Δύο χρόνια αργότερα, μετά τη μεγάλη ύφεση το 2020 και την ισχυρή ανάκαμψη το 2021, το σοκ που κυριαρχεί είναι η εντεινόμενη ενεργειακή κρίση, ειδικά αφότου η Ρωσία εισέβαλε στην Ουκρανία. Και σύμφωνα με σχετική ανάλυση της τράπεζας Εurobank, όπως ίσχυε στις αρχές της υγειονομικής κρίσης, έτσι και τώρα, ο μεγάλος άγνωστος είναι η χρονική διάρκεια της διαταραχής, κυρίως των εχθροπραξιών στο μέτωπο της Ουκρανίας.

Ειδικότερα, ύστερα από την αρνητική επίδραση της πανδημίας στις παγκόσμιες εφοδιαστικές αλυσίδες, η προσφορά δέχεται ένα δεύτερο ισχυρό πλήγμα, εξέλιξη που αναμένεται να οδηγήσει σε αναθεώρηση επί τα χείρω των προβλέψεων επίσημων οργανισμών για την πορεία των οικονομιών της Ευρωπαϊκής Ένωσης των 27, και όχι μόνο). Όσο παρατείνεται η γεωπολιτική ένταση οι τιμές ενέργειας θα παραμένουν σε υψηλά επίπεδα και οι αρνητικές επιδράσεις στο εμπόριο και την παραγωγή θα διευρύνονται.

Είναι ενδεικτικό το γεγονός ότι, στο τελευταίο τεύχος του περιοδικού Focus Economics, η μέση εκτίμηση της αγοράς για τον πληθωρισμό στην Ελλάδα το 2022 αναθεωρήθηκε προς τα πάνω στο 4,4% από 3,0% 30 μέρες πριν (5,5% από 3,9% για την Ευρωζώνη), ενώ για τον πραγματικό ρυθμό μεγέθυνσης αναθεωρήθηκε προς τα κάτω στο 3,7% από 4,5% 30 μέρες πριν (3,2% από 3,9% για την Ευρωζώνη). Σημειώνεται ότι βάσει στοιχείων 2019, το 23,4% επί του συνόλου των εισαγωγών ορυκτών καυσίμων, λιπαντικών κλπ. της ελληνικής οικονομίας προέρχεται από τη Ρωσία.

Σύμφωνα με προκαταρκτικές εκτιμήσεις που δημοσίευσε την περασμένη εβδομάδα η Eurostat, ο ετήσιος πληθωρισμός στην Ελλάδα τον Μάρτιο 2022, δηλαδή τον πρώτο μήνα από την έναρξη των πολεμικών επιχειρήσεων στην Ουκρανία, σκαρφάλωσε στο 8,0% από 6,3% τον Φεβρουάριο 2022. Έτσι, όπως επισημαίνει η Eurobank, τον Μάρτιο 2022, για να αγοράσει το μέσο νοικοκυριό στην Ελλάδα το ίδιο καλάθι αγαθών και υπηρεσιών που αγόραζε έναν χρόνο πριν, έπρεπε να δαπανήσει ένα ποσό μεγαλύτερο κατά 8,0% σε σύγκριση με πέρυσι.

Οι επιπτώσεις στην πραγματική ελληνική οικονομία

Επιπλέον, οι επιπτώσεις στην πραγματική οικονομία από την απότομη άνοδο του επιπέδου των τιμών αποτυπώνονται σε έναν βαθμό στους δείκτες οικονομικής συγκυρία του Μαρτίου 2022. Ο δείκτης εμπιστοσύνης καταναλωτή μειώθηκε σε χαμηλό 13 μηνών (πηγή ΙΟΒΕ), στο λιανικό εμπόριο διαμορφώθηκε σε χαμηλό 6 μηνών και στις υπηρεσίες καταγράφηκε χειροτέρευση. Παραδόξως σε σχέση με την τρέχουσα συγκυρία, οι δείκτες εμπιστοσύνης στη βιομηχανία και τις κατασκευές παρουσίασαν βελτίωση τον Μάρτιο 2022. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα ο δείκτης οικονομικού κλίματος να σημειώσει ήπια κάμψη στις 113,2 από 114,0 μονάδες τον Φεβρουάριο 2022 (108,5 από 113,9 μονάδες στην Ευρωζώνη).

Τέλος, ο δείκτης PMI μεταποίησης υποχώρησε σε χαμηλό 11 μηνών τον Μάρτιο 2022 (54,6 από 57,8 μονάδες τον Φεβρουάριο 2022), ωστόσο παρέμεινε άνω του ορίου των 50 μονάδων για 15ο μήνα στη σειρά, υποδεικνύοντας βελτίωση των λειτουργικών συνθηκών στη μεταποίηση, έστω και με επιβραδυνόμενο ρυθμό. Επιπρόσθετα, η εμπιστοσύνη μειώθηκε σε χαμηλό 16 μηνών, με τις προβλέψεις για τον ρυθμό ανόδου της βιομηχανικής παραγωγής να αναθεωρούνται προς τα κάτω. Τέλος, για το σύνολο του 1ου τριμήνου 2022, o δείκτης PMI μεταποίησης κινήθηκε σχετικά ήπια καθοδικά στις 56,8 από 58,9 μονάδες το 4ο τρίμηνο 2021.

Πώς οι γεωπολιτικές εντάσεις έφεραν τα “πάνω κάτω”

Ιδιαίτερα σημαντικές είναι και οι επισημάνσεις που περιλαμβάνονται στην Έκθεση του Διοικητή για το 2021, της Τράπεζας της Ελλάδος (ΤτΕ). Σύμφωνα με τον κ. Γιάννη Στουρνάρα, η ρωσική εισβολή στην Ουκρανία στις 24 Φεβρουαρίου 2022 αλλάζει τα δεδομένα διεθνώς. Φέρνει την Ευρωπαϊκή Ένωση (ΕΕ) και όλο το Δυτικό ανεπτυγμένο κόσμο αντιμέτωπους με τη μεγαλύτερη πρόκληση από το τέλος του Ψυχρού Πολέμου. Οι συνέπειες της σύγκρουσης είναι απρόβλεπτες όχι μόνο για την παγκόσμια και την ευρωπαϊκή οικονομία, αλλά και για τη γεωπολιτική σταθερότητα, την ασφάλεια, την ειρήνη και τη συνεργασία διεθνώς.

Η προστασία της ευρωπαϊκής οικονομίας, προκειμένου να μετριαστούν οι επιπτώσεις από τη νέα αυτή διαταραχή και να μη διακοπεί η πορεία ανάκαμψης, αποτελεί κύρια προτεραιότητα της οικονομικής πολιτικής. Το μέγεθος και η διάρκεια των επιπτώσεων εξαρτώνται από την εξέλιξη του πολέμου, τον αντίκτυπο των κυρώσεων που έχουν επιβληθεί και τον τρόπο αντίδρασης της δημοσιονομικής και νομισματικής πολιτικής.

Ο πόλεμος στην Ουκρανία συνιστά μια νέα, πολύ μεγάλη, εξωγενή διαταραχή, η οποία πλήττει άμεσα την πλευρά της προσφοράς και, μέσω των δευτερογενών επιδράσεων, επηρεάζει και τη συνολική ενεργό ζήτηση. Επήλθε σε μια ιδιαίτερα κρίσιμη στιγμή, καθώς οι οικονομίες μόλις εξέρχονταν από την υγειονομική κρίση και τη σφοδρή υφεσιακή διαταραχή.

Ενδυναμώνει τις ήδη έντονες πληθωριστικές πιέσεις μέσω της περαιτέρω αύξησης των τιμών της ενέργειας και ενός νέου κύματος ανατιμήσεων με μεσοπρόθεσμο χαρακτήρα στα βιομηχανικά μέταλλα και τα βασικά καταναλωτικά αγαθά, κυρίως στην αλυσίδα προσφοράς τροφίμων, κλονίζει την εμπιστοσύνη των επενδυτών και των καταναλωτών, διαταράσσει το διεθνές εμπόριο και το διεθνές χρηματοπιστωτικό σύστημα. Η παγκοσμιοποίηση στην ουσία οπισθοδρομεί. Αποτέλεσμα είναι η επιβράδυνση της ευρωπαϊκής και παγκόσμιας οικονομίας και η άνοδος των τιμών και των επιτοκίων.

Οι προβλέψεις της ΤτΕ: Χαμηλότερη ανάπτυξη, υψηλότερος πληθωρισμός

Κύριοι στόχοι της οικονομικής πολιτικής το 2022 πρέπει να είναι η διατήρηση της δυναμικής της ανάπτυξης, ώστε να επεκταθούν οι παραγωγικές δυνατότητες της οικονομίας, και η συνέχιση των προσπαθειών για την ανάκτηση της επενδυτικής βαθμίδας, που πρέπει να αναδειχθεί σε εθνικό στόχο, όπως τονίζει στην έκθεση η ΤτΕ. Μετά από μια περίοδο αναιμικής ανάπτυξης προ πανδημίας, η ελληνική οικονομία είναι απαραίτητο να ακολουθήσει πορεία μεγέθυνσης με στόχο τη σύγκλιση με την ευρωζώνη, αλλάζοντας το παραγωγικό της υπόδειγμα και δίνοντας έμφαση στις επενδύσεις και στην εξωστρέφεια. Οι σημερινές, μεγάλες διεθνείς γεωπολιτικές προκλήσεις πρέπει να ιδωθούν περισσότερο ως ευκαιρία να επιταχυνθούν οι προγραμματισμένες μεταρρυθμίσεις παρά ως πρόβλημα.

Πιο συγκεκριμένα, η έξαρση της αβεβαιότητας λόγω του υψηλού πληθωρισμού, αλλά και του πολέμου στην Ουκρανία, μετριάζει τις προσδοκίες των οικονομικών μονάδων και επηρεάζει αρνητικά τις καταναλωτικές και επενδυτικές αποφάσεις τους. Ως εκ τούτου, η ελληνική οικονομία προβλέπεται το 2022 να συνεχίσει να αναπτύσσεται, αλλά με χαμηλότερο ρυθμό από την αρχική πρόβλεψη (4,8%). Ο ρυθμός ανόδου του ΑΕΠ περιορίζεται σε 3,8% στο βασικό σενάριο και 2,8% στο δυσμενές σενάριο, ανάλογα με την έκταση και τη διάρκεια των διαταράξεων στις διεθνείς τιμές ενέργειας και τροφίμων, καθώς και την επιδείνωση του κλίματος εμπιστοσύνης και την αναταραχή των χρηματοπιστωτικών αγορών.

Επίσης, το 2021 ο εναρμονισμένος πληθωρισμός στην Ελλάδα ήταν 0,6%, κυρίως λόγω της ανοδικής πορείας των τιμών της ενέργειας και των τροφίμων, σαφώς μικρότερος σε σχέση με το μέσο όρο της ευρωζώνης. Σύμφωνα με το βασικό σενάριο, το 2022 αναμένεται επιτάχυνση του πληθωρισμού σε 5,2%, ενώ στο δυσμενές σενάριο προβλέπεται περαιτέρω αύξηση σε 7%. Το 2023 αναμένεται αποκλιμάκωση, υπό την προϋπόθεση της πλήρους αποκατάστασης της λειτουργίας των εφοδιαστικών αλυσίδων και της υποχώρησης των τιμών της ενέργειας.

Προκλήσεις, υπό καθεστώς αβεβαιότητας

Αν και ο κύριος μοχλός ανάπτυξης για φέτος είναι η εγχώρια ζήτηση και ο τουρισμός, υπάρχει σημαντική αβεβαιότητα: η αρνητική επίδραση του πληθωρισμού στο πραγματικό διαθέσιμο εισόδημα των νοικοκυριών θα περιορίσει την αύξηση της ιδιωτικής καταναλωτικής δαπάνης. Το αυξημένο κόστος παραγωγής και η μικρότερη κατανάλωση θα επηρεάσουν αρνητικά την κερδοφορία των επιχειρήσεων και, μαζί με τη γενικευμένη αβεβαιότητα, θα οδηγήσουν ενδεχομένως σε αναβολή ή ματαίωση επενδυτικών αποφάσεων. Αβεβαιότητα επίσης υπάρχει όσον αφορά τις τουριστικές εισροές, κυρίως από την Ευρώπη και τις ΗΠΑ, λόγω της μείωσης της αγοραστικής δύναμης των νοικοκυριών στις χώρες προέλευσης, αλλά και λόγω της δημιουργίας ενός αισθήματος ανασφάλειας.

Υπάρχουν όμως και αντίρροπες δυνάμεις που λειτουργούν αντισταθμιστικά και μετριάζουν τις αρνητικές επιπτώσεις, σύμφωνα με την ΤτΕ. Αυτές είναι: η άρση των ποικίλων περιορισμών, εγχώριων και διεθνών, που συνδέονταν με την πανδημία, η έναρξη των επενδυτικών έργων του εθνικού Σχεδίου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας, η άνοδος της απασχόλησης, οι συσσωρευμένες αποταμιεύσεις και η συνεχιζόμενη αύξηση των εξαγωγών.

Η Ελλάδα, μπορεί να μετατρέψει την τρέχουσα ενεργειακή κρίση σε μια ιστορική ευκαιρία και να αναδειχθεί σε ενεργειακό κόμβο της Νοτιοανατολικής Ευρώπης. Αφενός βασιζόμενη στην τεχνογνωσία που διαθέτει σε έργα υποβρύχιων ηλεκτρικών διασυνδέσεων και αφετέρου επιταχύνοντας τις επενδύσεις στις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας, μπορεί να ενισχύσει την ενεργειακή της ασφάλεια, να επιταχύνει την ενεργειακή μετάβαση και να αποτελέσει παράγοντα ενεργειακής σταθερότητας στην ΕΕ.

Ζωτικής σημασίας για την περαιτέρω αναβάθμιση της πιστοληπτικής αξιολόγησης της χώρας είναι η αποκατάσταση της δημοσιονομικής ισορροπίας. Η καλή πορεία των φορολογικών εσόδων και η σταδιακή απόσυρση των προσωρινών μέτρων στήριξης έναντι της πανδημίας καθιστούν εφικτή τη δραστική μείωση του πρωτογενούς ελλείμματος το 2022, παρά τα προβλήματα που προκαλεί στην ελληνική οικονομία ο πόλεμος στην Ουκρανία.

Δύσκολη διαδικασία η ισορροπία

Στο νέο περιβάλλον ακραίας αβεβαιότητας, η διασφάλιση της δημοσιονομικής ισορροπίας αποδεικνύεται μια δύσκολη διαδικασία, καθώς απαιτείται η εύρεση της κατάλληλης ισορροπίας ανάμεσα σε δύο επιδιώξεις πολιτικής. Αφενός, πρέπει να μετριαστεί η επίπτωση του υψηλού ενεργειακού κόστους και του πληθωρισμού στο διαθέσιμο εισόδημα των νοικοκυριών και στην κερδοφορία των επιχειρήσεων, ώστε να περιοριστεί η βλάβη στην ανάκαμψη και να μην απειληθεί η χρηματοπιστωτική σταθερότητα. Αφετέρου, τα μέτρα στήριξης το 2022 πρέπει να έχουν περιορισμένο δημοσιονομικό αντίκτυπο, ώστε η στροφή σε περιοριστική δημοσιονομική πολιτική να διευκολύνει την επάνοδο στη δημοσιονομική ισορροπία.

Οι δημοσιονομικές εξελίξεις

Το 2021 η διατήρηση των μέτρων στήριξης συνέχισε να επιβαρύνει τα δημοσιονομικά μεγέθη, αλλά σε μικρότερο βαθμό, σύμφωνα με την ΤτΕ. Η εμβέλεια των μέτρων περιορίστηκε και ο χαρακτήρας τους άλλαξε με στόχευση στους πλέον ευάλωτους. Για το 2021 εκτιμάται ότι το πρωτογενές έλλειμμα μειώθηκε σημαντικά, πέραν των προβλέψεων του προϋπολογισμού, εξαιτίας της αύξησης των φορολογικών εσόδων και της μείωσης των μη παραγωγικών δαπανών, ενώ από το 2022 αναμένεται σταδιακή αποκατάσταση της δημοσιονομικής ισορροπίας. Σύμφωνα με την πρόβλεψη της Τράπεζας της Ελλάδος, το 2021 το πρωτογενές έλλειμμα μειώθηκε σε 6,2% του ΑΕΠ και το χρέος σε 193% του ΑΕΠ.

Ωστόσο, στο νέο περιβάλλον γενικευμένης αβεβαιότητας, τα περιθώρια παρέμβασης της δημοσιονομικής πολιτικής είναι περιορισμένα. Τα νέα μέτρα στήριξης λοιπόν, θα πρέπει να είναι προσωρινού χαρακτήρα και καταλλήλως στοχευμένα. Το χαμηλό μεσοσταθμικό επιτόκιο και ο ισχυρός ρυθμός ανόδου του ΑΕΠ αποτελούν τους σημαντικότερους μειωτικούς παράγοντες στη δυναμική του δημόσιου χρέους, έχοντας θέσει ήδη από το 2021 το λόγο χρέους προς ΑΕΠ σε καθοδική πορεία. Αν και οι βραχυπρόθεσμοι κίνδυνοι για τη βιωσιμότητα του χρέους είναι περιορισμένοι, μακροπρόθεσμα υπάρχουν δυνητικοί κίνδυνοι που απορρέουν από μια χαμηλότερη ανάπτυξη και από το αυξημένο κόστος δανεισμού.

Εξωγενείς και ενδογενείς κίνδυνοι για την Ελληνική οικονομία

Από κει και πέρα, η ΤτΕ σημειώνει ότι, η ελληνική οικονομία έχει να αντιμετωπίσει μια σειρά από κινδύνους, εξωγενείς και ενδογενείς. Οι εξωγενείς κίνδυνοι συναρτώνται με τις γεωπολιτικές εντάσεις και τις επιδράσεις τους στην παγκόσμια και την ευρωπαϊκή οικονομία και κυρίως στον πληθωρισμό, με τον έλεγχο των παραλλαγών της COVID-19 και με την κλιματική αλλαγή.

Η πανδημία ως κίνδυνος έχει υποχωρήσει, αν και δεν έχει εξαλειφθεί πλήρως και οριστικά. Ο σημαντικότερος όμως εξωγενής κίνδυνος βραχυπρόθεσμα συνδέεται με τη διάρκεια των πληθωριστικών πιέσεων, η οποία συναρτάται με τον πόλεμο στην Ουκρανία και τις συναφείς οικονομικές εξελίξεις. Καθώς οι πληθωριστικές πιέσεις φαίνεται να λαμβάνουν διεθνώς ένα μονιμότερο χαρακτήρα, επεκτείνονται ευρύτερα στην οικονομία, επιδρώντας αρνητικά στο διαθέσιμο εισόδημα, στην καταναλωτική και επενδυτική δαπάνη, στα περιθώρια κέρδους, στις αποδόσεις των περιουσιακών στοιχείων, στον πραγματικό πλούτο, στις τουριστικές εισροές και εν τέλει στο ρυθμό μεγέθυνσης. Παράλληλα, η ισχυροποίηση του πληθωρισμού συνηγορεί στην ομαλοποίηση της ενιαίας νομισματικής πολιτικής και στην αυστηροποίηση των συνθηκών χρηματοδότησης, με αντίκτυπο στο κόστος δανεισμού.

Απειλή αστάθειας

Μεσομακροπρόθεσμα, ο σημαντικότερος εξωγενής κίνδυνος προέρχεται από τη μη γραμμικότητα της κλιματικής κρίσης, η οποία συνιστά σοβαρή απειλή μακροοικονομικής και χρηματοπιστωτικής αστάθειας. Οι κίνδυνοι για τις τράπεζες από την κλιματική κρίση είναι σημαντικοί. Αυξάνεται ο πιστωτικός κίνδυνος, ο οποίος σχετίζεται με αδυναμία εξυπηρέτησης δανείων, ο κίνδυνος αγοράς, καθώς επηρεάζεται αρνητικά η αξία των περιουσιακών στοιχείων, ο κίνδυνος ρευστότητας, στο βαθμό που η κλιματική κρίση επηρεάζει τις πηγές χρηματοδότησης των τραπεζών, και ο λειτουργικός κίνδυνος εξαιτίας των ζημιών στις υποδομές μετά από φυσικές καταστροφές.

Σύμφωνα με την ΤτΕ, οι ενδογενείς κίνδυνοι συναρτώνται τόσο με τις διαχρονικές παθογένειες της διάρθρωσης της οικονομίας όσο και με ζητήματα που κληροδότησε η κρίση χρέους. Στους κινδύνους αυτούς συγκαταλέγονται:

  • το ενδεχόμενο υστέρησης στην περίπτωση που δεν επιτευχθεί ισχυρή ανάπτυξη και δεν επιταχυνθεί η μεταρρυθμιστική πολιτική,
  • η απότομη αύξηση του ήδη υψηλού λόγου δημόσιου χρέους προς ΑΕΠ,
  • το υψηλό απόθεμα των ΜΕΔ,
  • η συσσώρευση ιδιωτικού χρέους,
  • η χαμηλή διαρθρωτική ανταγωνιστικότητα,
  • το υψηλό επενδυτικό κενό,
  • η αδυναμία της εκπαίδευσης να παρακολουθήσει τις εξελίξεις στη διεθνή αγορά εργασίας, με αποτέλεσμα υψηλό ποσοστό ανεργίας των νέων,
  • το ενδεχόμενο αδυναμίας της δημόσιας διοίκησης για την έγκαιρη εκταμίευση των ευρωπαϊκών πόρων και τυχόν εμπόδια διοικητικής φύσεως στην υλοποίηση των επενδυτικών σχεδίων,
  • η μεγάλη καθυστέρηση του συστήματος απονομής δικαιοσύνης.