο 2023 έως 2025 είναι χαμηλές, δυνάμει των προβλεπόμενων σημαντικών πρωτογενών πλεονασμάτων και της μέτριας απόσβεσης του χρέους.
Το πραγματικό ΑΕΠ της Ελλάδας εκτιμάται ότι αυξήθηκε κατά 2,2% το 2023. Μετά την ανάκαμψη το 2022, η αύξηση της κατανάλωσης μειώθηκε σημαντικά, αλλά παρέμεινε ένας από τους κύριους μοχλούς ανάπτυξης. Παρά τις αυστηρότερες συνθήκες χρηματοδότησης, οι επενδύσεις συνέβαλαν σημαντικά, χάρη στην ισχυρή κατασκευαστική δραστηριότητα και την εφαρμογή του Σχεδίου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας (RRP). Η βραδύτερη από την αναμενόμενη ανάκαμψη των βασικών εμπορικών εταίρων της Ελλάδας στην ΕΕ επηρέασε αρνητικά την αύξηση των εξαγωγών, ωστόσο οι καθαρές εξαγωγές είχαν θετική συμβολή στην ανάπτυξη.
Η οικονομική ανάπτυξη αναμένεται να παραμείνει σε γενικές γραμμές σταθερή στο 2,3% το 2024 και το 2025, σε γενικές γραμμές όπως αναμενόταν το φθινόπωρο. Η πραγματική κατανάλωση αναμένεται να αυξηθεί με παρόμοιους ρυθμούς όπως το 2023, με αποτέλεσμα ελαφρώς χαμηλότερη συμβολή στην αύξηση του πραγματικού ΑΕΠ. Οι επενδύσεις αναμένεται να αυξηθούν σημαντικά καθώς επιταχύνεται η εφαρμογή του RRP και καθώς χαλαρώνουν οι συνθήκες χρηματοδότησης. Η σύνθεση των ακαθάριστων επενδύσεων παγίου κεφαλαίου προβλέπεται να μετατοπιστεί από τις κατασκευές σε πιο παραγωγικές επενδύσεις, όπως ο εξοπλισμός και τα μηχανήματα. Ωστόσο, οι επενδύσεις είναι πιθανό να προκαλέσουν υψηλότερη ζήτηση εισαγωγών τόσο για αγαθά όσο και για υπηρεσίες, γεγονός που αναμένεται, βάσει των προβολών, να μειώσει τη θετική συμβολή των καθαρών εξαγωγών το 2024-25.
Ο ετήσιος πληθωρισμός (βάσει του ΕνΔΤΚ-Εναρμονισμένος δείκτης τιμών καταναλωτή) μετριάστηκε σε 4,2% το 2023. Ο υποκείμενος πληθωρισμός χωρίς τις τιμές της ενέργειας και των ειδών διατροφής ήταν σημαντικά υψηλότερος, στο 5,3% το 2023 κατά μέσο όρο, αλλά υποχώρησε κάτω από το επίπεδο του πληθωρισμού (βάσει του ΕνΔΤΚ) έως τον Δεκέμβριο του 2023. Αυτό αντανακλά τη σταδιακή συγκράτηση των πιέσεων στη ζήτηση στις βασικές τιμές και τη χαμηλότερη από την αναμενόμενη μετακύλιση προηγούμενων διαταραχών στις τιμές της ενέργειας και των τροφίμων.
Η αγορά εργασίας
Η στενότητα στην αγορά εργασίας, σε συνδυασμό με την πρόσφατα ανακοινωθείσα αύξηση του κατώτατου μισθού (από τον Απρίλιο του 2024), αναμένεται να ασκήσουν κάποια ανοδική πίεση στις τιμές, οι οποίες θα αντισταθμίσουν εν μέρει τον αντίκτυπο των χαμηλότερων τιμών της ενέργειας στον πληθωρισμό. Συνολικά, ο πληθωρισμός (βάσει του ΕνΔΤΚ) αναμένεται να μειωθεί πιο σταδιακά το 2024 και το 2025, σε 2,7% και 2% αντίστοιχα. Αυτό είναι οριακά χαμηλότερο από ό,τι στις φθινοπωρινές προβλέψεις και για τα δύο έτη.
* Οικονομολόγος – Συγγραφέας