Η πρώτη σκέψη όταν διαβάζει κανείς τον τίτλο είναι η Λωρίδα της Γάζας. Αλλά ο παλαιστινιακός θύλακας – όπου λαμβάνει χώρα μία άνευ προηγουμένου ανθρωπιστική καταστροφή με εικόνες εξαθλίωσης, καταστροφής και την οσμή του θανάτου σε κάθε γωνία – δεν περιλαμβάνεται στη σχετική έρευνα του Economist.

Δεν είναι, ωστόσο, πολύ μακριά το μέρος εκείνο που κερδίζει τον διόλου κολακευτικό αυτόν τίτλο. Η χειρότερη πόλη για να ζει κανείς αναδεικνύεται – σταθερά από το 2013 – η Δαμασκός της Συρίας.

Ο αιματηρός εμφύλιος, τα διασταυρούμενα πυρά, οι διαρκείς γεωπολιτικές εντάσεις, η αίσθηση της μόνιμης απειλής, οι ζοφερές οικονομικές συνθήκες, ακόμη και φυσικές καταστροφές. Όλα έχουν παίξει τον ρόλο τους σε ένα εφιαλτικό σκηνικό, στο οποίο έχουν καταδικαστεί οι κάτοικοί της.  Οι αναλυτές μιλούν για «κόλαση επί γης».  Μία κόλαση που καίει ολόενα και πιο πολύ όσο οξύνονται οι εντάσεις ανάμεσα σε Ισραήλ και Ιράν και ενισχύεται η προοπτική ενός περιφερειακού πολέμου.

Με άριστα το 100, η Δαμασκός ως προς τις συνθήκες διαβίωσης που προσφέρει, βαθμολογείται με 30. Η βαθμολογία της πόλης είναι σχεδόν δέκα βαθμούς χαμηλότερη από αυτή της επόμενης χειρότερης πόλης, της Τρίπολης, της πρωτεύουσας της Λιβύης.

Καταποντίζεται το νόμισμα, εκτινάσσονται οι τιμές

Η Λέιλα Μαγκρίμπι, Βρετανίδα συγγραφέας με καταγωγή από τη Συρία, που επισκέφτηκε πέρυσι τη Δαμασκό, όπου έζησε πολλά χρόνια, περιγράφει γλαφυρά τις συνθήκες που συναντά κανείς πια.

«Στη Δαμασκό που μόλις επισκέφτηκα, η προοπτική των ανθρώπων ήταν θολωμένη από την απουσία ελπίδας και δυνατοτήτων. Ο πόλεμος τελείωσε επίσημα, αλλά προσγειώθηκε σαν ένα τσουβάλι αλάτι — πικρό, βαρύ και περιορισμένης χρήσης. Κανένα από τα προβλήματα που πυροδότησαν την αρχική εξέγερση δεν έχει επιλυθεί και άλλα τόσα προβλήματα έχουν δημιουργηθεί. Η οικονομία έχει καταρρεύσει και το πολιτικό μέλλον παραμένει ζοφερό, ακόμη και μετά την πρόσφατη εξομάλυνση με τις γειτονικές αραβικές χώρες».

Το νόμισμα συνεχίζει να χάνει γρήγορα την αξία του, μια υποτίμηση που έχει επιταχυνθεί δραστικά με την επιβολή των κυρώσεων από τις ΗΠΑ το 2019. Οι τιμές των βασικών αγαθών αλλάζουν εβδομαδιαία και οι άνθρωποι καταλαμβάνονται από έναν διαρκή πανικό για το πώς να αγοράσουν βασικά είδη διατροφής, ένδυσης και υπηρεσίες κοινής ωφέλειας.

Για να αντιληφθεί κανείς τι έχει συμβεί, η προπολεμική ισοτιμία της συριακής λίρας ήταν 47 προς 1 δολάριο. Κατά τη διάρκεια της πρώτης δεκαετίας της κρίσης, αυτή καταποντίστηκε  σε 1.000 ανά δολάριο. Στη μαύρη αγορά η ισοτιμία είναι 10.000 λίρες ανά δολάριο.

«Η τιμολόγηση των αγαθών είναι ένας εφιάλτης: Τα εστιατόρια ενημερώνουν τις τιμές τους κάθε εβδομάδα και οι καταναλωτές αναστενάζουν στην θέα της τιμής ενός κιλού ντομάτες ή ενός καρβελιού ψωμί», σημειώνει η Μαγκρίμπι.

Δελτίο για βασικά αγαθά

Στη Συρία λειτουργούν δύο παράλληλες αγορές. Η κυβέρνηση προσφέρει επιδοτήσεις για ορισμένα βασικά αγαθά όπως το φυσικό αέριο, η ζάχαρη, το ψωμί και το λάδι. Αυτά τα αγαθά διατίθενται με δελτίο ανά νοικοκυριό χρησιμοποιώντας τις λεγόμενες έξυπνες κάρτες που εισήχθησαν πριν από μερικά χρόνια και στη συνέχεια ανταλλάσσονται με τα απαραίτητα μετρητά, καθώς οι μισθοί υποτιμώνται μπροστά σε ένα νόμισμα που καταδύεται. Η εναλλακτική προσφορά της ελεύθερης αγοράς συνεχίζει να αυξάνεται, οδηγώντας πολλούς σε απόγνωση.

Κάθε Σύρος που εισέρχεται στη χώρα είναι υποχρεωμένος να ανταλλάξει 100 δολάρια ΗΠΑ με την συναλλαγματική ισοτιμία που ορίζει η κυβέρνηση, η οποία είναι συνήθως περίπου ένα τρίτο μικρότερη από την ισοτιμία της αγοράς. Αλλά στη συνέχεια, κανείς στη χώρα δεν επιτρέπεται να συναλλάσσεται στο αμερικανικό νόμισμα. Υπάρχει κίνδυνος φυλάκισης έως και επτά ετών και η αστυνομία πραγματοποιεί τακτικά επιδρομές παγίδευσης σε όσους ανταλλάσσουν δολάρια, καθώς και στους πελάτες τους. Η επίδραση στον πληθυσμό είναι περισσότερη απομόνωση, περισσότερη διαφθορά, περισσότερη εξαθλίωση.

Ο ηλεκτρισμός, που κάποτε ήταν διαθέσιμος 24 ώρες το 24ωρο στη Δαμασκό, ακόμη και στο απόγειο του πολέμου, ελέγχεται επίσης. Οι πιο ευκατάστατες περιοχές έχουν τρεις ώρες ανοιχτό το δίκτυο του ρεύματος και τρεις ώρες κλειστό, ενώ οι πιο φτωχές, που ήταν συνήθως περιοχές της κυβερνητικής αντιπολίτευσης κατά τη διάρκεια της κρίσης, μπορούν να περιμένουν περίπου μία ώρα ηλεκτρικού ρεύματος για κάθε έξι ή επτά χωρίς ρεύμα.

Πού αλλού είναι ανυπόφορες οι συνθήκες

Τρεις άλλες χώρες στη Μέση Ανατολή και την Αφρική φιλοξενούν πόλεις που βρίσκονται στην τελευταία δεκάδα. Το Αλγέρι, το Λάγος και η Χαράρε κατατάσσονται στην 171η, 170η και 167η θέση, αντίστοιχα.

Οι προοπτικές οικονομικής ανάπτυξης της υποσαχάριας Αφρικής εξασθενούν εν μέσω πληθυσμιακής έκρηξης και διαρκών γεωπολιτικών και κοινωνικών εντάσεων. Αιματηρές διαδηλώσεις σαρώνουν την περιοχή.

Ακόμη και η Νότια Αφρική, η πιο ανεπτυγμένη οικονομία της περιοχής, έχει οξύτατα προβλήματα. Το Γιοχάνεσμπουργκ και η Πρετόρια ανέβηκαν στην κατάταξη, αν και καμία δεν μπήκε στις 100 πρώτες πόλεις.

Και οι δύο κατέγραψαν βελτιώσεις στην εκπαίδευση, αν και η σχολική εκπαίδευση στη χώρα είναι γενικά φτωχή.

Πάνω από το 75% των δεκάχρονων παιδιών στις δύο πόλεις αποτυγχάνει στις εξετάσεις ανάγνωσης – κατανόησης, σύμφωνα με ένα τυπικό διεθνές τεστ.

Και η χώρα εξακολουθεί να δοκιμάζεται από άλλες σοβαρότατες προκλήσεις: το ποσοστό ανεργίας είναι 32% και το ποσοστό δολοφονιών είναι στο υψηλότερο επίπεδο των τελευταίων 20 ετών.

Διαβάστε ακόμη: