Υψηλή παραμένει η κεφαλαιακή επάρκεια των ελληνικών τραπεζών, σύμφωνα με τη χρηματοπιστωτική έκθεση της Τράπεζας της Ελλάδος για το 2025.
Ο Δείκτης Κεφαλαίου Κοινών Μετοχών (CET1) σε ενοποιημένη βάση διαμορφώθηκε στο 15,8% τον Ιούνιο του 2025, έναντι 16% τον Δεκέμβριο του 2024, παρουσιάζοντας οριακή μείωση, ενώ ο Συνολικός Δείκτης Κεφαλαίου (TCR) ενισχύθηκε σε 20,4%, από 19,8% στο τέλος του προηγούμενου έτους.
Η διαφοροποίηση αυτή, όπως αναφέρει η έκθεση, οφείλεται κυρίως στις εκδόσεις κεφαλαιακών μέσων που προσμετρώνται στα εποπτικά ίδια κεφάλαια χωρίς να αποτελούν μέρος του CET1.
Ενίσχυση εποπτικών ιδίων κεφαλαίων
Το πρώτο εξάμηνο του 2025, οι ελληνικές τράπεζες προχώρησαν σε εκδόσεις πρόσθετων κεφαλαίων:
- Additional Tier 1 (AT1): 1 δισ. ευρώ,
- Tier 2: 900 εκατ. ευρώ.
Ως αποτέλεσμα, τα εποπτικά ίδια κεφάλαια αυξήθηκαν κατά 7,2%, φτάνοντας τα 34,1 δισ. ευρώ.
Η αύξηση προήλθε από:
- την καταγραφή κερδών μετά από φόρους,
- την έκδοση νέων κεφαλαιακών μέσων,
ενώ αντισταθμίστηκε μερικώς από:
- τη δέσμευση μέρους της κερδοφορίας για μελλοντικές διανομές,
- και τη σταδιακή απόσβεση των αναβαλλόμενων φορολογικών απαιτήσεων (DTCs), στο πλαίσιο του προγράμματος ταχύτερης απομείωσής τους.
Τον Ιούνιο του 2025, οι οριστικές και εκκαθαρισμένες αναβαλλόμενες φορολογικές απαιτήσεις ανήλθαν σε 11,8 δισ. ευρώ, αντιπροσωπεύοντας το 44,6% των κεφαλαίων CET1 (έναντι 47,5% τον Δεκέμβριο 2024).
Σύγκριση με την ΕΕ και την Τραπεζική Ένωση
Ο δείκτης CET1 των ελληνικών τραπεζών υπολείπεται οριακά του μέσου όρου των σημαντικών τραπεζών στην Τραπεζική Ένωση (16,1%), ενώ ο Συνολικός Δείκτης Κεφαλαίου (TCR) έχει συγκλίνει πλήρως προς τον ευρωπαϊκό μέσο όρο (20,2% τον Ιούνιο 2025).
Αξίζει να σημειωθεί ότι μέρος των νέων εκδόσεων αντικατέστησε παλαιότερα μέσα αξίας περίπου 200 εκατ. ευρώ, βελτιώνοντας τη διάρθρωση των κεφαλαίων και μειώνοντας το κόστος χρηματοδότησης.
Σταθμισμένο ενεργητικό και δείκτης μόχλευσης
Το σταθμισμένο ως προς τον κίνδυνο ενεργητικό αυξήθηκε κατά 3,8% σε σχέση με τον Δεκέμβριο του 2024, αντανακλώντας την πιστωτική επέκταση του τραπεζικού συστήματος.
Αναλυτικά:
- Το 86,5% του συνολικού σταθμισμένου ενεργητικού αφορά πιστωτικό κίνδυνο,
- Το 10,9% σχετίζεται με λειτουργικό κίνδυνο,
- Και μόλις το 2,6% αφορά κίνδυνο αγοράς.
Η σύνθεση αυτή αποτυπώνει το παραδοσιακό επιχειρηματικό μοντέλο των ελληνικών τραπεζών, που βασίζεται κυρίως στη χορήγηση πιστώσεων και όχι σε επενδυτικά προϊόντα υψηλού κινδύνου.
Ο δείκτης μόχλευσης (leverage ratio) αυξήθηκε οριακά σε 7,9% τον Ιούνιο του 2025, από 7,7% στο τέλος του 2024, λόγω της ταχύτερης αύξησης των βασικών ιδίων κεφαλαίων (Tier 1) κατά 1,78 δισ. ευρώ.
Πλήρης κάλυψη των εποπτικών απαιτήσεων
Οι ελληνικές τράπεζες καλύπτουν πλήρως τις ελάχιστες απαιτήσεις ιδίων κεφαλαίων και επιλέξιμων υποχρεώσεων (MREL).
Πέρα από τις εκδόσεις AT1 και Tier 2, προχωρούν σε τακτικές εκδόσεις senior unsecured bonds, επιλέξιμων για MREL, διαφοροποιώντας τις πηγές χρηματοδότησής τους και ενισχύοντας την ανθεκτικότητα του συστήματος.
Η Τράπεζα της Ελλάδος καταλήγει ότι η κεφαλαιακή επάρκεια των ελληνικών πιστωτικών ιδρυμάτων παραμένει ισχυρή και επαρκής για να αντιμετωπίσει προκλήσεις από το μακροοικονομικό περιβάλλον και την επερχόμενη ομαλοποίηση των επιτοκίων.