Ο νέος κλιματικός νόμος, που περιλαμβάνει μέτρα για τη σταδιακή κατάργηση της χρήσης ορυκτών καυσίμων στις μεταφορές, τα κτίρια και την ηλεκτροπαραγωγή, κατατέθηκε σήμερα στη Βουλή.

Οι προθεσμίες που θέτει ο νόμος για την μετάβαση στην κλιματική ουδετερότητα προβλέπουν μικρές παρατάσεις της χρήσης υδρογονανθράκων σε σχέση με το κείμενο που είχε τεθεί σε δημόσια διαβούλευση ενώ για πρώτη φορά στην “εξίσωση” της καταπολέμησης της κλιματικής αλλαγής μπαίνουν τα ανανεώσιμα υγρά καύσιμα.

Όλα τα ταξί και το ένα τρίτο των ενοικιαζόμενων αυτοκινήτων σε Αττική και Θεσσαλονίκη από το 2026 πρέπει να έχουν μηδενικές εκπομπές ρύπων, κατά προτίμηση να είναι ηλεκτροκίνητα.

Παράλληλα, από τον Ιανουάριο του 2030, όλα τα νέα οχήματα που θα κυκλοφορούν στη χώρα μας, πρέπει επίσης να είναι ηλεκτροκίνητα.

Σε ότι αφορά στο λιγνίτη, κανονικά καταργείται από το 2028, αλλά αυτή την ημερομηνία μπορεί να αλλάξει και να γίνει νωρίτερα (ή και αργότερα) ανάλογα με τις διεθνείς συγκυρίες.

Αυτά προβλέπονται μεταξύ άλλων στο νομοσχέδιο για τον Εθνικό Κλιματικό Νόμο και την κλιματική Μετάβαση που κατατέθηκε πριν λίγο στην Εθνική Αντιπροσωπεία.

Τις επόμενες ημέρες θα ξεκινήσει η συζήτηση του νομοσχεδίου στην Επιτροπή Παραγωγής και Εμπορίου της Βουλής.

Οι βασικοί άξονες του νομοσχεδίου περιλαμβάνουν τα εξής:

-Οχήματα: Στην Περιφέρεια Αττικής και στην Θεσσαλονίκη (εκτός από τα νησιά), προβλέπεται ότι από το 2026 υποχρεωτικά όλα τα νέα ταξί καθώς και το ένα τρίτο των νέων ενοικιαζόμενων οχημάτων θα είναι οχήματα μηδενικών εκπομπών. Από την 1η Ιανουαρίου 2024, τουλάχιστον το ένα τέταρτο των νέων εταιρικών αυτοκινήτων ιδιωτικής χρήσης που αποκτώνται με χρηματοδοτική μίσθωση ή αγορά, θα είναι αμιγώς ηλεκτρικά ή υβριδικά ηλεκτρικά οχήματα. Από την 1η Ιανουαρίου 2030 ή, εφόσον προβλέπεται διαφορετική ημερομηνία, από την ημερομηνία αναφοράς που προβλέπεται στο ενωσιακό δίκαιο, νέα επιβατικά και ελαφρά επαγγελματικά οχήματα που ταξινομούνται είναι μόνο οχήματα μηδενικών εκπομπών.

-Ηλεκτροπαραγωγή: Απαγορεύεται η παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας από στερεά ορυκτά καύσιμα (δηλαδή από λιγνίτη) από την 31η Δεκεμβρίου 2028. Η προθεσμία μπορεί να επισπευστεί περαιτέρω με απόφαση που μπορεί να εκδοθεί μέχρι το 2025, αφού ληφθούν υπόψη η επάρκεια ισχύος και η ασφάλεια εφοδιασμού αλλά μπορεί να μεταβληθεί και προς κάθε κατεύθυνση ανάλογα με τις διεθνείς συγκυρίες.

-Κτίρια: Από την 1η Ιανουαρίου 2025 απαγορεύεται η πώληση και εγκατάσταση καυστήρων πετρελαίου θέρμανσης. Από την 1η Ιανουαρίου 2030, επιτρέπεται αποκλειστικά η πώληση πετρελαίου θέρμανσης το οποίο είναι αναμεμειγμένο σε ποσοστό τουλάχιστον τριάντα τοις εκατό κατ’ όγκο με ανανεώσιμα υγρά καύσιμα.

-Υποχρεωτική ασφάλιση υποδομών: Προβλέπεται επίσης ότι από την 1η Ιανουαρίου 2025 τα νέα κτίρια που βρίσκονται σε ζώνες υψηλής τρωτότητας ( γεωγραφικές ζώνες υψηλής πιθανότητας πλημμύρας ή σε σημεία κοντά σε δασικές περιοχές που χαρακτηρίζονται από υψηλό κίνδυνο πυρκαγιάς) θα ασφαλίζονται υποχρεωτικά. Η ύπαρξη ασφαλιστηρίου συμβολαίου αποτελεί προϋπόθεση για την ηλεκτροδότηση κάθε κτίσματος.

Σημαντικό είναι πως το νομοσχέδιο προβλέπει την δημιουργία μηχανισμού κατάρτισης προϋπολογισμών άνθρακα για τους βασικούς τομείς της οικονομίας και του συστήματος διακυβέρνησης και συμμετοχής για την ανάληψη κλιματικής δράσης.

Οι πολιτικές του νομοσχεδίου για την επίτευξη των κλιματικών στόχων μέχρι το 2050, περιλαμβάνουν:

-Δείκτες παρακολούθησης της προόδου προς επίτευξη των σχετικών στόχων,

-Διαδικασίες αξιολόγησης και αναπροσαρμογής των στόχων και λήψης πρόσθετων μέτρων,

-Ενδιάμεσους στόχους μετριασμού των ανθρωπογενών εκπομπών για τα έτη 2030 και 2040,

-Μέτρα και πολιτικές για την ενίσχυση της προσαρμογής στην κλιματική αλλαγή με το μικρότερο δυνατό κόστος

-ισχυρό πακέτο για μείωση των εκπομπών από την ηλεκτροπαραγωγή, τον κτιριακό τομέα, τις μεταφορές και τις επιχειρήσεις.

Όπως αναφέρεται στη σχετική αιτιολογική έκθεση, «σκοπός του νόμου είναι η δημιουργία ενός συνεκτικού πλαισίου για τη βελτίωση της προσαρμοστικής ικανότητας και της κλιματικής ανθεκτικότητας της χώρας και τη διασφάλιση της σταδιακής μετάβασης της χώρας στη κλιματική ουδετερότητα έως το 2050, με τον πλέον περιβαλλοντικά βιώσιμο, κοινωνικά δίκαιο και οικονομικά αποδοτικό τρόπο».